Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Υψοφοβία Ακροφοβία


Ξέρω ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι με αυτόν το φόβο ,εγώ πάλι νομίζω ότι φοβάμαι περισσότερο απ' όλους.
Έχω πολύ μεγάλη υψοφοβία ή καλύτερα ακροφοβία .Πιστεύω ότι είναι ακροφοβία αυτό που έχω ,γιατί όταν μπαίνω σε αεροπλάνο δεν φοβάμαι όταν είμαι σε διαμέρισμα σε όποιον όροφο και να είμαι δεν φοβάμαι ,φτάνει να μην είμαι στο μπαλκόνι.
Μένω στον πρώτο όροφο βγαίνω στο μπαλκόνι μου αλλά αν δεν είχε κάγκελα δεν θα έβγαινα ούτε για αστείο.
Αν είμαι σε διαμέρισμα ψηλότερο αποφεύγω να πάω σε μπαλκόνι άκρη άκρη και ας έχει κάγκελα.
Δεν ανεβαίνω σε σκάλα φοβάμαι ,ποτέ δεν ανέβαινα σε δένδρα όπως όλα τα παιδιά δεν μου αρέσει να πηγαίνω ταξίδια και να έχει γκρεμούς δεν πάω ποτέ σε άκρη από γκρεμό ,εγώ γκρεμό εννοώ και τα λίγα μέτρα .
Φοβάμαι να κοιτάξω οικοδομές όπου υπάρχουν εργάτες ψηλά και δουλεύουν .
Είναι απαίσιο συναίσθημα ακόμα και ταινία να δω με ύψη κλείνω τα μάτια.
Αν δω άνθρωπο ψηλά και δεν έχει κάποιο προστατευτικό με πιάνει κρύος ιδρώτας
Καμιά φορά σκέφτομαι πως αφού είμαι μάνα δεν πρέπει να φοβάμαι τέτοια πράγματα γιατί ίσως κάποια στιγμή χρειαζόταν να πάω στην άκρη να πάρω το παιδί μου και τότε νικάω το φόβο και λέω μέσα μου πως και στη φωτιά θα έπεφτα και πιο άκρη από την άκρη θα πήγαινα. Νιώθω δειλή που δεν μπόρεσα τόσα χρόνια να ξεπεράσω αυτό το φόβο σχεδόν καμιά φορά νιώθω ανάπηρη.
Θέλω να πέσω με αλεξίπτωτο!!!!!!!!!!! Μήπως μου φύγει ο φόβος!!!!!!!!!!! ΛΕΜΕ!!

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Αύγουστος και Κύπρος.

Δεν θα ευχηθώ καλό μήνα ,απλά φέτος να φερθεί με καλοσύνη στη πατρίδα μου.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Το να είσαι απροστάτευτος


Πριν λίγο καιρό μια δεκαοκτούρα γέννησε δυο αυγά στη γλάστρα της γειτόνισσας μου και συναδεύλφισσας μου. Δυστυχώς τότε δεν είχα τη φωτογραφική μου και έτσι δεν μπόρεσα να τα φωτογραφίσω ,ούτε και την εξέλιξη τους που καθόταν η μάνα και τα προστάτευε. Σήμερα που πήγα να ποτίσω τα λουλούδια γιατί οι γείτονες πήγαν διακοπές τα πέτυχα μόνα ,έχουν μεγαλώσει αρκετά αλλά ακόμα δεν έχουν βγάλει φτερά,κάτι τριχούλες πετάνε μόνο.
Τυχερά είναι ακόμα κάτω από τη προστασία της μάνας τους,σε λίγες μέρες θα έχουν τα δικά τους φτερά και θα πάρουν το δρόμο για να βρουν το ταίρι τους όπως κάνουν και οι άνθρωποι.
Σήμερα όμως όπως ήταν και τα δυο απροστάτευτα και κουρνιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο μου θύμισαν την αυριανή μέρα όπου έγινε η εισβολή και δεν μπορούσε κανείς να μας προστατεύσει.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Τι τους έκανες?


Σήκω πάνω ,όρθωσε το πληγωμένο σου κορμί και πες μας ,τι τους έκανες και σε βιάσανε και σ'έκοψαν στα δυό? Πρώτα τα παιδιά σου και ύστερα οι εχθροί?


Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Επέτειος ή μνημόσυνο?

