Αγαπημένε μου βράχε που σ'εχω για πατρίδα μου,εσύ που με δέχτηκες με την πρώτη ανάσα που βγήκε από τα μικρά μου πνευμόνια εσύ που με άφησες να σε πατήσω με τα μικρά μου ποδαράκια, εσύ που δέχτηκες τα πρώτα μου δάκρυα να πέφτουν καυτά πάνω στο βραχένιο σου κορμί θέλω να σου πω ότι σε αγαπώ.
Κάποτε πήρα το κουφάρι μου και έφυγα από κοντά σου αλλά σε πήρα μαζί μου ,όπου πάω θα σ' έχω μαζί μου,εσένα που σε πρόδωσαν τα ίδια σου τα παιδιά που σε βίασαν οι κατακτητές, εσένα που οι ποιητές έγραψαν ύμνους και οι βάρδοι σε τραγούδησαν εσένα που όλοι σε πατάνε αλλά κανένας δεν γίνετε χαλί για το χατήρι σου.Σε αγαπώ όπως ήσουν κάποτε όπως είσαι τώρα και όπως θα είσαι για πάντα
Για μένα δεν έχει δυο κομμάτια να αγαπήσω για μένα ένα κομμάτι είσαι βράχε μου, δεν δέχομαι να σε μοιράσω από όποια μεριά και να είμαι .
Αγαπημένε μου βράχε στέρεψε το νερό σου και παίρνουν την αλμύρα σου για να δροσιστούν.
Κάνουν πολέμους, για χατήρι σου, σε μοιράζουν στη μέση και εσύ πονάς αλλά δεν έχει καμιά σημασία γι' αυτούς,σε θέλουν όλοι .Η δήθεν αγάπη τους για σένα σε κατέστρεψε. Δεν θα σε ρωτήσει κανένας βράχε μου, τι θέλεις εσύ, εξάλλου εσύ δεν μιλάς ,το μόνο που ακούγετε από σένα είναι τα κύματα που σπάνε πάνω στο βραχένιο σου κορμί και σε δροσίζουν.Στα γράφω όλα αυτά για να σε ευχαριστήσω που με δέχεσαι πάντα στην αγκαλιά σου σαν ένα παιδί σου.
Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008
Τρίτη 12 Αυγούστου 2008
Τα γυαλιά μου ρε παιδί μου!!
Όλα όμως τα μάτια κάποια στιγμή θα φορέσουν τα γυαλιά τους. Όταν τα γράμματα από τον τηλεφωνικό κατάλογο όλος περιέργως αρχίζουν και μικραίνουν και εσύ ζητάς να σου βρούνε το τάδε νούμερο(και αρχίζεις και εσυ να νιώθεις νούμερο,τι έγινε ρε παιδιά?που πήγαν τα γράμματα? φέρτε πίσω τον κατάλογο με τα κανονικά γράμματα) .Πηγαίνεις να τηλεφωνήσεις θέλεις τα γυαλιά σου ,παίρνεις την εφημερίδα να δεις πότε θα λυθεί το κυπριακό θέλεις τα γυαλιά σου σε αυτό βέβαια και μικροσκόπιο να βάλεις για να δεις το ίδιο θα σου βγει άλυτο γι'αυτό δες καμιά κηδεία καλύτερα ,πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ μα χωρίς γυαλιά?πως θα δεις τις τιμές ?αν έληξε το γιαουρτάκι? το σαμπουάν πως θα το δεις αν είναι δύο σε ένα,?που πας καραμήτρο στη δουλειά χωρίς τα γυαλιά σου?,πως κάθεσαι στον υπολογιστή χωρίς τα γυαλιά της ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑΣ? Πως θα διαβάσεις εσύ που κοντεύεις τα πενήντα τις κακίες που γράφω? Τι στο καλό?σαν να μίκρυναν τα γράμματα, βρε φέρτε πίσω τα καινούργια μου γυαλιά, όχι τίποτα άλλο αλλά να μπορώ να διαβάζω και τα σχόλια ,δεν φταίω εγώ τα γράμματα είναι μικρά। Τι γελάτε εσείς μικρά? Χμ εκεί που είσαι ήμουν και εδώ που είμαι θάρθεις μαζί με το γυαλλί της πρεσβυωπίας κορόιδο.
