Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Η ψήφος

Έχει καιρό  να γκρινιάξω πάνω στο συγκεκριμένο θέμα γιατί ημήσιη μου ( τάχα) μου είμαι σοβαρό πλάσμα :) και δέχομαι πράγματα  ΤΑΧΑ μου από σοβαρούς ανθρώπους στη Κύπρο που είναι  στις κυβερνήσεις και φτιάχνουν νόμους σχετικά με το ποιος  έχει δικαίωμα να ψηφίζει εκεί,στη Κύπρο.
 Ε  ποιος έχει αυτό το δικαίωμα; όσοι μένουν στη Κύπρο και έχουν κυπριακή υπηκοότητα, εντάξει δεν θέλω και παπά να μου το πει αυτό.
 Οι άλλοι που μένουν εξωτερικό ; ποιοι ψηφίζουν από αυτούς; ΄Μα όσοι έχουν εκλογικό βιβλιάριο και φυσικά κυπριακή υπηκοότητα και αυτό κατανοητό , παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί στη Κύπρο αλλά έχουν ΚΑΙ τη κυπριακή υπηκοότητα αλλά μένουν μόνιμα εξωτερικό μπορούν να ψηφίσουν και να αποφασίσουν μαζί με όλους τους άλλους για το ποιος είναι ικανός να κυβερνήσει τη πατρίδα σου και αυτό δεκτό.Εγώ ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί να μην μπορώ και εγώ σαν κύπρια που γεννήθηκε στη Κύπρο μεγάλωσε ,δούλεψε έγινε πρόσφυγας και είκοσι χρονών έφυγα για την Ελλάδα ,αλλά δεν είχα προλάβει να βγάλω εκλογικό βιβλιάριο ,ΓΙΑΤΙ να μην μπορώ να βγάλω τώρα και να ψηφίζω αν θέλω στη πατρίδα μου ,όχι τίποτε άλλο αλλά είναι και το γαμώ το ,δηλαδή να σου στερούν αυτό το δικαίωμα με το έτσι θέλω .Δηλαδή αν δεν έπαιρνα την Ελληνική υπηκοότητα αλλά έμενα Ελλάδα θα ήμουν ένα  άτομο που δεν θα ψήφιζε; κάτι σαν τους φυλακισμένους;Μπράβο μου!!!
  Όχι τίποτε άλλο, αλλά με πειράζει πολύ  για το δημοψήφισμα  αν γίνει ποτέ!

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Ιδιοτρπίες δικές μου ...μπορεί και δικές σας.

Ιδιοτροπίες έχουν όλοι οι άνθρωποι ,έτσι και εγώ έχω τις δικές μου οι οποίες λέω τώρα εγώ δεν είναι από αυτές που ενοχλούν τους άλλους,δηλαδή δεν θα κάνω ιδιοτροπία για να ενοχλήσω και να χαλάσω τον άλλον που θα είναι μαζί μου.
  Όταν πάω στο σούπερ μάρκετ δεν θέλω να μου βάλουν το κοτόπουλο μαζί με άλλα ψώνια π.χ το γάλα  τα τυριά και ότι δεν θα μαγειρευτεί,βασικά το θέλω μόνο του.
Τα απορρυπαντικά δεν θέλω να μου τα βάζουν με κανένα άλλο πράγμα που έχω ψωνίσει.
Θα μου πείτε βάλτα τα μόνη σου ,μόνη μου τα βάζω αλλά καμιά φορά τα αρπάζει και η κοπέλα του ταμείου και τα χώνει στις τσάντες όπως νάνε,το κοτόπουλο ειδικά τους το λέω κατάμουτρα ότι δεν πρέπει να είναι μαζί με το γάλα και τα άλλα τρόφιμα . 
 Σήμερα άρπαξε το γάλα και την οδοντόκρεμα και ετοιμαζόταν ΠΑΛΙ να τα βάλει μαζί με το κοτόπουλο ,ΤΑ ΘΕΛΩ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ της είπα με κοίταξε και μου είπε εντάξει μου το έχει ξανακάνει,μα θέλει πού μυαλό ότι πρέπει το ωμό κοτόπουλο να είναι μόνο στου στη τσάντα;
 Στο φούρνο τώρα πηγαίνει να πάρεις ψωμί πιάνουν όλα τα λεφτά  στα χέρια τους που πόσοι τα έχουν καταφτύσει τα χαρτονομίσματα και μετά αρπάζουν και το ψωμί και αν είναι να το τυλίξουν φτύνουν και το χέρι τους για να πιάσουν το χαρτί και μετά φάτο εσύ!! Ε ποτέ. 