Συνήθως έχουμε επέτειο γάμου, επέτειο γνωριμίας ,επέτειο ανεξαρτησίας από κάποιους κατακτητές όπως είναι η επέτειος του ΌΧΙ στην Ελλάδα ,η επέτειος του 1821 .
Εμείς στη Κύπρο έχουμε επέτειο του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου και επέτειο της εισβολής στις 20 Ιουλίου.
Πολλοί θα πείτε έχουμε και την επέτειο της ανεξαρτησίας από τους Εγγλέζους, ναι έχουμε και αυτή.
Η επέτειος του πραξικοπήματος δεν ξέρω πως θα περάσει στον πολύ κόσμο , αλλά σίγουρα αυτοί που χάσανε τους αγαπημένους τους αυτή η μέρα θα είναι μαύρη και σκοτεινή
Την επέτειο για την εισβολή ίσως να γίνουν κάποιες κινητοποιήσεις δεν ξέρω και πάλι αυτή η μέρα θα είναι μαύρη και σκοτεινή γι' αυτούς που χάσανε τους αγαπημένους τους .
Οι πρόσφυγες θα ξανακαταραστούν τους υπαίτιους (συνήθως τους πραξικοπηματίες) θα καταραστούν τους ( βρωμότουρκους) και όταν περάσει η μέρα θα περιμένουν τη λύση (όχι όλοι ,μερικοί ίσως να θέλουν τα πράγματα ως έχουν)
Εντωμεταξύ οι Τούρκοι και Τ/Κ θα έχουν τη δική τους επέτειο θα παρελάσουν θα στρίβουν τα μουστάκια τους που κατάφεραν να σκλαβώσουν τη μικρή μισή Κύπρο,την στιγμή που ο δικός τους διαπραγματευτής προσπαθεί μαζί με το δικό μας να βρούνε μια λύση για να συμβιώσουμε όλοι μαζί,τώρα πως οι μισοί θα κλαίνε και οι μισοί θα γελάνε σ' αυτή την επέτειο και συγχρόνως θα αγκαλιαστούμε και θα γίνουμε ένα ,αδελφωμένοι και καλοί γείτονες δεν ξέρω .ΜΑΚΆΡΙ.
Τελικά διερωτώμαι η πρόσφυγας έχουμε επέτειοή  μνημόσυνο?

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Με το βλέμμα στη θάλασσα 3

Τελευταίο
Με ανάμικτα αισθήματα η Λένα άφηνε τους γονείς της ακολουθώντας την καρδιά της ,μετά που τους ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος και θα πάει μαζί με το Δημήτρη να ζήσει οι γονείς της προκειμένου να τη χάσουν τελείως υποχώρησαν και αποφάσισαν να την αφήσουν να ζήση όπως αυτή ήθελε ,τώρα υπήρχε και ένα παιδί ,δεν μπορούσαν να σταθούν αυτοί εμπόδιο.
Η έκπληξη και η χαρά της Λένας ήταν μεγάλη όταν φτάνοντας στο πέτρινο σπίτι ανακάλυψε ότι ο αγαπημένος της το είχε ανακαινίσει και επίσης είχε φτιάξει έναν υπέροχο κήπο με κιόσκι,εκείνο βέβαια που ήταν ασυναγώνιστο ήταν η θέα ,μπροστά από το σπίτι βρισκόταν η καταγάλανη θάλασσα και έτσι όπως ήταν κτισμένο αμφιθεατρικά το σπίτι, έβλεπε η ματιά σου μέχρι εκεί που έφτανε θάλασσα.
Το βράδυ που θα είναι ξεκούραστος και θα καθίσουμε στη βεράντα θα του πω και για το παιδί σκεφτόταν όλο χαρά η Λένα,εκείνο που τη στεναχώρησε ήταν που κανένας δικός του Δημήτρη δεν ήλθε να τους καλωσορίσει ,η αλήθεια είναι ότι δεν γνώρισε ποτέ τους δικούς του ,μόνο μια φορά σε κάποια καφετέρια τότε που ήλθε διακοπές με τους γονείς της, τους πλησίασε ένας νέος και κάτι είπε στο Δημήτρη παράμερα και μετά ήλθαν και οι δυο στη παρέα τους και της τον σύστησε για αδελφό του ,ο οποίος είπε ένα χαίρω πολύ ευγενικά μεν αλλά ψυχρά.
Όταν πια τακτοποίησε τα ρούχα της στη ντουλάπα ετοίμασε κάτι πρόχειρο το έβαλε στο δίσκο και πήγε στη βεράντα όπου την περίμενε ο Δημήτρης ,κάθισε δίπλα του και αφού φάγανε αυτός άναψε ένα τσιγάρο.
Τότε παίρνοντας το χέρι του στα δικά της του είπε να την κοιτάξει στα μάτια γιατί είχε κάτι πολύ σοβαρό να του πει,αυτός γέλασε και της είπε πως κάνει σαν κάτι γκόμενες στα έργα που μετά από αυτό ξεφουρνίζουν μια εγκυμοσύνη, η Λένα ακούγοντας τον να μιλά τόσο κυνικά χλόμιασε και άφησε το χέρι του ,τότε αυτός την άρπαξε από τους ώμους και τη ταρακούνησε ,πες μου ότι δεν είσαι έγκυος πες μου .
Η Λένα βουβάθηκε της ερχόταν λιποθυμία δεν περίμενε τέτοια αντίδραση,τον άκουσε να λέει ότι εγώ δεν θέλω παιδιά εγώ μόνο εσένα και μένα θέλω μέσα σ' αυτό το σπίτι, πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό? τα λόγια του χάθηκα από τα αυτιά της,
όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν στο κρεβάτι και ο Δημήτρης προσπαθούσε να τη συνεφέρει βάζοντας της νερό στο πρόσωπο και τρίβοντας της τα χέρια.