Σάββατο 2 Αυγούστου 2008
Δεκατέσσερις Αυγούστου
Ένιωσε να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του δεν περίμενε να του ζητήσει αυτή τη χάρη ο πατέρας του, τώρα στα τελευταία του।Πριν δυο μέρες του τηλεφώνησε η αδελφή του να ρθει επειγόντως στη Κύπρο ,γιατί ο πατέρας τους δεν ήταν καλά।Δεν έχασε καιρό αφού τακτοποίησε κάποιες εκκρεμότητες στη δουλειά του πήρε το αεροπλάνο από την Αθήνα και τώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο δίπλα στον πατέρα του।Οι γιατροί είπαν ότι έπρεπε να γίνει εγχείρηση γιατί υπήρχε σοβαρό πρόβλημα αλλά λόγω της μεγάλης ηλικίας ήταν επικίνδυνο। ,Μίλησε με την αδελφή του και μετά με τον πατέρα του, η μητέρα του τους άφησε χρόνους εδώ και τρία χρόνια και με τον καημό ότι δεν μπόρεσε να δει τους τόπους τους ελεύθερους ।Και τώρα ο πατέρας του τού ζητούσε κάτι αδιανόητο γι' αυτόν, έκανε να μιλήσει αλλά τον διέκοψε ο πατέρας του και του είπε με δάκρυα στα μάτια, υποσχέσου μου πρέπει να το πάω στη μάνα σου της το έταξα।Και νάτος τώρα μαζί με δυο φίλους του να δείχνει το διαβατήριο του στους κατακτητές για να περάσει απέναντι για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που άνοιξαν τα οδοφράγματα, για να πάει στο χωριό του।Αυτός που όταν άκουσε για το άνοιγμα έβριζε θεούς και δαιμόνους γι' αυτούς που περνάγανε απέναντι και τους θεωρούσε προδότες।Οι φίλοι του είχαν ξαναπάει ο ένας ήταν χωριανός ο άλλος δεν ήταν πρόσφυγας αλλά γνωρίστηκαν από τότε που δέκα χρονών και οι τρεις πήγαιναν στο ίδιο σχολείο στην ίδια πόλη και η φιλία τους κράτησε όλα αυτά τα χρόνια παρόλο που αυτός εδώ και εφτά χρόνια τον περισσότερο καιρό ζούσε στην Αθήνα λόγω δουλειάς।Καθώς προχωρούσε το αυτοκίνητο οι αναμνήσεις άρχισαν να ξεπιδάνε μπροστά του, καθόταν στη θέση του συνοδηγού και κοιτούσε μπροστά φέρνοντας στο μυαλό τις 14 Αυγούστου που στοιβαγμένος μαζί με την αδελφή του και τους γονείς του και άλλους χωριανούς στη καρότσα ενός φορτηγού έβλεπε το χωριό του να μικραίνει όσο ξεμάκρυνε το φορτηγό και ένα παιδί στην ηλικία του να του κουνά το χέρι και αυτός να κρατά σφιχτά στο δικό του χέρι ένα κομμάτι χαρτί।Φτάσαμε, η φωνή του φίλου του τον έκανε να αναπηδήσει κοίταξε γύρω του, ήταν στην άκρη του χωριού μπροστά στα πρώτα σπίτια ,ένιωσε τα πόδια του μουδιασμένα από την ταραχή ,νόμισε ότι είχε παραλύση, έλα φίλε μου άκουσε τον άλλο φίλο να του λέει συγκινημένος।Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κοίταξε γύρω ψάχνοντας κάτι γνώριμο από τις παιδικές του αναμνήσεις αλλά δυσκολευόταν.