Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Αναμνήσεις 2

Είπα να συνεχίσω και να τελειώσω τις αναμνήσεις κατά την διαμονή μου σε ένα χωριό ψηλά στο βουνό .
Στη πρώτη ανάρτηση έγραψα για το πως βρεθήκαμε σε αυτό το χωριό ,τον αποκλεισμό από τα χιόνια και την γέννηση της κόρης μου,του πρώτου μου παιδιού.

Μετά που ήρθε ο σύζυγος μου στην Αθήνα για να μας δει και να δει το ήδη 15 ημερών παιδί του και αφού είχε γυρίσει στο χωριό, εγώ παρέμεινα λίγες μέρες ακόμα στη ξαδέλφη που μας φιλοξενούσε ,μέχρι να μαλακώσει λίγο ο καιρός και να λιώσουν και λίγο τα χιόνια.

Ένα βράδυ που εγώ ο ξάδελφος και η ξαδέλφη η οποία είχε στα χέρια της την κόρη μου (τα δικά της παιδιά τα είχε βάλει για ύπνο στον καναπέ και στις πολυθρόνες,γιατί στο δωμάτιο τους είχα εγκατασταθεί εγώ με το μωρό) καθόμασταν που λέτε και οι τρεις και βλέπαμε μια ελληνική σειρά που τότε το 81 ήταν από τις καλύτερες( Το φως του Αυγερινού) μερικοί ίσως το θυμούνται ,εκείνη λοιπόν την στιγμή που είχαμε αφοσιωθεί στο έργο που πρωταγωνιστές ήταν ο Αλμπέρτο Εσκενάζι και η Κοραλία Καράντη ( δεν σας ενδιαφέρει ποιοι παίζανε ,το καταλαβαίνω) εκείνη λοιπόν τη στιγμή γίνετε ο σεισμός.
Τον σεισμό τον θυμάστε? Που έγινε στην Αθήνα το 81? Εκεί ήμουν ,(γλίτωσα από τα χιόνια για να πάω από σεισμό η λεχώνα )
Πεταχτήκαμε απάνω και αρπάζω το μωρό από τα πόδια της ξαδέλφης η οποία από τον τρόμο της για τα δικά της παιδιά ξέχασε ότι κρατούσε στη ποδιά της το δικό μου και πάει να σηκωθεί με τα χέρια πάνω.
Σβήσανε και τα φώτα και άντε να κατέβεις τη σκάλα από τον πρώτο όροφο με μωρό στα χέρια και μια τομή που ακόμα δεν είχε κλείσει, κάπου βρήκε ο ξάδελφος έναν αναπτήρα? φακός ήταν ?δεν θυμάμαι και σιγά σιγά κατεβήκαμε ,έκανε και πάρα πολύ κρύο,αφού είχε ψιλορίξει και λίγο χιόνι στην Αθήνα τότε.
Κατεβήκαμε και μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο τους για να μην παγώσουμε. Ε δεν ήθελα και πολύ η λεχώνα την άλλη μέρα 40 πυρετό για δυο μέρες ήμουν τέζα ,πέρασαν όμως όλα , έτσι μετά από λίγες μέρες πήραμε τον δρόμο για το χωριό.
Στο χωριό καθίσαμε 6 χρόνια έκανα ακόμα ένα παιδί ,τον γιο μου τον οποίο γέννησα Μάιο και δεν είχαμε παρατράγουδα.
Στο διάστημα αυτών των 6 χρόνων περάσαμε 6 χειμώνες με πολλά χιόνια πολύ απομόνωση και μοναξιά για μένα τουλάχιστον και τα παιδιά μου. Γιατί εγώ δεν είχα φίλες εκεί δεν υπήρχαν άλλες γυναίκες νέες και δεν υπήρχαν ούτε μικρά παιδιά για να κάνουν παρέα τα παιδιά μου, ο σύζυγος μου είχε παρέα τους άλλος άντρες που ήταν σε άλλες υπηρεσίες (όλοι ανύπαντροι) πηγαίνε στο καφενείο και μαζί με τους γέροντες του χωριού κάπως περνούσαν τον καιρό τους,ήταν και η δουλειά που τον κρατούσε απασχολημένο και περνούσε αλλιώς ο καιρός γι'αυτόν.
Δύσκολα χρόνια, ευτυχώς το καλοκαίρι πήγαινα διακοπές στην Κύπρο και κάπως ξαλάφρωνε η ψυχή και η καρδιά μου ,αλλά όταν ερχόταν να γυρίσω πίσω και το αυτοκίνητο άρχιζε να ανηφορίζει τι να σας πω, ήξερα ότι αποδώ και μπρος (τέρμα το διάλειμμα τα κεφάλια μες το χιόνι).
Και ήλθε η ώρα να φύγουμε από το χωριό, βλέπετε η κόρη μας έπρεπε να πάει στο σχολείο ,ζήτησε ο σύζυγος μετάθεση (εγώ γκρίνιαζα από χρόνια να φύγουμε δεν άντεχα άλλο εκεί,). Ένα πρωί κατέβηκα από τα πάνω διαμερίσματα πήγα στο παρατηρητήριο(τουαλέτα)με προσοχή κατέβηκα τη σκάλα μπήκα στην αποθήκη βγήκα από την άλλη πόρτα της αποθήκης ανέβηκα τα σκαλιά με πολλή προσοχή είχε πολύ χιόνι, τα δε σκαλιά ήταν σκέτος πάγος εγώ είχα μάθει όμως(έτσι νόμιζα) και πρόσεχα .Βγαίνω από την τουαλέτα εντωμεταξύ είπαμε ότι είχα και θέα πιάτο το χωριό μπροστά μου και πήρε το μάτι μου ότι στην πλατεία ο σύζυγος μου ,ο αγροτικός γιατρός(κάθε χρόνο είχαμε και άλλον) ο γραμματέας του χωριού και κάποιοι άλλοι παίζανε χιονοπόλεμο τα παιδεία παίζει.