Με συγχωρείς με συγχωρείς αγάπη μου αν σου έβαλα τις φωνές, της έλεγε και θα ορκιζόταν πως είδε τα μάτια του βουρκωμένα αν δεν τον άκουγε στη συνέχεια να της λέει ,δεν πειράζει αγάπη μου σήμερα όλα γίνονται θα κάνεις μια έκτρωση και θα μείνουμε εγώ και εσύ ,κοιμίσου τώρα και αύριο θα το τακτοποιήσουμε,η Λένα δεν απάντησε γύρισε το κεφάλι από την άλλη και άφησε τα δάκρυα να κυλάνε.
Την άλλη μέρα το πρωί του είπε ότι δεν πρόκειται να κάνει έκτρωση και αν αυτός δεν θέλει παιδιά καλύτερα θα ήταν να χωρίσουν τώρα ,το πρώτο χαστούκι ήλθε μαζί με μια βρισιά ,κάνε ότι θες της φώναξες εσύ δεν θα πας πουθενά και αφού το θες τόσο πολύ κράτησε το εσύ θα έχεις την ευθύνη για ότι συμβεί.
Η Λένα εκείνη τη μέρα έκλαψε πολύ ,τον αγαπούσε και δεν μπορούσε να καταλάβει την απότομη αλλαγή του από τη στιγμή που του μίλησε για το παιδί. Οι μέρες κυλούσαν και όταν του μίλησε για τον γάμο που έλεγαν, της είπε καλύτερα να κάνουν πολιτικό με τους γονείς μόνο τους δικούς της και τους δικούς του ,ευκαιρία να τους γνωρίσει κιόλας. Στην ερώτηση της γιατί να μην καλέσουν και τους φίλους του που είχε γνωρίσει το καλοκαίρι αυτός μουρμούρισε κάτι για δουλειές ,σπουδές που είχαν και δεν θα μπορούσαν.
Έτσι μια Κυριακή μαζεύτηκα οι γονεί της οι γονείς του και ο αδελφός του στο Δημαρχείο για να γίνει ο γάμος,οι γονείς της αν και προσπαθούσαν να το κρύψουν είχαν στεναχωρηθεί πολύ ,είχαν άλλα όνειρα για το μοναχοπαίδι τους,οι γονείς του Δημήτρη δυο γλυκύτατοι άνθρωποι την αγκάλιασαν με αγάπη το ίδιο και ο αδελφός του ,μόνο που δεν φαίνονταν ευτυχισμένοι όπως είναι όλοι οι γονείς που παντρεύουν τα παιδιά τους.
Πέρασαν τρεις μήνες από τη μέρα που ήλθαν σ' αυτό το σπίτι και η Λένα ήταν ήδη στον πέμπτο μήνα και πολύ μόνη κανένας δεν ερχόταν στο σπίτι τους δυο φορές μόνο ήλθαν οι γονείς του Δημήτρη και η Λένα πρόσεξε πως όταν αυτή έφευγε από κοντά τους για να φέρει κάτι να τους κεράσει ενώ όλα έδειχναν μια χαρά μόλις επέστρεφε οι γονείς του ετοιμάζονταν να φύγουν ,ο δεν Δημήτρης δεν πήγαινε πουθενά μαζί της ,αρνιόταν να την πάει μια βόλτα το απογευματάκι και την έβαλε να του υποσχεθεί ,ότι άμα αυτός λείπει στη δουλειά αυτή δεν θα γυρνάει γιατί αυτός ανησυχεί.
Η Λένα ήταν δυστυχισμένη ο Δημήτρης εκεί που ήταν όλο γλύκες ξαφνικά κοιτούσε τη κοιλιά της όλο μίσος και δεν ήταν λίγες οι φορές που της είπε πως ήταν λάθος να κάνουν παιδί και μια μέρα αυτή θα το μετανοιώσει,πολλές φορές η Λένα καθόταν στη βεράντα με το βλέμμα στη θάλασσα αυτό μόνο την ηρεμούσε ,εκείνη τη μέρα κατέβηκε στο υπόγειο ,κάτι που της απαγόρευσε ο Δημήτρης να κάνει ,κατέβηκε προσεκτικά τη πέτρινη σκάλα και της έκανε εντύπωση το πόσο τακτοποιημένο ήταν λες και κάποιος το καθάριζε συχνά ,βέβαια τα βράδια άκουγε τον άνδρα της που κατέβαινε αλλά νόμιζε ότι κάτι θα μαστόρευε.
Προσεκτικά η Λένα άρχισε να ανοίγει διάφορα κουτιά όπου έβρισκε εργαλεία ,βρήκε και μερικές εγκυκλοπαίδειες και απόρησε που δεν τις είχαν πάνω ,έτσι θα διάβαζε κιόλας,άρχισε να βαριέται όταν είδε ένα παλιό γραφείο πήγε κάθισε στη καρέκλα που υπήρχε και άνοιξε το πρώτο συρτάρι εκεί βρήκε ένα κουτί ασπιρίνες και καθώς ετοιμαζόταν να το κλείσει κύλησε ένα μπουκαλάκι και το πήρε στα χέρια της ,μα αυτά είναι χάπια για σχιζοφρένεια ,ίσως είναι παλιά ,ξεχασμένα από άλλους που έμεναν εδώ ,κοίταξε την ημερομηνία και τρόμαξε ,τα χάπια έληγαν σε ένα χρόνο τράβηξε το συρτάρι και τότε είδε άλλα δυο κουτιά καθώς και άλλα για κατάθλιψη .
Η Λένα έφερε το χέρι στη κοιλιά δεν μπορεί δεν είναι δυνατόν με τρεμάμενα χέρια άνοιξε και το δεύτερο συρτάρι εκεί βρήκε χαρτιά, ιατρικά χαρτιά και συνταγές με το όνομα του Δημήτρη πάνω, η ίδια παρακολούθησε ένα χρόνο ιατρική είχε διαβάσει είχε συζητήσει πολλές φορές με τον πατέρα της γι' αυτές τις ασθένειες. Έτρεξε σαν τρελή πάνω έριξε νερό στο πρόσωπο της και πήρε το γυναικολόγο τηλέφωνο τον ρώτησε τι επιπτώσεις θα έχει στο έμβρυο αν ο πατέρας έπαιρνε αυτά τα χάπια καθημερινά ,τώρα ήταν σίγουρη ο Δημήτρης έπαιρνε κάθε μέρα αυτά τα βαριά μορφής χάπια .
Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα ένας Δημήτρης εντελώς αγνώριστος με τις γροθιές σηκωμένες, θα με σκοτώσει σκέφτηκε η Λένα θεέ μου θα με σκοτώσει,σου είχα πει να μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου στο υπόγειο ,μα δεν πήγα απάντησε η Λένα και απορώντας από που το κατάλαβε, αφού τώρα μπήκε μέσα .Την άρπαξε και τη έσυρε στο σαλόνι, σχεδόν την πέταξε πάνω στον καναπέ, η Λένα ένιωσε τον πρώτο πόνο στη κοιλιά ,αυτός της έβαλε μπροστά στα μάτια ένα ντι βι ντι και μετά το έβαλε να παίξει, η Λένα του είπε ότι πονάει πολύ ,αλλά αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά και την έβαλε να κοιτά την τηλεόραση και τότε μέσα στα δάκρυα και τη θολούρα που ένιωθε είδε τον εαυτό της να κατεβαίνει στο υπόγειο και μετά να ανεβαίνει ,να πηγαίνει να ρίχνει νερό στο πρόσωπο της και όλες τις κινήσεις που έκανε μέσα στο σπίτι.
Σε παρακαλώ πονάω του έλεγε πήγαινε με στο γιατρό ,ο Δημήτρης είχε χάσει κάθε έλεγχο άρχισε να γελάει δυνατά άγρια, έτρεξε και έκλεισε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα ,η Λένα δεν μπορούσε πια να κουνηθεί από τους πόνους ,προσπάθησε να πάρει το τηλέφωνο που ήταν δίπλα στο τραπεζάκι αλλά της το άρπαξε και το πέταξε απέναντι στο τοίχο.
Της μύρισε βενζίνη της ερχόταν εμετός ένιωθε να χάνετε, το αίμα κυλούσε ανάμεσα στα πόδια της και μια ζέστη αφόρητη ερχόταν καταπάνω της και το γέλιο του Δημήτρη έγινε λυγμός κατηγορώνταςτην πως αυτή φταίει για όλα και τώρα πρέπει να πληρώσει.
Ξύπνησε σε ένα δωμάτιο και είδε κάποια θολή φιγούρα να της μιλά ,Λένα Λένα άνοιξε τα μάτια σου εγώ είμαι ο Στέφανος ,η Λένα ξανάκλεισε τα μάτια και μετά όταν τα ξανάνοιξε το πέπλο που τα σκέπαζε έφυγε ,είδε τη μητέρα της και το Στέφανο να την κοιτάνε όλο αγωνία ,που είμαι?τι έγινε ? Ησύχασε κορίτσι μου θα γίνεις καλά όλα θα γίνουν καλά ,η Λένα έφερε το ένα χέρι στη κοιλιά και έβγαλε μια πνιχτή φωνή ,σιγά σιγά άρχισε να θυμάται ο Δημήτρης? Αργότερα Λένα αργότερα θα τα πούμε όλα, η νοσοκόμα που μπήκε εκείνη τη στιγμή στο θάλαμο της έβαλε μια ένεση και η Λένα ξανακοιμήθηκε.Η Λένα χτένισε τα μακρυά καστανά μαλλιά της και πήγε στη κουζίνα , μητέρα της τη κοίταξε και τη καλημέρισε ,η Λένα της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μετά αγκάλιασε τον πατέρα της που εκείνη τη στιγμή κοιτούσε ένα ιατρικό περιοδικό του το πήρε από τα χέρια και το έβαλε στη τσάντα της .Είχε περάσει ενάμιση χρόνος από το συμβάν η Λένα άλλαξε πρόσωπο ,η πυρκαγιά της είχε κάνει σοβαρά εγκαύματα αν δεν έβλεπε τη φωτιά ένας βαρκάρης και να ειδοποιήσει αλλά και να τρέξει και ο ίδιος με κίνδυνο τη ζωή του η Λένα θα ήταν νεκρή όπως και ο Δημήτρης και το παιδί της.
Ο Στέφανος τη πήγε στην Αμερική και μετά από πολλές επεμβάσεις η Λένα έγινε καλά, το μόνο που μπορούσες να την αναγνωρίσεις αν την ήξερες από πριν ήταν τα όμορφα της μάτια και τα υπέροχα μαλλιά που δεν πρόλαβαν να καούν όλα.
Η Λένα τέλειωσε την ιατρική και ο Στέφανος είχε γυρίσει στην Ελλάδα όπου και άνοιξε δική του κλινική, τα χρόνια πέρασαν αλλά η Λένα δεν έλεγε να ενδώσει στον έρωτα του. Και τώρα που κατάλαβε ότι πραγματικά τον αγαπά και θέλει να ζήσει μαζί του σαν γυναίκα του θέλησε να έλθει εδώ να κλείσει για πάντα τις πληγές που την βασάνιζαν κάθε βράδυ να απαλλαγεί από την τρέλα του Δημήτρη και τις ενοχές που δεν μπόρεσε να καταλάβει τη ψυχολογία του από την αρχή,να θρηνήσει το αγέννητο παιδί της,να πετάξει μια και καλή το παρελθόν και να μπορέσει να κοιτάξει ξανά τη θάλασσα με βλέμμα γαλήνιο όπως τον πρώτο καιρό .