  Τώρα θα μου πείτε ότι είμαι παράξενη και ιδιότροπη ε μπορεί να φταίει που είμαι και με μια χαζοίωση και ιδιοτρόπεψα,αλλά συχαίνομαι πραγματικά όταν μου το κάνουν αυτό.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Μνήμες σκόρπιες

Το Φθινόπωρο  μπήκε για τα καλά , βρέχει κάνει και λίγο κρύο,ήδη οι πυτζάμες φορέθηκαν  καθώς και η κουβέρτα .
 Οι φόρμες φορέθηκαν και πάνε οι βερμούδες ,το Φθινόπωρο μου θυμίζει,  μάλλον  δεν μου θυμίζει γιατί για να θυμηθείς κάτι πρέπει να το ξεχάσεις ,καλύτερα μου φέρνει πιο έντονα  στο μυαλό το χωριό  μου.
  Θυμάμαι που αγοράζαμε τα πρώτα χειμωνιάτικα πράγματα ,όπως τις παντόφλες τις χειμωνιάτικες τις κλειστές συνήθως ήταν καρώ με γουνάκι γύρω γύρω,Η Μάνα μου μου έραβε και πυτζάμες φανελένιες .Οι πρώτες βροχές μύριζαν χώμα ,που και που σχηματίζονταν μικρές λιμνούλες (λάντες ) που αργότερα το χειμώνα πάγωναν και  μου άρεσε να πιέζω με τη μύτη του παπουτσιού  μου χωρίς να βραχεί το πόδι,(κομματάκι δύσκολο) γιατί τα έκανα μούσκεμα.
  Τι κάθομαι και θυμάμαι ,θα πει κανείς ότι δεν έχω άλλες έννοιες  ,δεν βαριέσαι ξεφεύγει λίγο το μυαλό.
 Δεν ξέρω πως νιώθουν τη μυρωδιά οι καινούριοι ένοικοι του χωριού μου που κακά τα ψέματα έχουν παλιώσει πιο πολύ από εμένα εκεί.Ο πρόεδρος λέει ότι λύση χωρίς επιστροφή της Μόρφου δεν γίνετε,ίσως προλάβω και κάποτε ξαναμυρίσω τη πρώτη βροχή όπως παλιά ξαναδώ τις στάλες  να πέφτουν από τις πορτοκαλιές και να λάμπουν τα φύλλα όταν ξεπροβάλλει ο ήλιος ,ακόμα μπορεί να ξαναπιέσω με τη μύτη του παπουτσιού μου τη παγωμένη λιμνούλα,εδώ που τα λέμε και ξυπόλυτη θα τη πίεζα φτάνει να ήμουν εκεί.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Και κοίτα να δεις τώρα που με έπιασε.... το πατριωτικό;

Έχω  καιρό να γράψω  και η αλήθεια δεν έχω και πολλά ή μπορεί να έχω αλλά κάτι με κρατά  και να μη ξέρω τι να πρωτογράψω, δηλαδή να είναι μπερδεμένα μέσα μου,ίσως είμαι σαν το Φθινόπωρο που είναι η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στο Καλοκαίρι και το Χειμώνα  που μας προετοιμάζει από τη ζέστη στο κρύο. Μπορεί!.
   Σε πολλά κυπριακά μπλογκ διάβασα για τα 50 χρόνια  από την Ανεξαρτησία  της Κύπρου άλλοι  υμνούν αυτή τη μέρα  και δείχνουν να χαίρονται  και άλλοι  δείχνουν μια δυσφορία για το (μέγεθος) της χαράς αυτής. Επίσης σχολιάζουν και κάποια δήλωση του προέδρου τις μέρες αυτές που  όπως λένε αναφέρθηκε στα γεγονότα του 1974 και λίγο πολύ εξίσωσε την τούρκικη εισβολή με το πραξικόπημα της Ελλάδος εναντίον του Μακαρίου .