Πρροχώρησαν με τα πόδια και στρείψανε αριστερά και τότε το είδε του φάνηκε τόσο μικρό είχε κοκαλώσει αν δεν τον τράβαγαν οι φίλοι του ακόμα εκεί θα στεκόταν με τα μάτια δακρυσμένα,Το σπίτι ήταν κλειστό η αυλή είχε κάποια δένδρα δεν θυμόταν αν τα φύτεψαν άλλοι ή ήταν από τον πατέρα του φυτεμένα ,δεν είχε και καμιά σημασία όμως η δεξαμενή ήταν εκεί ,τώρα την έβλεπε ότι ήταν τόσο μικρή, πριν τριάντα χρόνια νόμιζε ότι ήταν ολόκληρη πισίνα, ήταν στεγνή και στον πάτο είχε ένα παπάκι πλαστικό και ένα αυτοκινητάκι, έκανε να χαμογελάσει και τότε άκουσε μια φωνή να λέει ,είναι του γιου μου, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε εκείνα τα μαύρα μάτια να τον κοιτάνε σαν να έβλεπαν φάντασμα καρντάση μου, εσύ είσαι αδελφέ μου και πέφτοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλάψανε σαν μικρά παιδιά όπως τότε που αποχαιρετηστήκαν και ο ένας πήρε το δρόμο της προσφυγιάς।Κάθισαν εκεί που σαν ήταν μικρά παίζανε τσακωνόντουσαν και πάλι τα έβρισκαν είχαν τόσα πολλά να θυμηθούν!!.Όταν ήλθε η ώρα να φύγουν ο φίλος του πήγε δίπλα στο δικό του σπίτι και έφερε ένα κομματάκι χαρτί και απλώνοντας το χέρι του το έδωσε , τότε βγάζοντας και αυτός το πορτοφόλι του έβγαλε ένα άλλο κομματάκι χαρτί που όταν τα ένωνες έβλεπες ένα περιστέρι ζωγραφισμένο στο χέρι λίγο ξεθωριασμένο ।Σε κάποια στιγμή που ήταν μόνος του έσκυψε κάτι μάζεψε και βάζοντας το στο σακουλάκι που είχε στη τσέπη του ξεκίνησαν για την επιστροφή.Φτάνοντας στο νοσοκομείο πήγε δίπλα στον πατέρα του και παίρνοντας το χέρι του του το έβαλε μέσα στο σακουλάκι στο έφερα πατέρα ,αυτός με τα δάκτυλα του χάιδεψε το χώμα που του έφερε ο γιος του από τον τόπο που γεννήθηκε παντρεύτηκε έκανε οικογένεια,ναι τώρα μπορούσε να φύγη πιο ήσυχος τώρα μπορούσε να πάει να βρει την αγαπημένη του γυναίκα πηγαίνοντας της το πιο όμορφο δώρο ,λίγο χώμα από το χωριό τους.
Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008
Τα καλούδια μας
Υπέροχη δεν είναι η θέα από την αυλή του σπιτιού μας στο χωριό? Όλο το χωριό είναι μέσα στα έλατα και έχουμε από όλα τα καλά τα οποία βέβαια για να γίνουν θέλουν πολύ τρέξιμο και αν δεν έτρεχε ο σύζυγος δεν θα τα είχαμε τα έχει σαν δεύτερη ασχολία δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω και τις πατάτες γιατί με είχε τσιμπήσει μια μέλισσα και φύγαμε για το νοσοκομείο λόγω της αλεργίας που παθαίνω। Καλά είμαι τώρα έχει πάνω από μήνα που έγινε.
ΤΟ μέλι τρέχει και είναι όλο γλύκα όταν το βάζουμε στα μεγάλα δοχεία τα κομματάκια από κερήθρα βγαίνουν από πάνω και το μέλι το καθαρό τρέχει από το άνοιγμα χαμηλά । Σιγά μαζέψτε τα σάλια σας.
Κερήθρα όλο μέλι παραγωγής μας από έλατο
Πολλά κεράσια ε? όχι γλυκό δεν έφτιαξα μια μέλισσα μου χάλασε τα σχέδια!!!
Μηλαράκι?
ΤΟ μέλι τρέχει και είναι όλο γλύκα όταν το βάζουμε στα μεγάλα δοχεία τα κομματάκια από κερήθρα βγαίνουν από πάνω και το μέλι το καθαρό τρέχει από το άνοιγμα χαμηλά । Σιγά μαζέψτε τα σάλια σας.
Κερήθρα όλο μέλι παραγωγής μας από έλατο
Πολλά κεράσια ε? όχι γλυκό δεν έφτιαξα μια μέλισσα μου χάλασε τα σχέδια!!!
Μηλαράκι?