ΤΕΛΟΣ


Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Με το βλέμμα στη θάλασσα 2

Μέρος δεύτερο
Εκείνο το πρωινό η Λένα ξύπνησε και τεντώθηκε μέσα στα σεντόνια της, χωρίς καμιά βιασύνη κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο , χασμουρήθηκε και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Μπορεί να ήταν Δευτέρα, αλλά αυτή η Δευτέρα ήταν διαφορετική ,από σήμερα επιτέλους άρχιζαν οι διακοπές της,τα αποτελέσματα από τις πανελλήνιες εξετάσεις είχαν βγει και ήξερε ότι από το Σεμπτέβρη θα άρχιζε τα μαθήματα στη σχολή που ήθελε.
Ο πατέρας της ήταν γιατρός και πάντα είχε κρυφή επιθυμία η μοναχοκόρη του να ακολουθουθήση το επάγγελμα του,παρόλα αυτά ποτέ δεν είπε κάτι στη κόρη του,δεν ήθελε να την επηρεάσει σε κάτι που πιθανόν δεν ήταν και δικό της όνειρο.
Η Λένα πάλι έβλεπε τον πατέρα της με πόση αγάπη εξασκούσε το επάγγελμα του και πόσο βοηθούσε τους ανθρώπους είτε ήταν φτωχοί και δεν είχαν να τον πληρώσουν ,είτε ήταν πλούσιοι.
Έτσι αποφάσισε χωρίς καμιά πίεση να γίνει μια μέρα γιατρός, τώρα ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε,το πρώτο βήμα έγινε και με τη νέα χρονιά θα ήταν φοιτήτρια ιατρικής και μάλιστα στην Αθήνα ,έτσι δεν θα αποχωριζόταν και τους γονείς της που μόνο αυτήν είχαν, αλλά για να το πετύχει αυτό ξημεροβραδιαζόταν διαβάζοντας.