   Υπάρχει μια κόντρα  ,άλλοι τον κατακρίνουν και άλλοι τον επικρίνουν. Εγώ σαν κύπρια και πρόσφυγας έχω ανάμικτα αισθήματα .Θεωρώ την τότε κυβέρνηση της Ελλάδας την χούντα υπεύθυνη για ότι έκανε, την κατηγορώ και θεωρώ ότι μας πρόδωσε εμάς τους κύπριους ΑΛΛΑ το ίδιο κατηγορώ και θεωρώ υπεύθυνους  με τη χούντα και τους  Έλληνες της Κύπρου που συνεργάστηκαν και πούλησαν την ΙΔΙΑ τους τη πατρίδα.Αυτά για ΤΟΤΕ  από τότε άλλαξαν πολλές κυβερνήσεις στην Ελλάδα και όλες από κει και πέρα είχαν και έχουν καλές σχέσεις με τις εκάστοτε κυβερνήσεις της Κύπρου. Και θεωρώ ότι  για την Ελλάδα πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι από μεριάς Κύπρου(δεν λέω ότι πρέπει να  πηδήξει η Ελλάδα τη Κύπρο )Αλλά από τη στιγμή που η Κύπρος θέλει και χρειάζεται τη συμπαράσταση τη; Ελλάδας πρέπει να ηρεμήσουν τα πνεύματα .
   Η Τουρκία έκανε εισβολή μας πήδηξε κανονικά ,της άρεσε και έμεινε  και κάνει ότι θέλει μας ατίμασε μας έδιωξε και δεν θέλει να μας βλέπει μπροστά της όπως και εμείς (εγώ τουλάχιστον) δεν έχουμε καλές σχέσεις και με την εισβολή της χάλασε και τις όποιες καλές σχέσεις είχαμε με τους τουρκοκύπριους δηλαδή τους άλλους κύπριους που συγκατηκούσαμε στην ίδια χώρα ,η Τουρκία τράβηξε γραμμή,μια πράσινη γραμμή όπως οι πράσινες πορτοκαλιές της Μόρφου της Κερύνειας και της Αμμοχώστου ,μόνο που τις πήρε από τη μεριά της και εμάς μας άφησε να χάσκουμε πίσω από τη πράσινη γραμμή(που να πρασινίσουν τα μούτρα τους) Τους Τούρκους τους θεωρώ εισβολείς και ότι χειρότερο ,ας μου πει κάποιος γιατί να τους θέλω και να τους θεωρώ φίλους ( ε η κουφή να τους φιλήσει) κουφή= φίδι(για τους ελλαδίτες η εξήγηση) ήρθαν και δεν λένε να φύγουν και μιλώ για τη Τουρκία όχι για τους τουρκοκύπριους τούτοι είναι θύματα σαν εμάς .
 Φταίξαμε  θέλανε τη μητέρα Ελλάδα οι ελληνοκύπριοι  ,θέλανε τη μητέρα Τουρκία οι τουρκοκύπριοι.
  Ε γαμώ τες μανάδες σας και τις μεν και τις δε που εχαντακώσανε την κόρη!!!! και θυμηθήκαμε εμείς τώρα ότι είμαστε ανεξάρτητοι πενήντα χρόνια ,μα που ποιους; Έχουμε δημοκρατία Αλίμονο και αν δεν είχαμε!! τούτος ο τόπος όμως πόσο ανεξάρτητος είναι ; ΠΟΣΟ;;;;;; ο μισός;  και ο άλλος μισός κορμιά  πεταμένα που περιμένουν αναγνώριση; κορμιά από τη  ( εισβολέα Ελλάδα;;;; )που ΄τα έστειλε για να βοηθήσει ΕΜΑΣ; τους κύπριους;
 


 
 

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό Τελευταίο

H  κυρά Μαρίκα πήρε μια  βαθιά ανάσα και σηκώθηκε αφήνοντας τον καφέ στη μέση,η ώρα είχε περάσει και ήδη είχε ξημερώσει την είχαν παρασύρει οι αναμνήσεις της και ούτε που κατάλαβε τη Χάιδω που ήταν στην αυλή και έδιωχνε ένα σκυλί που γυρόφερνε.
  Φώναξε το κορίτσι και της είπε να ετοιμαστεί γιατί σήμερα θα πήγαινε να κρατήσει συντροφιά στην ανιψιά της μια και η μαμά της θα πήγαινε για μια δουλειά και γιατί δεν έρχεται εδώ για να  μπορέσω να σας βοηθήσω και στις δουλειές ; ρώτησε η Χάιδω ,γιατί θα λείψω και εγώ και εν πάσι περιπτώσει κάνε αυτό που σου λέω δεν έχω ώρα για εξηγήσεις,ο Ανέστης ας βολευτεί μόνος του θα του αφήσω και φαΐ,σπίτι θα γυρίσεις όταν γυρίσω και εγώ εντάξει; εντάξει αποκρίθηκε το κορίτσι και πήγε να πάρει ένα κέντημα που το είχε αρχίσει εδώ και μέρες για να απασχοληθεί λίγο εκεί που θα πήγαινε γιατί σίγουρα η κυρά Φρόσω δεν θα άφηνε δουλειές για να κάνει η Χάιδω.