Κατεβαίνω τα σκαλιά μπαίνω στην αποθήκη και βγαίνω από την άλλη πόρτα πατάω στο πρώτο σκαλάκι (είχε 2-3 σκαλάκια )με σκοπό να πάω στο κάτω δωμάτιο μέχρι να ξυπνήσουν τα παιδιά και να βάλω ξύλα στη σόμπα (συνήθως την άναβε ο σύζυγος πριν φύγει για τη δουλειά) πατάω στο πρώτο σκαλάκι δεν ξέρω τι έγιναν τα άλλα. Κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια και ήμουν ανάσκελα μες το χιόνι και πονούσα φοβερά πίσω στο δεξί πλευρό και επίσης είχε παγώσει ο ποπός μου που ήταν μέσα στο χιόνι.
Νόμιζα ότι φώναξα με όλη μου την δύναμη στον σύζυγο που τους έβλεπα και τους άκουγα να παίζουν χιονοπόλεμο. Μπουσουλώντας μέσα στο χιόνι μπήκα μέσα στο σπίτι,ευτυχώς τα μωρά κοιμόντουσαν πάνω,μπαίνοντας μέσα για να πάρω το τηλέφωνο και να καλέσω βοήθεια διαπιστώνω ότι η σόμπα είχε βγάλει καπνό γιατί δεν άναψε το ξύλο καλά,πήρα το τηλέφωνο βγήκα έξω μέσα στο χιόνι ,γιατί μέσα δεν μπορούσα να αναπνεύσω κάθισα ξανά μέσα στο χιόνι και πήρα το γραφείο που δούλευε ο σύζυγος,και κοιτούσα που ήταν με τους άλλους στην πλατεία του χωριού. Κτυπάει το τηλέφωνο μια και στην δεύτερη τον βλέπω να μπαίνει μέσα στο γραφείο το σηκώνει και το μόνο που είπα ήταν έλα κτύπησα Βγαίνει έξω και τους βλέπω όλους να τρέχουν προς τα πάνω ο γιατρός μπήκε στο ιατρείο και κάτι πήρε όλα αυτά τα έβλεπα γιατί ήμουν αναγκασμένη να κάθομαι έξω μέχρι να καθαρίσει το δωμάτιο από τον καπνό.
Μπουσουλώντας μπήκα μέσα γιατί είχα ξεπαγιάσει εντελώς , έφτασε ο σύζυγος ο οποίος δεν ήξερε και τι έγινε ακριβώς, αν έπεσα μόνη ή αν είχα και κάποιο παιδί στα χέρια.
Και τώρα τι κάνουμε?ο γιατρός φοβήθηκε μην έσπασα τίποτα του, είπα ότι κτύπησα πίσω δεξιά και όλα τα καθέκαστα και αποφασίστηκε ότι πρέπει να πάμε Λαμία για ακτινογραφία.
Ειδοποιήσαμε την πεθερά μου να έλθει από το διπλανό χωριό για να κρατήσει τα παιδιά και να πάμε στη Λαμία. Για να μην αργήσουμε ήταν και όλοι οι δρόμοι γεμάτοι χιόνια ήλθε ένα κορίτσι και τα κράτησε μέχρι να έλθει η γιαγιά τους θα ερχόταν με το γαϊδούρι ή το άλογο ήταν?και θα αργούσε λίγο. Ήταν ένα μονοπάτι εντελώς κατηφορικό όλο χιόνι,έτσι το φορείο το απόκλεισαν γιατί φοβήθηκαν μην γλιστρήσει κανένας και με στείλουν στον αγύριστο Στο τέλος πάρθηκε η απόφαση να με κρατάνε ένας από τη μια και ένας από την άλλη και να πηγαίνουμε όπως μπορούσα εγώ δλδ μισό βήμα και ωχ μισό βήμα και ωχ.
Κατεβήκαμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε κάθε τράνταγμα μόνο που δεν έκλαιγα από τον πόνο,οι δρόμοι είχαν χιόνι και μην νομίζετε ότι έτρεχε, κάθε άλλο ,χώρια που κοντέψαμε να πάμε από κάτω σε κάποιο σημείο που είχε πάγο.
Φτάσαμε στη Λαμία κάναμε ακτινογραφία και ευτυχώς ήταν μόνο στούμπισμα ,το βράδυ μείναμε στη κουμπάρα μου και την άλλη μέρα γυρίσαμε στο χωριό, με είχε φάει και η αγωνία για τα παιδιά πρώτη φορά τα άφηνα πίσω μου, γιατρός μου έδωσε μια αλοιφή (συχαίνομαι τις αλοιφές) και την έβαζα εκεί που κτύπησα μου έβαζεκαι κάτι ενέσεις ο αγροτικός γιατρός οι οποίες πονούσαν πολύ και έπρεπε να καθίσω αμέσως γιατί ζαλιζόμουν , ήταν παρενέργεια της ένεσης ,για αρκετές μέρες δεν μπορούσα να κουνηθώ από τον πόνο, αλλά το ξεπέρασα.
Ήταν ο τελευταίος χειμώνας στο χωριό αυτό. Το καλοκαίρι φύγαμε από το χωριό και ήρθαμε εδώ που μένουμε τώρα ,Όχι δεν έχω καλές σχέσεις με τα βουνά ούτε με τα χιόνια μακριά και αγαπημένα .Υπάρχει μεγάλη διαφορά να ζεις σε μια πόλη και να έχει χιόνια και είναι πολύ διαφορετικά να ζεις σε ένα χωριό ψηλά στα βουνά μακριά από γιατρούς και νοσοκομεία.
Εκ ει που κτύπησα όταν κάνει κρύο ή κουραστώ με συγκεκριμένες κινήσεις ακόμα πονάω.
Αυτό το χωριό ήθελε κάτι να μου πει ,ίσως εγώ να μην το κατάλαβα ,έτσι μούδωσε αυτό να καταλάβω.






Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Πρόσεχε το μολύβι σου



Το μολύβι, όχι αυτό που σκοτώνει ,ούτε αυτό που λέμε αυτό το φαΐ έκατσε στο στομάχι μου σαν μολύβι!.
Όχι, όχι, μιλάω για το άλλο, αυτό που πρωτοπιάνουμε στα μικρά χεράκια μας όταν πρωτοπάμε στο σχολείο,αυτό που το ταλαιπωρούμε σπάζοντας την μύτη του από το άγχος πιέζοντας πάνω στην κόλλα με τις μπλε ρίγες .Το μολύβι που όταν δεν ξέραμε το μάθημα στο σχολείο ή δεν είχαμε γράψει την προηγούμενη μέρα τα μαθήματα μας ,το δαγκώναμε και το μασουλάγαμε λες και θα έγραφε γεμίζοντας δια μαγείας τις άδειες σελίδες του τετραδίου.
Το μολύβι με την όμορφη μύτη που σιγά σιγά έλειωνε γιατί ήσουν καλός μαθητής και έγραφες τα μαθήματα σου και μετά με προσοχή το έξυνες με τη ξύστρα σου για να ξαναγίνει όμορφη η μύτη και να γράφονται όμορφα τα γράμματα στο τετράδιο.
Το μολύβι που το πίεζες τόσο δυνατά που έσπαγε η μύτη και εσύ το έξυνες με τόση δύναμη που ξανάσπαγε η μύτη του και ξανάξυνες μέχρι που πριν καλά καλά το καταλάβεις γινόταν τόσο μικρούλη που δεν μπορούσες να το κρατήσεις στα χέρια σου, θυμάσαι?
Ένα μολύβι έχει πάντα δύο αχώριστους φίλους χωρίς αυτούς θάλεγα πως σε ένα μαθητή θα ήταν (άχρηστο) οι φίλοι αυτοί είναι η ξύστρα και η σβηστήρα(γόμα ή γομολάστιχα) Αν δεν έχεις ξύστρα κάποια στιγμή δεν θα μπορείς να γράψεις χώρια που τα γράμματα θα αρχίσουν να χοντραίνουν και δεν θα είναι όμορφα και αν δεν έχεις σβηστήρα όταν θα κάνεις ορθογραφικό λάθος θα αναγκαστείς να το μουντζουρώσεις με το μολύβι και θα είναι πάλι άσχημο.
Το μολύβι , που κάποια στιγμή το θεωρείς κατώτερο γιατί θέλεις να πιάσεις στα χέρια σου την πέννα (στυλό) που όταν γράψεις λάθος η σβηστήρα δεν μπορεί να το σβήσει για να το διορθώσεις όσο και να βάλεις σάλιο ,βλέπεις η πέννα είναι πιο δυνατή από το μολύβι ότι γράφει δεν ξεγράφει ,ούτε η ξύστρα είναι φίλη με την πέννα .Η πέννα δεν έχει φίλους παρά το μελάνι που τρέχει μέσα της όπως το αίμα που έχουν οι άνθρωποι που χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή? έτσι και η πέννα κάποια στιγμή που τελειώνει το μελάνι της την πετάς,έρχεται μόνη της και φεύγει μόνη της όπως μερικοί άνθρωποι ευτυχώς όχι όλοι.
Ενώ το μολύβι έρχεται με παρέα και σιγά σιγά φεύγει μαζί με τη παρέα του και η σβηστήρα λιώνει σβήνοντας τα λάθη του μολυβιού και η ξύστρα χαλάει γιατί από τα πολλά ξυσίματα σκουριάζει ή σπάει αν είναι κοκαλένια.
Έχουν ο ένας τον άλλο όπως οι πιο πολλοί άνθρωποι μέχρι να τελειώσει η ζωή τους.
Τα μολύβια κάποτε ήταν μεγάλα δένδρα που τα έκοψαν και φτιάξανε χιλιάδες ,εκατομμύρια μολύβια ,κόκκινα κίτρινα άσπρα πράσινα όλων των ειδών τα χρώματα για να τα πάρεις εσύ ο μικρός μαθητής και να μάθεις να γράφεις.
Γι' αυτό πρόσεχε το μολύβι σου γιατί βλέπεις ,τώρα δεν έχουμε πολλά δένδρα, τα έχουν κάψει οι φωτιές, τα έχουν ξεριζώσει οι άνθρωποι για να φτιάξουν οικόπεδα,εσύ όμως πάντα θα θέλεις ένα μολύβι μαζί με την παρέα του, την ξύστρα και τη σβηστήρα.