Σάββατο 12 Ιουλίου 2008
Ο Γέρο Πλάτανος
Στεκόταν χρόνια πολλά εκεί δεν θυμόταν καν πότε βρέθηκε στην άκρη αυτού του δρόμου,όμως θυμόταν τον κάθε διαβάτη που στεκόταν εκεί για να προφυλαχτεί από κάποια δυνατή μπόρα ή να πάρει μια ανάσα και να φυλαχτεί από τις αχτίνες του μεσημεριανού ήλιου που έκαιγε αδυσώπητα। Έτσι όπως στεκόταν ανάμεσα στο χωριό και στα χωράφια είχε την ευκαιρία να ακούει τα βάσανα τις χαρές και τους έρωτες , αυτούς τους ένιωθε και στο κορμί του ή καλύτερα στο κορμό του και όμως τους ένιωθε, άλλες φορές αληθινούς και άλλες φορές ψεύτικους, μόνο αυτός ήξερε πότε ήταν αληθινοί και πότε ψεύτικοι, πως?।Κάπως έτσι, όταν ένας νεαρός συναντούσε την αγαπημένη του κάτω από το βαθύ ίσκιο του γέρο πλάτανου συνήθως με ένα μαχαιράκι ή κάτι αιχμηρό σκάλιζε τα αρχικά του ονόματος τους και κάπως έτσι ένιωθε και ο γέρο πλάτανος τον έρωτα. Είχε μάθει να ξεχωρίζει τον αληθινό με τον ψεύτικο ,αν κάποιος πήγαινε κάθε φορά με διαφορετικό ταίρι ήταν ψεύτικος αν πάλι πήγαιναν μαζί συνέχεια τότε άλλαζε το πράγμα, ήταν κάτι βαθύ και αληθινό।Πόσες φορές δεν ένιωσε την ανάγκη να δώσει μια με το κλωνάρι κι να φέρει σβούρα τον κάθε τζιτζιφιόγκο που κάθε βδομάδα άλλαζε και αγαπημένη, και πόσες φορές δεν ήθελε να σκύψει πάνω από κάθε πικραμένο να τον παρηγορήσει!, Μερικοί καθόντουσαν εκεί για να βρουν λίγοι ηρεμία απολαμβάνοντας ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα και αυτός ποτέ μα ποτέ δεν ζήτησε τίποτα από κανένα, ίσα ισα ήταν πάντα εκεί για να τους προφυλάξει και να τους δώσει ότι είχε και αυτό που είχε ήταν ο εαυτός του।Εκείνη την ημέρα κανένας δεν πέρασε ,τον είχε πιάσει μια ανησυχία, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως θολή, είχε μάθει και στην ανθρώπινη παρέα και του κακοφαινόταν। Ξαφνικά άκουσε φωνές, από εδώ από εδώ και τότε είδε τρεις τέσσερις άνδρες να τρέχουν προς το χωριό μαζί τους και ο τζιτζιφιόγκος ο ερωτύλος που καμιάν δεν αγάπησε, τους είδε να χάνονται αλλά συγχρόνως είδε και τον καπνό μαζί με πύρινες γλώσσες να έρχονται κατά πάνω του ,μα που πήγαν όλοι? Ο ξαφνικός αέρας ερχόταν καταπάνω του ,καταπάνω του όμως ερχόταν κι η φωτιά ।Από τον δυνατό αέρα τα κλαριά του ακουγόντουσαν σαν κραυγές απελπισίας
Ας ερχόταν κάποιος !!!Οι πρώτες γλώσσες της φωτιάς του χάιδεψαν τα πρώτα του φιλαράκια, φώναζε φώναζε με όλη τη δύναμη λίγο νερό λίγο νερό κανείς όμως δεν άκουγε όλοι τρέχανε να γλυτώσουν τον εαυτό τους και τα υπάρχοντα τους,ποιος θα νοιαζόταν για ένα γέρικο δέντρο? Όταν μετά από δυο μέρες φτάσανε κοντά του το μόνο που είχε μείνει ήταν δυο τρεις καρδούλες με τα αρχικά των ερωτευμένων που κάποτε χαιρόντουσαν και μοιραζόντουσαν τα μυστικά τους εκεί μαζί με το γέρο πλάτανο που οι άνθρωποι τον κάψανε μαζί με άλλα όμορφα δένδρα στερώντας από τη ζωή τους την ίδια η ζωή.