  Οι δυο αδελφές μπήκαν στο λεωφορείο και κάθισαν δίπλα δίπλα  .Στη πραγματικότητα οι δυο γυναίκες δεν ήταν αδελφές αλλά φίλες όμως ήταν τόσο αγαπημένες που από μόνες τους βαφτίστηκαν αδελφές αφού για κάμποσα χρόνια η  Μαρίκα ζούσε σχεδόν στο σπίτι της Φρόσως.
  Λοιπόν ; τι θα του πεις; ρώτησε η Φρόσω ,δεν ξέρω απάντησε η Μαρίκα ,όμως έτσι που ήλθαν τα πράγματα  πρέπει να δώσω κάποιες εξηγήσεις και να ξεχάσει το προξενιό ! χα το προξενιό σχεδόν κάγχασε η Φρόσω ,μα τι σου ήλθε; τρελάθηκες τελείως; και για να ξέρεις ο μόνος λόγος που δέχτηκα να γίνουν όλα αυτά στο σπίτι μου ,ήταν για να δω τι θα του έλεγες και να είσαι σίγουρη πως αν το προχωρούσες εγώ στο ορκίζομαι θα μιλούσα ,δεν μπορείς να κρατάς  το παιδί σου στο σκοτάδι ,έχει δικαίωμα να μάθει το ίδιο και ο Θανάσης,αδελφούλα μου καλή, έχεις και εσύ δικαίωμα στην ευτυχία πρέπει και εσύ να βρεις γαλήνη.
  Η κυρά  Μαρίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο έτσι όπως περνούσαν από μπροστά της τα ελαιόδεντρα που ήταν στη σειρά το μυαλό της πήγε να ταξιδεύει  πριν 25 χρόνια τότε που γνώρισε τον Θανάση  και τον αγάπησε τότε που του δόθηκε  ,τότε που η μητέρα της ενώ άρχισε να συνέρχεται από την αρρώστια και πριν προλάβει να γίνει τελείως  καλά ξαφνικά πέθανε ,επιπλοκή είπαν οι γιατροί .
  Και ο Θανάσης να της λέει πως την αγαπά και ξαφνικά να εξαφανίζετε και αυτή να μένει με ένα παιδί στη κοιλιά ,μόνη και έρημη,της ήλθε τρέλα όταν πήγε μια μέρα στο σπίτι του και βρήκε κάποιους να το αδειάζουν ,όταν ρώτησε της είπαν ότι η δουλειά του τελείωσε και έπρεπε να φύγει ξαφνικά γιατί παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα σε εργοστάσιο του εξωτερικού.
   Ούτε κατάλαβε πως γύρισε στο σπίτι,μια γειτόνισσα της είπε ότι την έφεραν κάποιοι εργάτες  γιατί ζαλίστηκε το θέμα ήταν ότι βρισκόταν μόνη  με ένα μωρό στη κοιλιά χωρίς άντρα δίπλα της.
   Δεν ήξερε τι να κάνει που να απευθυνθεί ,το άλλο πρωί την βρήκε να κάθετε σε μια καρέκλα με το κεφάλι γυρμένο στο τραπέζι και τα μάτια πρησμένα από το κλάμα.
  Άκουσε τη πόρτα να κτυπά και αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της πήγε να ανοίξει ,βρέθηκε μπροστά στον ιερέα   της ενορία της , ήταν ένας άντρας γύρω στα 50   και όλοι έλεγαν το πόσο καλός και πονόψυχος ήταν ,είχε βοηθήσει πολύ κόσμο από τις δωρεές που γινόντουσαν στην εκκλησία που λειτουργούσε ,ήταν και καθηγητής  και τις καθημερινές δίδασκε στο γυμνάσιο ,δίπλα του στεκόταν ένα κορίτσι γύρω στα 15  και τη κοιτούσε ντροπαλά.
 Καλημέρα  Μαρίκα  σε παρακαλώ παιδί μου μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;μα τι έχεις παιδί μου; εσύ είσαι έτοιμη να σωριαστείς ,Φρόσω φώναξε τη μητέρα σου  η γυναίκα του είχε ήδη κατέβει από το αυτοκίνητο και πήγε προς το σπίτι ,γρήγορα της είπε ο άντρας της και πήρε τη Μαρίκα στα χέρια του πριν αυτή σωριαστεί κάτω.
  Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε ότι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο και δίπλα της καθόταν η γυναίκα του ιερέα που τη κοιτούσε γλυκά κάτι πήγε να πει  η Μαρίκα αλλά την πήραν τα κλάματα ..σώπα κορίτσι μου όλα θα πάνε καλά μη φοβάσαι συμβαίνουν στη ζωή αυτά.