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

Αναμνήσεις





Τώρα με τα χιόνια είπα να πάω 28 χρόνια πίσω και να γράψω την περιπέτεια μου που ξεκινάει με μια μετακόμιση ,μια εγκυμοσύνη και πολλά πάρα πολλά χιόνια.
Προσδεθείτε και μη καπνίζετε γιατί έχουμε και γκαστρωμένη.
Τον Αύγουστο του 1980 ο σύζυγος μου βρήκε δουλειά σε μια υπηρεσία στην επαρχία και συγκεκριμένα σε ένα ορεινό χωριό, δίπλα στο δικό του χωριό.
Οπότε έπρεπε να αφήσουμε την Αθήνα για μια καλύτερη δουλειά,εγώ παρόλο που δεν ήμουν του βουνού αλλά του κάμπου και δεν έτρεφα και ιδιαίτερα αισθήματα για τα όρη, τον παρότρυνα να πάμε γιατί έπρεπε να κοιτάξουμε το μέλλον που δεν φαινόταν και αισιόδοξο στην δουλειά που ήταν .(επίσης ανακάλυψα ότι μέχρι τώρα δεν είχα κανένα ορθογραφικό λάθος) άσχετο και συνεχίζω.
Έτσι εγώ τριών μηνών έγκυος μίαν καλήν ημέρα , είπαμε ήταν και Αύγουστος οπότε είχε λιακάδα μαζέψαμε τα συμπράγκαλα σ' ένα φορτηγό, εμείς μπροστά και αυτά στη καρότσα και πήραμε τον ανήφορο.
Μετά από 4-5 ώρες φτάσαμε κατεβήκαμε και μου δείξανε το σπίτι που θα κατοικούσα για κάνα χρόνο νόμιζα, (κούνα που με κούναγε) .Ποιο είναι το σπίτι?ρώτησε η έγκυος ,βλέπω ένα χέρι να μου δείχνει προς τον ουρανό, γέρνω πίσω το κεφάλι ακόμα πιο πίσω(μάλλον από τότε έπαθα το αυχενικό) και βλέπω ένα σπίτι στο πιο ψηλό σημείο του χωριού .Πιάνω τη κοιλίτσα μου και παίρνω βαθιά ανάσα (όχι ανάσες για τη γέννα αλλά για να ανέβω το βουνό ,τι? δρόμος?μόνο δίποδα και τετράποδα επιτρεπόντουσαν,αυτοκίνητο δεν πήγαινε, ε 50 κιλά ήμουν δεν ήμουν θα τα κατάφερνα.
Φτάσαμε στο σπίτι ήλθαν και κάτι παιδιά που δούλευαν σε υπηρεσίες εκεί νάνε καλά και βοηθήσανε να μεταφερθούν όλα τα πράγματα, ήταν και κάμποσα.
Περιττό να σας πω ότι είχα φανταστική θέα έβλεπα όλο το χωριό πιάτο, από τη δεξιά μεριά έβλεπα τα Βαρδούσια και από την αριστερή μεριά την Γκιώνα.Πάλι καλά.
Το βράδυ πήγαμε για ύπνο (αν μου άρεσε το σπίτι?) Όχι ρε παιδιά δεν μου άρεσε ,ήταν παλιό, πάνω κάτω με εξωτερική σκάλα και για να πάω τουαλέτα έπρεπε να βγω έξω από το σπίτι να μπω σε μια αποθήκη να βγω από την άλλη μεριά να ανέβω κάποια σκαλιά να κουβαλήσω και ένα κουβά νερό ( έλεος πια έγκυος είμαι) ,αλλά είχα φοβερή θέα δεν μπορώ να πω ψέματα!!.και από τη τουαλέτα.
Ξαπλώσαμε που λέτε για ύπνο και εκεί που πάει να με πάρει ο Μορφέας στην αγκάλη του να με νανουρίσει την ταλαίπωρη ακούω κάτι τακ τακ τακ ,Παναγία μου κάποιος είναι μέσα στο σπίτι λέω στο σύζυγο ,κοιμίσουν νου λέει είναι ποντίκια μέσα στη στέγη. Κοιμήθηκα κλαίγοντας .
Την άλλη μέρα ο σύζυγος πήγε στη δουλειά και εγώ αφού κατέβηκα κάτω ,ξέχασα να σας πω κοιμηθήκαμε στα πάνω διαμερίσματα κατέβηκα που λέτε πήγα θαύμασα τη θέα από το παρατηρητήριο (τουαλέτα)και άρχισα να τακτοποιώ το νοικοκυριό μου ,ευτυχώς υπήρχε ένας νεροχύτης από αυτούς που μπροστά βάζεις ένα πανί γιατί δεν είχε ντουλάπι.
Και ο καιρός περνούσε και η κοιλιά φούσκωνε και εγώ δεν είχα κανένα να μιλήσω , εκτός από μερικά παιδιά άνδρες που ήταν σε υπηρεσία όλοι οι άλλοι ήταν γερόντια εγώ ήμουν 23 χρονών και αυτοί ήταν πάνω από 70 ( γιατί να μην είχα τότε υπολογιστή ?)και πόσα να πεις με όλους αυτούς τους άνδρες ?Δεν λέω κάναμε παρέα όμως ρε παιδιά μια γυναίκα να πω και γω μια γυναικεία κουβέντα δεν είχα.