Τώρα μετά απ΄'όλα αυτά, διαβάσματα, ξενύχτια αγωνίες,ήλθε και η ώρα για ξεκούραση, ο πατέρας της πήρε άδεια από το ιατρείο του δεκαπέντε μέρες και έκλεισε ένα μικρό σπιτάκι για όλο το Καλοκαίρι σε μια μικρή παραθαλάσσια επαρχιακή κωμόπολη.

Τις πρώτες δεκαπέντε μέρες θα έμενε μαζί τους και τον υπόλοιπο καιρό θα ερχόταν τα Σαββατοκύριακα

Έτσι μάζεψαν τα πράγματα τους και πήγαν στο εξοχικό που είχαν νοικιάσει.Το σπίτι ήταν πολύ όμορφο με βεράντες και ένα μικρό κήπο ,υπήρχαν άλλα τέσσερα στη σειρά σχεδόν τα ίδια. Μόλις έφτασαν άδειασαν τις βαλίτσες τους, έβαλαν στο ψυγείο και στα ντουλάπια τα τρόφιμα που έφεραν για τις πρώτες μέρες μέχρι να βολευτούν.

Μόλις τέλειωσαν το τακτοποίημα η Λένα φόρεσε το μαγιό της και έτρεξε στη θάλασσα που ήταν στα διακόσια μέτρα από το σπίτι,η δε μητέρα της της φώναζε να προσέχει γιατί δεν ξέρουμε τα νερά εδώ ,πρόσεχε παιδί μου !!.Καλά μητέρα θα προσέχω.
Η Λένα με το που έφτασε στη παραλία άφησε τη τσάντα στη σκιά μιας ομπρέλας και για μια στιγμή διερωτήθηκε μήπως είναι άλλου ο χώρος ,αλλά ρίχνοντας μια ματιά γύρω διαπίστωσε πως υπήρχαν κι' άλλες άδειες και μόνο δυο παρέες ήταν λίγο πιο μπροστά από αυτήν ,έτσι ησήχασε ότι κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν, πέρασε δίπλα από τις παρέες που αν και καθόντουσαν σε ξεχωριστές ομπρέλες κουβέντιαζαν όλοι μαζί .
Μπήκε μέσα στη θάλασσα που αν και λίγο κρύα δεν της έκανε καρδιά να βγει έξω ,σιγά σιγά ΄η παραλία άρχισε να γεμίζει κόσμο ,οι πιο πολλοί ήταν με παρέες,άρχισε να κρυώνει και αποφάσισε να βγει να σκουπιστεί και να πάει σπίτι ,είχε αρχίσει να νοιώθει άβολα που ήταν μόνη της και όλοι οι άλλοι είχαν τις παρέες της.
Βγήκε τρέμοντας από το κρύο και περνώντας μπροστά από τις δυο παρέες που είχε βρει εκεί ,τρία κορίτσια και δυο αγόρια περίπου στην ηλικία της φταρνίστηκε ,τώρα βρήκε να με πιάσει το αλλεργικό μου είπε από μέσα της,γείτσες άκουσε κάποιον να λέει,γύρισε το κεφάλι και συνάντησε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που είχε δει στη ζωή της, ευχαριστώ απάντησε και προχώρησε ,έπιασε τη πετσέτα της και τη τύλιξε πάνω της τρέμοντας .
Σκέφτηκε να κάτσει λίγο στον ήλιο να ζεσταθεί όταν είδε δυο αγόρια γύρω στα οκτώ να λένε με παράπονο στους γονείς τους ,δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη ομπρέλα
,η Λένα ένιωσε ακόμα πιο άβολα σηκώθηκε μάζεψε τη τσάντα της και έκανε να φύγει, η μητέρα των παιδιών κατάλαβε τι έγινε και πήγε να της πει πως δεν χρειαζόταν να φύγει γι' αυτούς αλλά την ίδια στιγμή ο νεαρός με τα πράσινα μάτια που παρακολουθούσε τη σκηνή την παρακάλεσε αν ήθελε να πάει στη δική τους παρέα για να γνωριστούν.
Η Λένα τον ευχαρίστησε και είπε πως έπρεπε να φύγει ,μέσα της όμως ήθελε να μείνει να τον γνωρίσει ,αλλά η απερισκεψία της να μπει μέσα στο νερό και τώρα να νιώθει ρίγη την έκαναν να θέλει να πάει σπίτι να βγάλει τα βρεγμένα αμέσως.
Εξάλλου τώρα κατάλαβε γιατί δεν ήταν κανείς εκείνη την ώρα μέσα στη θάλασσα ,ήταν νωρίς και ακόμη ήταν παγωμένη .
Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα και η Λένα γνώρισε και τις δυο παρέες που πρωτοείδε στη θάλασσα ,εδώ και ένα μήνα σχεδόν κάθε μέρα ήταν μαζί ,αν και Λένα είχε μάτια μόνο για τον Δημήτρη με τα πράσινα μάτια ,αλλά και αυτός δεν πήγαινε πίσω έδειχνε με χίλιους δυο τρόπους το ενδιαφέρον του ,μια μέρα μάλιστα η μητέρα της κάλεσε όλα τα παιδιά και τους έκανε το τραπέζι ήταν Σάββατο και ήταν και ο πατέρας της Λένας εκεί,η μητέρα της ήθελε να δει με τι ανθρώπους κάνει παρέα η κόρη της, όχι ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στο παιδί της αλλά είχε μάθει που όλα αυτά τα χρόνια ήξερε όλα τα παιδιά που συναναστρεφόταν η κόρη της που σκέφτηκε να γνωρίσει και τους καινούργιους φίλους της κόρης τους ,έτσι διάλεξε το Σάββατο που θα ήταν και ο σύζυγος της ,μια γνώμη παραπάνω και μάλιστα του πατέρα θα ήταν καλύτερα ,εξάλλου ο σύζυγος της είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τους ανθρώπους είτε ήταν νέοι ,είτε ήταν κάποιας ηλικίας.
Ένας συνάδελφος του πατέρα της έφερε την οικογένεια του εκεί και πηγαινοερχόταν και αυτός τα Σαββατοκύριακα έτσι οι δυο γυναίκες κάνανε παρέα αφού ήδη γνωρίζονταν από παλιά η δεκάχρονη κόρη τους βρήκε κάποια παιδιά της ηλικίας της δίπλα από το σπίτι που νοίκιαζαν και καμιά φορά πήγαινε με τη Λένα στη θάλασσα ,η μικρή εκμυστηρεύτηκε στη Λένα ότι το επόμενο Σάββατο θα ερχόταν και ο αδελφός της που τώρα είχε πάει στους παππούδες του από τη μητέρα του η οποία είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν δυο χρονών.
Η Λένα χάρηκε ,τον ήξερε τον Στέφανο ,ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος και σπούδαζε στην Αμερική γιατρός ,τον είχαν πάρει τα αδέλφια της μητέρας του εκεί μόλις τελείωσε το λύκειο για να σπουδάσει και να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η κυρία Αμαλία η μητριά του ,τι μητριά δηλαδή? αυτή τον μεγάλωσε και τον είχε μη βρέξει και μη στάξει ποτέ δεν τον ξεχώρισε από το δικό της παιδί ,αφού δεν σκεφτόταν να κάνει άλλο παιδί ,η Χαρά ήλθε αργότερα .
Εντωμεταξύ η Λένα συνέχιζε να κάνει παρέα με τον Δημήτρη που τώρα πια μετά από δυο μήνες άνοιξαν τη νεανική τους καρδιά και έβαλε ο ένας τον άλλο μέσα ,πολλές φορές προτιμούσαν να είναι μόνοι τους να χαίρονται ο ένας τον άλλο ,έτσι απομονώνονταν στην άλλη παραλία πίσω από το βουναλάκι που ο Δημήτρης είχε ένα πέτρινο σπίτι που το άφησε ο παππούς του κληρονομιά σ' αυτόν.
Το Σαββάτο έφτασε και μαζί με τον πατέρα της και τον κύριο Κώστα έφτασε και ο Στέφανος τον οποίο η Λένα είχε να τον δει τρία χρόνια ,ο Στέφανος ήταν ψηλός όμορφος με όμορφα μάτια καστανά που πάντα όταν σου μιλούσε σε κοιτούσε ίσια στα μάτια .Του άπλωσε το χέρι και για πρώτη φορά τον είδε να δειλιάζει και να αποφεύγει το βλέμμα της.
Η μητέρα του ήταν μες τη τρελή χαρά τον αγκάλιαζε τον φιλούσε ,αλλά και αυτός δεν έλεγε να την αφήσει την κρατούσε στοργικά από τους ώμους και έτσι όπως ήταν μικροσκοπική χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του.