Θεέ μου ξέρει σκέφτηκε η Μαρίκα ,τι ντροπή ,εκείνη τη στιγμή μπήκε μια νοσοκόμα  και  τους είπε πως σε λίγο θα ερχόταν ο γιατρός .Πράγματι σε λίγο μπήκε ο γιατρός  που της ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της και ότι σε 7 μήνες περίπου θα έφερνε στο κόσμο ένα παιδί.
  Η γυναίκα του ιερέα τη βοήθησε να σηκωθεί και την πήγε στο αυτοκίνητο που είχε φέρει ο άντρας της μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου.
  Άκου Μαρίκα παιδί μου άρχισε να λέει ο πάτερ Γεώργιος  το βράδυ το συζητήσαμε με τη παπαδιά και πήραμε την απόφαση να μην σε αφήσουμε μόνη θα είμαστε δίπλα σου ,σε ότι χρειαστείς,μα δεν μπορώ να σας φορτώσω αυτή τη ντροπή είπε η Μαρίκα με δάκρυα στα μάτια ,καμιά εγκυμοσύνη δεν είναι ντροπή παιδί μου απάντησε η παπαδιά θα μείνεις μαζί μας και κανένας δεν θα τολμήσει να πει τίποτα.
 Έτσι η Μαρίκα για τέσσερα χρόνια ζούσε μαζί με την οικογένεια της Φρόσως μετά πήγε στο σπίτι της από το οποίο έπαιρνε κάποια νοίκια αφού το είχε νοικιάσει σε μια οικογένεια και τα οποία της τα φύλαγε η παπαδιά για όταν θα ερχόταν η ώρα να ζήση μόνη της.
  Μαρίκα  Μαρίκα!!! μα που τρέχει ο νους σου; την αποπήρε η Φρόσω; Σ' αυτόν!  ,γιατί γύρισε τώρα ;μετά από τόσα χρόνια σιωπής; Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω με το ίδιο λεωφορείο ,ούτε να το σκεφτείς της απάντησε η Φρόσω.
  Η  Φρόσω κτύπησε το κουδούνι  ,τους άνοιξε μια  γυναίκα γύρω στα 50  ψηλή και αδύνατη  με ευγενική φυσιογνωμία, ποιος είναι Μαρία; ακούστηκε μια φωνή από μέσα, δυο κυρίες απάντησε και έκανε τόπο για να περάσουν ..πες τους να περάσουν εκεί θα τις αφήσεις; απάντησε η αντρική φωνή .
 Περάστε παρακαλώ, οι δυο γυναίκες πέρασαν στο σαλόνι και εκεί βρήκαν τον Θανάση με το χέρι μέσα σε νάρθηκα να κρέμεται από το λαιμό όπου το είχε δεμένο, παρακαλώ σε τι οφείλω την επίσκεψη; πήγε να πει αλλά  η πρόταση κόπηκε στη μέση και έγινε κατάχλομος  
  Μαρίκα;  είσαι καλά Θανάση;  ρώτησε η γυναίκα που τους άνοιξε ,ναι καλά είμαι καθίστε  καθίστε απάντησε αυτός, η Φρόσω κάθισε και τράβηξε και τη Μαρίκα δίπλα της πάνω στο καναπέ η οποία είχε μείνει σαν άγαλμα να κοιτάει το Θανάση που εκτός από τα λίγα γκρίζα μαλλιά για την ηλικία του  κρατιόταν μια χαρά.
  Τέσσερις ώρες κουβέντιαζαν, δηλαδή η Μαρίκα έλεγε, ήθελε να τον πληγώσει που την άφησε μόνη χωρίς μια εξήγηση, ήθελε να τον κάνει να πονέσει και όμως τίποτα δεν έκανε ,απλά του είπε ότι όταν αυτός έφυγε ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τον βρει ή καλύτερα ποτέ δεν έψαξε να τον βρει γιατί απλούστατα με τον τρόπο του έδειξε πως δεν την ήθελε .