Άρχισε το κρύο ο σύζυγος κουβάλησε πολλά ξύλα είχαμε σόμπα πάνω, σόμπα κάτω όλη μέρα και όλη νύκτα έκαιγαν. Το Χειμώνα βάλαμε κρεβάτι στο κάτω δωμάτιο γιατί ήταν δύσκολο για μένα να ανεβαίνω την σκάλα με τα χιόνια και τον πάγο .
Πολλές φορές αποκλειστήκαμε από τα χιόνια αλλά ερχόταν το μηχάνημα και άνοιγε το δρόμο, όμως λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα έριξε πάρα πολύ χιόνι, με τον γιατρό μου είχαμε υπολογίσει ότι θα γεννούσα το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου οπότε δεν με τρόμαζε και πολύ το χιόνι, βλέπετε όποιος δεν ξέρει κοιμάται και ονειρεύεται ,είχαμε αποκλειστεί κανονικά, ο αγροτικός γιατρός και πολύ καλός φίλος, μου έλεγε συνέχεια ,μόλις ανοίξει ο δρόμος θα φύγεις θα κατέβεις Αθήνα , εγώ το βιολί μου ,είναι νωρίς ακόμα .Μόλις πέρασαν τα Χριστούγεννα και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει και ο δρόμος δεν είχε ανοίξει ακόμα άρχισαν όλοι να ζορίζονται μαζί και εγώ που κοιτούσα συνέχεια αν ερχόταν το μηχάνημα μην φανταστείτε ότι ήθελα να φύγω απλά ήθελα τον δρόμο ανοικτό σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε.
Των φώτων ήταν ή την άλλη μέρα είδαμε το μηχάνημα να έρχεται ανοίγοντας τον δρόμο ,βλέπω και το σύζυγο μαζί με το γιατρό και ένα φίλο μας ακόμα που ανέβαιναν προς το σπίτι δεν πρόλαβα να πω καλώστους ,τα πράγματα σου μου λέει ο σύζυγος ,γιατί ?λέω εγώ το ξυπνοπούλι,θα σε πάμε στον Μπράλο να πάρεις το τραίνο για Αθήνα, μα, πάω να κάνω εγώ ,Φεύγεις ΤΩΡΑ μου κάνει ο γιατρός αν σε πιάσουν οι πόνοι και κάτι πάει στραβά εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα,ε εκεί τα χρειάστηκα ,κατέβασα τα μούτρα μου και έφυγα.
Πήγα Αθήνα στην κουνιάδα μου και ο σύζυγος με τον φίλο μας που με πήγαν στο τραίνο, εμείς δεν είχαμε τότε αυτοκίνητο γύρισαν πίσω ,μόλις που πρόλαβαν, ο δρόμος ξανάκλεισε ,μετά κοπήκανε τα τηλέφωνα και το ρεύμα.
Καμιά μα καμιά επαφή.
Εγώ γέννησα με καισαρική στις 23 Ιανουαρίου χωρίς σύζυγο μόνο με την κουνιάδα μου ίδια ηλικία με μένα 23 χρονών και μια πρώτη ξαδέλφη του συζύγου μου που μαζί με τον σύζυγο της μου συμπαραστάθηκαν όσο δεν παίρνει επίσης μου βάφτισαν και την κόρη μου .Ναι γέννησα μια όμορφη κόρη.
Στις 15 μέρες αφού είχα γεννήσει και δεν είχαμε καμία επαφή με το χωριό ακόμη ,κτύπησε το τηλέφωνο στη ξαδέλφη, ( εκεί έμενα και εγώ και το μωρό μου,) μας φιλοξενούσαν γιατί είχε καλύτερη θέρμανση από τη κουνιάδα μου που έμενε ένα τετράγωνο πιο κάτω και είχαμε καθημερινή επαφή.
Κτύπησε το τηλέφωνο που λέτε και ποιος νομίζετε ότι ήταν? Ο μπαμπάς μόνο που δεν ήξερε ακόμα ότι είχε γίνει πατέρας και είχε μια πανέμορφη κόρη 3,600, με πολύ κόπο κατάφερε να φτάσει σε ένα άλλο χωριό πιο κάτω μέσα από τα χιόνια με ειδικά πέδιλα που έφτιαξε για να πατάει και να μην βουλιάζει ,το χιόνι είχε σκεπάσει και τις κολόνες της ΔΕΗ, τόσο πολύ χιόνι έριξε,μόλις που είχε προλάβει το τελευταίο φορτηγό που περνούσε και τον πήγε στη Λαμία έτσι από εκεί τηλεφώνησε για να μας πει πως έρχεται να είναι στη γέννηση , δεν ήξερε ότι ήδη γέννησα.
Η φωτογραφία με το μωρό είναι την ημέρα που ήλθε ο άνδρας μου να μας δει
ΟΙ άλλες φωτογραφίες είναι από τότε, ζύμωναν κιόλας γιατί δεν είχαν ψωμί λόγω αποκλεισμού.Ο σύζυγος είναι με το ζακάρ πουλόβερ.
Οι φωτογραφίες είναι θαμπές γιατί εγώ δεν έχω μηχάνημα να σκανάρω απλά τις φωτογραφίζω με τη μηχανή μου και τις βάζω στον υπολογιστή.
Μην νομίζετε πως δεν ξέρω πόσο τυχερή ήμουν και εγώ και το μωρό μου.


Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Καλή φώτιση

Πριν από λίγο έγινε και ο αγιασμός των υδάτων μόλις που πρόλαβα να βγάλω αυτή τη φωτογραφία .
Σήμερα μου είπαν κάτι σχετικά με τα φώτα , σόκιν να το πω ?μιλλωμένον να το πω ? Όπως και να το πω σε πολλούς δεν θα αρέσει λόγω άγιων ημερών ,αλλά επειδή είμαι καλό κορίτσι θα σας στείλω στη Μερόπη για να μάθετε τι γίνετε στη Κύπρο των φώτων. Εγώ θα πω αυτό που έμαθα σήμερα. Τα ανήλικα να απομακρυνθούν από την οθόνη.
Έξι του Γενάρη φώτα τζιαι όποιον θέλεις λάμνα αρώτα η κκελλέ της μπαίνει πρώτα.
Καλή φώτιση νάσιετε αλλά αμφιβάλλω με τούτα που θκιαβάζετε.

Για τους Ελλαδίτες φίλους
Έξι του Γενάρη είναι τα φώτα και όποιον θέλεις ρώτα το κεφάλι μπαίνει πρώτα.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ




Αγαπημένοι συνμπλόγκερ σας εύχομαι ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ.
Εύχομαι σε όλους και στον καθένα χωριστά να περάσει όμορφα με τους αγαπημένους τους .
Σας βάζω και 2-3 φωτογραφίες από το στολισμό της πόλης δεν μπόρεσα κάτι καλύτερο γιατί δεν προλαβαίνω λόγω φόρτου δουλειάς.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Το ορφανό

Ένιωθε περίεργα βλέποντας μετά από δεκαπέντε χρόνια τον τόπο αυτόν που γεννήθηκε και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τη μάνα του ,αυτό θυμόταν μόνο αυτό ήταν και το μόνο ευχάριστο που θυμόταν .
Την ίδια την μάνα του ,τη μορφή της δηλαδή με δυσκολία έφερνε στο μυαλό του ,πιο πολύ θυμόταν μια φιγούρα λεπτή όχι πολύ ψηλή ,αλλά χαρακτηριστικά δεν θυμόταν.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο του στην άκρη του δρόμου στην αρχή του χωριού και κοίταξε πέρα τον στενό δρόμο με τα καινούρια σπίτια που φανέρωναν την ευημερία των κατοίκων .Βέβαια θάλεγε κανείς πως ήταν ακατοίκητο μια και δεν έβλεπε ψυχή πουθενά ,εκτός από ένα σκυλί που κυνηγούσε μια γάτα.

Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε και μια γυναίκα φτωχικά ντυμένη έτρεχε πίσω από ένα παιδί φωνάζοντας του να σταματήσει γιατί δεν το προλάβαινε, κι' αυτό αναψοκοκκινισμένο σταματούσε κοιτούσε πίσω του για μια στιγμή και όταν το πλησίαζε η γυναικεία φιγούρα ξανάρχιζε το τρέξιμο γελώντας.

Θυμόταν και το βράδυ που ένα γυναικείο χέρι το χάιδευε λέγοντας του όμορφα λόγια μέχρι να το πάρει ο ύπνος ,ένας ύπνος που δεν ερχόταν γρήγορα γιατί το στομάχι διαμαρτυρόταν .

Στα έξι του η φιγούρα χάθηκε μόλις είχε αρχίσει να πηγαίνει σχολείο ,του είπανε πως η μάνα του πήγε στους ουρανούς και αυτός πίστεψε ότι σε λίγο θα πήγαινε να την βρει και ρώτησε μια μέρα τον δάσκαλο κύριε πότε θα έρθει το αυτοκίνητο να με πάρει κοντά στη μανούλα μου που είναι στους ουρανούς?Ο Δάσκαλος εκείνη τη μέρα κάθισε και του εξήγησε όσο μπορούσε για τον θάνατο, να μπορέσει ένα παιδί έξι χρονών να κατανοήσει την απώλεια της μάνας του μια και πατέρας δεν υπήρχε πουθενά? .

Κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο πατέρας εκτός από τη μάνα του και τον ίδιο τον πατέρα που απείλησε την γυναίκα ότι αν τολμήσει να μιλήσει θα της έπαιρνε το παιδί και θα το έστελνε σε ορφανοτροφείο ή ακόμα θα το έστελνε μακριά σε άλλη χώρα να το μεγαλώσουν ξένοι.

Έτσι η φουκαριάρα μπροστά στο φόβο να χάσει το μονάκριβο της δεν μίλησε, εξάλλου που θα μιλούσε δεν είχε κανένα συγγενή, μοναχοπαίδι ήταν και οι γονείς της είχαν έρθει από αλλού σ' αυτό το μικρό χωριό, μόνο μία φορά έφυγε από το χωριό της και αυτό ήταν μόλις ο γιος της έκλεισε ενός έτους, τότε έγιναν και τα βαφτίσια του , νονά του έγινε μια σε μεγάλη ηλικία γυναίκα που πήγαινε καμιά φορά και τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού.

Εκείνη την ημέρα που έλειψε από το χωριό πήγε στη πόλη μαζί με το παιδί και γύρισε το βράδυ, σε κανένα δεν είπε τίποτα ούτε που πήγε, ούτε τι έκανε και στη κουμπάρα της ακόμα είπε ψέματα, πως γύρεψε το παιδί σε γιατρό γιατί τώρα τελευταία έκλαιγε συνέχεια το βράδυ.