Την Κυριακή το μεσημέρι η κυρία Αμαλία τους κάλεσε όλους για φαγητό να τα πούνε και τα παιδιά είπε,έτσι μέχρι να έλθει η ώρα του φαγητού η Λένα έβαλε ένα σορτσάκι και πήγε στη παραλία να βρει τον Δημήτρη και να του πει πως το απόγευμα δεν θα τον συναντούσε γιατί θα έβγαινε με ένα φίλο ,του εξήγησε για τη φιλία που έδενε τις δυο οικογένειες ,αλλά πρόσεξε ότι ο Δημήτρης είχε κατσουφιάσει και προσπαθούσε να την αποτρέψει να βγει με τον Αθηναίο φίλο της.
Μετά από κάμποση ώρα που σχεδόν πέρασε χωρίς να μιλούν η Λένα καταστενοχωρημένη του έδωσε ένα πεταχτό φιλί αλλά αυτός την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε όλο πάθος ζητώντας της συγνώμη που τη στενοχώρησε.
Το Καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει και οι διακοπές επίσης, η Λένα δεν στενοχωριόταν και τόσο γιατί ο Δημήτρης ούτως ή άλλως θα ερχόταν στην Αθήνα για να δουλέψει σε μια μεγάλη εταιρεία που είχε ο νονός του ,όταν τον ρώτησε πότε θα πάει στρατιώτης της είπε αόριστα ,αργότερα και εκοψε την κουβέντα απότομα.
Ο Στέφανος αν και χαιρόταν να βλέπει τη Λένα κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι τους ή με άλλους συνέχιζε να αποφεύγει να την κοιτάξει στα μάτια.
Ο Σεπτέμβρης έφτασε και η Λένα τώρα άρχιζε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή της όλη τη βδομάδα πήγαινε στη σχολή και τα Σαββατοκύριακα βρισκόταν με τον Δημήτρη ο οποίος της παραπονιόταν ότι θα ήθελε να βρίσκονταν και καθημερινές ,μάλιστα της είπε να νοικιάσουν σπίτι και να μένουν μαζί και πως δεν άντεχε ούτε λεπτό μακρυά της,η Λένα προσπαθούσε να τον λογικεύσει αν και ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του που μέσα της της άρεσε αυτή η ιδέα.
Το πρώτο εξάμηνο τα πήγε πολύ καλά στη σχολή στο δεύτερο έμεινε σχεδόν τα μισά μαθήματα έχανε εργαστήρια ,τσακωνόταν με τους γονείς της που δεν συμφωνούσαν να πάει να νοικιάσει σπίτι και να μείνει μαζί με τον Δημήτρη ,έβλεπαν πως αυτός ο άνθρωπος την επηρέαζε άσχημα.
Η πρώτη χρονιά πέρασε δύσκολα η Λένα έχασε πολλά μαθήματα και έλεγε να τα παρατήσει ,κάτι που τη παρότρυνε και ο Δημήτρης ο οποίος για άγνωστους λόγους παράτησε τη δουλειά και της πρότεινε να πάνε να ζήσουν στο πέτρινο σπίτι που του άφησε ο παππούς του . Αυτό της Λένας της φάνηκε πολύ τολμηρό ,εντωμεταξύ οι γονείς της της είπαν να τον χωρίσει και ότι θα είναι η καταστροφή της.
Η Λένα πήρε την απόφαση της τώρα πια, δεν υπήρχε γυρισμός θα πήγαινε μαζί με τον Δημήτρη η ίδια έβλεπε έναν τρυφερό άντρα που την αγαπούσε και μάλιστα θεωρούσε τους γονείς της υπεύθυνους που άφησε τη δουλειά του γιατί ήθελαν να τους χωρίσουν. Όταν θα πήγαιναν να ζήσουν στη κωμόπολη του κοντά στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε θα του έλεγε και για το μωρό που περίμενε ,ναι θα ζούσε με τον αγαπημένο της ,αυτός θα πήγαινε στα κτήματα και θα είχαν έσοδα από τα δωμάτια που νοίκιαζε μαζί με τον αδελφό του. Όλα θα γίνονταν όπως ήθελε αυτός ,η ίδια δεν έβλεπε τίποτα κακό σε αυτό το μέλλον.
Στο επόμενο το τέλος.