 Ο  Θανάσης έμεινε να τη κοιτάει  και τα μάτια του βούρκωσαν .Έφυγα βιαστικά εκείνη την ημέρα ,πράγματι με ειδοποίησαν για μια βλάβη στο εργοστάσιο στη Γερμανία αλλά θα γύριζα να σε πάρω όμως συνέβησαν κι' άλλα η βλάβη ήταν πιο σοβαρή και έγινε έκρηξη κατά τη επισκευή εγώ τραυματίστηκα δυο άλλοι ήταν πιο άτυχοι σκοτώθηκαν , έμεινα 6  μήνες στο νοσοκομείο και μετά πήγα Αμερική για άλλους τόσους μήνες, βλέπεις Μαρίκα και με μια κίνηση σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του αποκαλύπτοντας  το ξένο πόδι μέχρι το γόνατο, δεν γινόταν να έλθω έτσι ούτε και ήθελα να με λυπάσαι .,
 Δούλεψα στα γραφεία της εταιρείας  δεν ήθελα να βγω στη σύνταξη από τόσο νέος ήθελα να απασχολώ τον εαυτό μου για να μη τρελαθώ που σε έχασα και εσένα και τη ζωή μου.
  Και το προξενιό; γιατί δέχτηκες να γίνει προξενιό με μια τόσο νέα κοπέλα; Γέλασε ο Θανάσης πικρά  δεν ζήτησα γυναίκα να παντρευτώ Μαρίκα μια γυναίκα να με βοηθά στις δουλειές του σπιτιού ήθελα γιατί η Μαρία θα φύγει, γέννησε η κόρη της και θα πάει στη  Γερμανία να μείνει,είναι ξαδέλφη μου.
 Ωστε έχω ένα γιο ε; του έχεις μιλήσει για μένα; πες μου πως είναι ,θέλησε να μάθει ο Θανάσης,είναι πολύ όμορφος πετάχτηκε η Φρόσω και τώρα που σας βλέπω σας μοιάζει.Η Μαρίκα  εκανε μια κίνηση  με το  χέρι  προς τη Φρόσω σαν να της έλεγε σταμάτα.Όχι Θανάση, ο Ανέστης  θεωρεί για πατέρα του τον μακαρίτη τον άντρα μου αν και δεν τον γνώρισε ήταν μικρός όταν πέθανε.
Ώστε παντρεύτηκες ,καλά έκανες Μαρίκα ,πόσα τράβηξες και εσύ!
   Εντωμεταξύ ο Ανέστης  ήταν όλο νεύρα το πρωί, σκεφτόταν τη προηγούμενη μέρα που η Χάιδω θα δεχόταν για άντρα της έναν γέρο για τα λεφτά του και δεν υπήρχε και κανείς να του φτιάξει καφέ,μα που πήγαν και οι δυο πρωί πρωί;, για τον Ανέστη πρωί πρωί τώρα που είχε διακοπές από το πανεπιστήμιο ήταν  μία το μεσημέρι.Πήρε τηλέφωνο στη θεία του τη Φρόσω και το σήκωσε η Χάιδω , α εκεί μου είστε ,όχι Ανέστη μόνο εγώ είμαι εδώ, με τη μικρή ,η μητέρα σου δεν ξέρω που είναι κάπου πήγε με τη κυρά Φρόσω.
  Της έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα και ξεκίνησε για τη θεία του ,σχεδόν έπεσε πάνω στη μάνα του και τη θεία του ,έλα μέσα γιε μου πρέπει να μιλήσουμε του είπε η μάνα του κρύβοντας ένα δάκρυ ο Ανέστης πρώτη φορά την είδε έτσι αναστατωμένη.
 Η κυρά Φρόσω πήρε τη Χάιδω και τη κόρη της και βγήκαν στη βεράντα αφήνοντας την αδελφή της με το γιο της  να βρούνε μαζί το δρόμο για τη συμφιλίωση με το παρελθόν.
  
                             ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό τρίτο μέρος

Επιστρέφοντας στο σπίτι μετά την αποτυχία του προξενιού  ο καθένας έμεινε στη σιωπή του ούτε κουβέντα δεν άλλαξαν,  τα συναισθήματα που είχε ο καθένας  τα κράτησε για τον εαυτό του  .
Την επόμενη μέρα  η κυρά Μαρίκα σηκώθηκε πριν ακόμα φέξει,η Χάιδω την άκουσε και γύρισε να δει αλλά αυτή της είπε κοιμίσου λίγο ακόμη θα σου πω εγώ  όταν θα είναι η ώρα να σηκωθείς.
  Η  κυρά Μαρίκα μπήκε στη μικρή της κουζίνα έβαλε το μπρίκι για καφέ  και όταν έγινε άφησε τον εαυτό της να σωριαστεί σε μια καρέκλα.Αλλιώς τα υπολόγισα σκέφτηκε  ήθελε να φέρει τον κυρ Θανάση σε δύσκολη θέση  θα μου πεις τώρα τι φταίει και το έρμαιο το κορίτσι,όμως τα είχε σχεδιάσει όλα μόνη της ,δεν θα άφηνε τη Χάιδω να πάθει τίποτα,τη συμπαθούσε και τη πονούσε έτσι μοναχό που βρέθηκε στο κόσμο,ήταν έξυπνη γυναίκα η κυρά Μαρίκα ,αγράμματη αλλά έξυπνη ,η ζωή της έμαθε πολλά και κατά κάποιο τρόπο ο Κυρ Θανάσης έφερε μεγάλη ευθύνη.