Μια μέρα αρρώστησε η μάνα του Σωτήρη και σε δυο μήνες πέθανε, τους πρώτους τρεις μήνες τον πήρε κοντά της η νονά του αλλά καθώς ήταν μεγάλη δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει καθώς αυτός ήταν σε μια ηλικία που ήθελε φροντίδα ,εξάλλου δεν άντεχε κάθε μέρα να τον βλέπει να κλαίει και να ζητά τη μάνα του,έτσι πήγε στον δάσκαλο και αυτός με τη σειρά του στον πρόεδρο του χωριού για να δούνε τι θα κάνουν με το ορφανό.

Ο πρόεδρος του χωριού ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας, ήταν παντρεμένος και είχε πέντε παιδιά από δεκαεφτά έως πέντε χρονών ,είχε δυο γιους και τρία κορίτσια ,η γυναίκα του ήταν μικροκαμωμένη που βλέποντας την απορούσες πως τα έβγαζε πέρα με τόσα παιδιά και με έναν άντρα σαν τον κύριο πρόεδρο που του έφτανε μέχρι τη μέση.

Ο μικρός Σωτήρης έβλεπε μια τον πρόεδρο μια τον δάσκαλο μια την νονά του και προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι το ίδρυμα , αν και καμιά φορά ξέφευγε από τη προσοχή τους και κοιτούσε προς την πόρτα που ένα μικρό κορίτσι παρακολουθούσε και του έγνεφε να πάει προς τα κει,αυτός όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του ,του το ξεκαθάρισε η νονά του ,εκεί που θα πάμε δεν θα βγάλεις άχνα, ήταν και ο κύριος πρόεδρος που τον κοιτούσε σχεδόν θυμωμένα ,αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, αυτός δεν κουνήθηκε από τη θέση του ούτε άπλωσε το χέρι του να πάρει το γλυκάκι που πρόσφερε η κυρία του προέδρου,γιατί φοβόταν έτσι που τον κοιτούσε ο πρόεδρος.

Μετά από ώρα και αφού κόντευε να τον πάρει ο ύπνος μια και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν οι μεγάλοι, παρόλο που μιλούσαν γι' αυτόν, η νονά του τον σκούντηξε και αυτός κόντεψε να πέσει από την καρέκλα.Αρχισε τότε ο δάσκαλος να του λέει για το ίδρυμα και πόσο ωραία θα ήταν, θα είχε φίλους ,ζεστό φαΐ, ρούχα και πολλά άλλα που δεν είχαν σημασία γιατί αυτός δεν ήθελε να πάει πουθενά. Αυτός προτιμούσε να μείνει με την νονά του και τους φίλος που είχε τώρα. Κλαίγοντας υποσχόταν πως θα ήταν καλό παιδί και δεν θα έτρωγε κάθε βράδυ για να μην τη κουράζει,δεν ξέρει γιατί αλλά ο δάσκαλος σκούπισε τα μάτια του και ο πρόεδρος κοιτούσε αλλού όταν τους παρακαλούσε να μην τον διώξουν μακριά.

Μετά από δυο μέρες ήλθαν στο χωριό ένας κύριος μαζί με δυο κυρίες και τον πήραν, η νονά του ετοίμασε ένα μικρό μπογαλάκι με τα ρούχα του και το φίλησε συμβουλεύοντας τον να είναι καλό παιδί, αυτός γαντζώθηκε πάνω της και η ηλικιωμένη γυναίκα για πρώτη φορά λίγησε και άρχισε να κλαίει κοίταξε τον πρόεδρο ζητώντας του ένα ίχνος πως αν την βοηθούσε θα κρατούσε το παιδί, αυτός αντίθετα το τράβηξε απότομα από κοντά της και το παρέδωσε στους ξένους που ήλθαν να τον πάρουν.

Τα χρόνια πέρασαν ,δύσκολα χρόνια χωρίς μητρική αγάπη μόνο κάποια καλά λόγια από κάποιες κυρίες που ερχόντουσαν και φέρνανε ρούχα γλυκά και αυτά στις γιορτές,έκανε και καναδυό φίλους τον Θανάση και τον Περικλή στα δεκαοχτώ τους φύγανε από το ίδρυμα και ψάξανε για δουλειά , το σχολείο το τελείωσε με καλούς βαθμούς αλλά δεν μπόρεσε να πάρει υποτροφία για περαιτέρω σπουδές έτσι βρήκε μια δουλειά σε κάποιο συνεργείο και σιγά σιγά έμαθε την τέχνη,εκεί δούλευε όταν ήλθε ένας κύριος και τον ζήτησε, πρώτη φορά τον έβλεπε,αυτός του έδωσε μια κάρτα που έγραφε το όνομα ενός δικηγόρου και τη διεύθυνση , του είπε να πάει εκεί για δική του υπόθεση.

Κάτι πήγε να πει αλλά ο κύριος που του έδωσε την κάρτα είχε ήδη φύγει,έτσι την άλλη μέρα πήρε άδεια από τον εργοδότη του και πήγε στο γραφείο του δικηγόρου όλο απορία ,γιατί αυτός δεν είχε ποτέ καμιά υπόθεση με δικηγόρους,δεν βαριέσαι είπε μέσα του θα μάθω τι με θέλει, πήγε και η γραμματέας μόλις άκουσε το όνομα του τον πέρασε μέσα.

Καλημέρα σας, καλημέρα καθίστε παρακαλώ ,ο δικηγόρος θα ήταν γύρω στα εξήντα με κάτασπρα μαλλιά και με μερικά κιλά παραπανίσια τον κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του και χαμογελώντας του έδωσε το χέρι .

Είστε ο κύριος Σωτήρης Τάδε? Μάλιστα! Η μητέρα σας ήταν η Κατερίνα Τάδε? Μάλιστα !! Τι θέλει τώρα αυτός? ξέρει και τη μάνα μου !!εγώ πρώτη φορά τον βλέπω,κάτι πήγε να πει αλλά ο δικηγόρος τον σταμάτησε. Ακούστε κύριε Τάδε πριν από δεκαοχτώ χρόνια περίπου σε αυτό το γραφείο ήλθε η μητέρας σας με ένα μωρό στην αγκαλιά και αυτό το μωρό ήσασταν εσείς. Μα τι λέτε τώρα? Αφήστε με να τελειώσω , η μητέρα σας μου έδωσε εντολή πως όταν γίνετε δεκαοχτώ χρονών και αν αυτή δεν βρίσκετε εν ζωή να σας παραδώσω αυτό το φάκελλο.

Ένας φάκελλος από τη μητέρα του που καλά καλά δεν θυμόταν το πρόσωπο της που δεν πέρασε μέρα να μην τη σκεφτεί ,ο δικηγόρος κοίταξε τον νέον άντρα που στα δεκαοχτώ του χρόνια θα μάθαινε ένα μυστικό που οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν σχεδόν από τη πρώτη στιγμή της ζωής τους .
Θέλετε να σας αφήσω μόνο σας να διαβάσετε τι γράφει?Εσείς ξέρετε? Μάλιστα εγώ το σύνταξα !
! Κανένας άλλος δεν ξέρει τι γράφει εδώ?Όχι ! Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελλο και άρχισε να διαβάζει συγκινημένος που αυτά τα λόγια ήταν λόγια από τη μάνα του σιγά σιγά τη θέση της συγκίνησης την πήρε ο θυμός. Πως μπόρεσε?Πως μπόρεσε? Ακούστε θα υπάρχει κάποια εξήγηση ,προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο δικηγόρος .Καμία καμία εξήγηση τον παρακαλούσα να μην με διώξει από το χωριό και αυτός ατάραχος με έστειλε στο ορφανοτροφείο !!Εκεί πάνε τα ορφανά εγώ είχα πατέρα, ΑΥΤΟΝ αυτό το τέρας .
Αφού ζήτησε συγνώμη από το δικηγόρο για το ξέσπασμα του και άκουσε τις συμβουλές του σηκώθηκε και έφυγε , στην αρχή σκέφτηκε να πάει στο χωριό και να βρει τον πρόεδρο να του τα πει ένα χεράκι αλλά μετά το μετάνοιωσε ,όχι όχι ο δικηγόρος του είπε να μην κάνει καμία κίνηση όσο ήταν θυμωμένος. Ναι θα περίμενε να περάσει λίγος καιρός και μετά θα πήγαινε ,είχε κάθε δικαίωμα να πάρει κάποια εξήγηση και να δει να γνωρίσει τα αδέλφια του , εκείνο το μικρό κοριτσάκι εκείνη τη μέρα που ο πατέρας του έπαιρνε την απόφαση να διώξει το παράνομο παιδί.

Και τώρα μετά από τρία χρόνια από τη μέρα που έμαθε το μυστικό να στέκεται μια ανάσα από το να πει την αλήθεια, ότι ξέρει.Άφησε να περάσουν τρία χρόνια ,ήθελε να πάει καταξιωμένος και νάτος τώρα με το αυτοκίνητο του τη δική του δουλειά και χωρίς οργή για τον άνθρωπο που τον απαρνήθηκε, ήλθε να γιατρέψει τις πληγές του.Ήλθε να κοιτάξει κατάματα αυτόν που του στέρησε την οικογένεια αυτόν που δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια ένα εξάχρονο ορφανό ,το παιδί του!,







Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Ανακύκλωση


Εδώ και 1 μήνα περίπου ο Δήμος μας έβαλε κάδους ανακυκλώσεως κάτι που ο κόσμος το αντιμετώπισε πολύ θετικά σχεδόν κάθε μέρα είναι γεμάτοι .
Για παράδειγμα στα σούπερ μάρκετ έβλεπες στοίβες χαρτόνια που πήγαιναν στα σκουπίδια ,σήμερα που πήγα είδα 3 κάδους έξω από το σούπερ μάρκετ και καθόλου χαρτόνια στο πεζοδρόμιο.
Ο κόσμος εδώ το περίμενε πολύ καιρό ,αναγκαζόμασταν να πετάμε στοίβες χαρτιά ,τενεκεδάκια από αναψυκτικά ,μπουκάλια πλαστικά του νερού και διάφορα άλλα ανακυκλώσιμα υλικά.
Αν και αργήσαμε σαν Δήμος να το εφαρμόσουμε χαίρομαι που τελικά έγινε,μακάρι ο κόσμος να συνεχίσει να μαζεύει αυτά τα υλικά ξεχωριστά από τα σκουπίδια και να μην είναι μόνο ενθουσιασμός για τον πρώτο καιρό.