  Ο  Θανάσης  πολλά χρόνια πριν όταν αυτή ήταν ακόμη κορίτσι  άβγαλτο  ήλθε  στη μικρή επαρχιακή τους πόλη  με μια ξένη εταιρεία για να κατασκευάσουν ένα εργοστάσιο.
Η Μαρίκα  εκείνη τη χρονιά είχε  χάσει τον πατέρα της σε μια κατολίσθηση στα μεταλλεία όπου δούλευε , τρία άτομα είχαν σκοτωθεί ,όλοι με γυναίκα και παιδιά,η μάνα της αναγκάστηκε να ξενοπλένει για να τα βγάλουν πέρα  ,η αποζημίωση που τους έδωσαν ήταν πολύ μικρή , γιατί αποφάνθηκαν ότι έφταιγαν οι εργάτες που βρέθηκαν σε εκείνη τη στοά ενώ είχε δοθεί εντολή να μην μπει κανείς,τι τα θες άντε να τα βάλεις με δικηγόρους.
   Η  Μαρίκα σταμάτησε και το γυμνάσιο για να βοηθάει τη μάνα της στα σπίτια που πήγαινε  και καμιά φορά έκανε λάντζα και σε καμιά ταβέρνα τα βράδια.
  Όταν  πρωτοείδε τον Θανάση δεν έδωσε και πολύ σημασία ,΄όχι γιατί δεν ήταν ωραίος,ίσα ίσα   ήταν πολύ όμορφος αλλά  όχι για αυτήν ήξερε τις δυνατότητες της και εξάλλου σιγά μην γύριζε να την δει,αυτός θα κοίταγε καμιά της τάξης του ή τουλάχιστον να έχει  χρήματα κάτι που η ίδια δεν είχε.
  Όμως  η μοίρα αλλιώς τα ήθελε και μια μέρα ήλθε η θεία της ,η αδελφή της μητέρας της να τους πει ότι ο καινούριος, δηλαδή ο Θανάσης που είχε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα  για τους επόμενους 6-8 μήνες μέχρι να τελειώσει η δουλειά του ,ήθελε μια γυναίκα για να του καθαρίζει το σπίτι,μάλιστα η εταιρία θα πλήρωνε και πολύ καλύτερα από ότι στα άλλα σπίτια που πήγαινε.
 Έτσι  γνώρισε τον Θανάση  ,η μητέρα της ανάλαβε να του  μαγειρεύει μερικές φορές μιας και δεν ήθελε να τρώει συνέχεια έτοιμα φαγητά από τα εστιατόρια.
  Συνήθως πήγαινε η μητέρα της στον Θανάση ,δεν ήθελε να στέλνει τη Μαρίκα  ήταν έξυπνη  γυναίκα δεν ήθελε η κόρη της να μπαινοβγαίνει στο σπίτι ενός εργένη.
  Η  ζωή για τη Μαρίκα συνεχειζόταν ανάμεσα στο σπίτι και στο να βοηθά και τη μάνα της όπου είχε ανάγκη στα σπίτια με την ελπίδα πως μόλις τελείωνε το εργοστάσιο  κανσερβοπιοίας να έπιανε εκει δουλειά ,ώσπου μια μέρα η μητέρα της αρρώστησε με πολύ ψηλό πυρετό και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι μια βδομάδα  .
   Αναγκαστηκά  η Μαρίκα ανάλαβε μερικές υποχρεώσεις  παραπάνω, στη δουλειά της μητέρας της μια από αυτές ήταν να πάει και στο σπίτι του Θανάση την ώρα που αυτός ήταν στη δουλειά  και να του συγηρίσει , να του βάλει πλυντήριο  και να του σηδερώσει  ,η μητέρα της  της είπε να μην πάει αλλά αυτή δεν ήθελε να χάσουν το μεροκάματο και ήξερε πως για αρκετές μέρες η άρρωστη δεν έπρεπε να βγει έξω,έτσι είπε ο γιατρός της Μαρίκας.
συνεχίζετε

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό δεύτερο μέρος

Οι   τρεις τους έφτασαν στο σπίτι  της αδελφής της κυρά Μαρίκας μισή ώρα πριν από το ραντεβού ,άνοιξαν την καγκελόπορτα  της μονοκατοικίας και πριν ακόμα φτάσουν στη πόρτα του σπιτιού ένα κορίτσι γύρω στα δώδεκα ήλθε τρέχοντας και έπεσε στην αγκαλιά του Ανέστη όλο γέλια ,αυτός τη σήκωσε και της έδωσε δυο σκαστά φιλιά στα μάγουλα και μετά την αγκάλιασε από τους ώμους και της έλεγε τρυφερά πόσο μεγάλωσε και αν είναι καλό κορίτσι και υπάκουο στους γονείς της.
    Η  Χάιδω  βλέποντας τη σκηνή με τον Ανέστη και το κορίτσι που δεν ήταν άλλη από τη ξαδέλφη του ,ήταν λες και έβλεπε άλλον άνθρωπο ,ήταν τόσο τρυφερός και καλός! γιατί να μην είναι έτσι και μένα αναρωτήθηκε.
   Η  κυρά Φρόσω  η αδελφή της κυρά Μαρίκας βγήκε και τους καλωσόρισε  ,ήταν μια γυναίκα γύρω στα  σαρανταπέντε λεπτή και όμορφη ,θα την ζήλευαν πολλές τριαντάρες,ήταν ευγενική και φάνηκε να χαίρετε πραγματικά όταν αγκάλιασε τη Χάιδω,αν και κοίταξε λίγο περίεργα την αδελφή της ,σαν να της έλεγε ,με σένα θα τα πούμε μετά.
   Όταν μπήκαν στο σπίτι βρήκαν και τον άντρα της  Φρόσως να διαβάζει   μια εφημερίδα καθιστός  στο σαλόνι,μόλις τους είδε σηκώθηκε τους χαιρέτισε εγκάρδια  και έπιασε κουβέντα με τον Ανέστη  για τι άλλο; τα αθλητικά  η  κυρά Μαρίκα δεν πρόλαβε να καθίσει και τη φώναξε η αδελφή της τάχα  να τη βοηθήσει σε κάτι. Έτσι η Χάιδω έμεινε μόνη με τη μικρή ξαδέλφη του Ανέστη μιας και οι δυο άνδρες είχαν απορροφηθεί με το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα.
  Από μέσα ακούστηκε η φωνή της κυράς Φρόσως λίγο έντονα ,σαν να  μάλωνε για κάτι την αδελφή της,ο Ανέστης κοίταξε σοβαρός τη Χάιδω, σχεδόν τρυφερά  και ένα αχνό χαμόγελο πήγε να φανεί στα χείλη του, η Χάιδω δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί και κτύπησε η πόρτα ,ο κυρ Θανάσης θα είναι είπε και σηκώθηκε να ανοίξει ο θείος του Ανέστη.
  Στη πόρτα φάνηκε μια γυναίκα μεγάλη που ζήτησε να δει την Μαρίκα  ο άντρας την πέρασε μέσα και φώναξε τη κουνιάδα του,τι τρέχει κυρά Πηνελόπη; γιατί ήλθες μόνη σου; Ο Θανάσης   έπεσε και έσπασε το χέρι του ,τον έστειλε ο γιατρός στο νοσοκομείο για να το βάλουν στο νάρθηκα ζητά συγνώμη για την αναστάτωση που σας έφερε.
  Η κυρά Μαρίκα για μια στιγμή νόμισε πως θα λιποθυμήσει  με το ζόρι κρατήθηκε για να μη φανερωθεί  το πόσο αναστατώθηκε,ευχαριστώ κυρά Πηνελόπη ,να πας στο καλό.
  Όταν έφυγε η γυναίκα η κυρά Μαρίκα είπε τα νέα στους υπόλοιπους που κάτι  κατάλαβαν αλλά δεν ήταν σίγουροι  ακριβώς τι έγινε,το σίγουρο όμως που έγινε ήταν ότι ο Ανέστης  έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης που μόνο ο θείος του τον άκουσε και χαμογέλασε μέσα του, η  αδελφή της κυρά Μαρίκας   πέταξε ένα ,δεν πειράζει νάνε καλά ο άνθρωπος και κάθε εμπόδιο για καλό και κοίταξε τρυφερά τη Χάιδω  η οποία  δεν περίμενε να χαρεί τόσο που δεν έγινε το προξενιό τουλάχιστο προς το παρών,η δε κυρά Μαρίκα  τα είχε εντελώς χαμένα ,μόνο το μικρό κορίτσι είπε ,τελικά θα φάμε;
   Συνεχίζετε