Ας ερχόταν κάποιος !!!Οι πρώτες γλώσσες της φωτιάς του χάιδεψαν τα πρώτα του φιλαράκια, φώναζε φώναζε με όλη τη δύναμη λίγο νερό λίγο νερό κανείς όμως δεν άκουγε όλοι τρέχανε να γλυτώσουν τον εαυτό τους και τα υπάρχοντα τους,ποιος θα νοιαζόταν για ένα γέρικο δέντρο? Όταν μετά από δυο μέρες φτάσανε κοντά του το μόνο που είχε μείνει ήταν δυο τρεις καρδούλες με τα αρχικά των ερωτευμένων που κάποτε χαιρόντουσαν και μοιραζόντουσαν τα μυστικά τους εκεί μαζί με το γέρο πλάτανο που οι άνθρωποι τον κάψανε μαζί με άλλα όμορφα δένδρα στερώντας από τη ζωή τους την ίδια η ζωή.
Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008
Μερικά όνειρα σιγά σιγά γίνονται πραγματικότητα
Θα γράψω κάτι χαρούμενο και ευχάριστο για μένα , με τόση ζέστη που να σκεφτώ σοβαρά πράγματα! Λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι τα ψέματα τελείωσαν και μαζί τελείωσε και το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας । Δυο χρόνια τώρα μετά τη δουλειά έτρεχα στη διπλανή πόλη με το λεωφορείο για να μάθω δυο τρία πράγματα παραπάνω από αυτά που ήξερα।Κουράστηκα παραμέλησα και το σπίτι μου και τους γύρω μου αλλά τα κατάφερα φέτος πήρα απολυτήριο γυμνασίου με άριστα παρακαλώ!!! Γενικό δεκαεννιά και δυο όγδοα ναι ήμουν καλό κορίτσι είμαι περήφανη για τον εαυτό μου(μόνο μη μας ακούσει κανένας άλλος και με περάσει για ψωνάρα)। Και λέω να πάω νυκτερινό λύκειο ,κάντε ένα λογαριασμό στα πενηνταπέντε τελειώνω λύκειο στα εξήντα δεν θα πάρω και κανένα πτυχίο??? ΕΕΕΕ μαζέψτε την।
Φίλοι μου άξιζε τον κόπο εσεις καλά την έχετε πήρατε τα πτυχία σας !!!εγώ όμως είμαι μικρή κοπέλα κάτι πρέπει να κάνω για το μέλλον μου।Αρκετά η επίδειξη τώρα θα σας βάλω μερικές φωτογραφίες από σχολική εκδρομή στα Γιάννενα ,το ηλιοβασίλεμα το έβγαλα όταν ήμουν στο καραβάκι που μας πήγαινε απέναντι στο νησί μέσα στη λίμνη.
Κυριακή 1 Ιουνίου 2008
ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
Υπάρχουν ποδήλατα ανδρικά με το σίδερο ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι υπάρχουν ποδήλατα γυναικεία χωρίς το σίδερο ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι και υπάρχουν και τα παιδικά με τις βοηθητικές ρόδες που κάποια στιγμή τις αφαιρούν όταν το παιδί μάθει ισορροπία।।Εδώ και λίγα χρόνια κυκλοφορούν ποδήλατα για μεγάλους με τρεις ρόδες μία μπροστά και δύο πίσω ανάμεσα στις πίσω ρόδες υπάρχει ένα μεγάλο καλάθι για να βάζεις πράγματα, συνήθως αυτά τα ποδήλατα τα οδηγούν άτομα μεγάλης ηλικίας πάνω των πενήντα χρονών।Επειδή έχω πρόβλημα ισορροπίας λέω όταν μεγαλώσω χι χι χι να πάρω ένα τέτοιο ποδήλατο। Και για να μην παραπονεθούν οι πιο σπορτίφ τύποι υπάρχουν και τα ποδήλατα που τα έχουμε στα σπίτια για γυμναστική।
Εγώ θα σας μιλήσω για ένα ξεχωριστό ποδήλατο ,το ποδήλατο του μακαρίτη του πατέρα μου। ।Ο πατέρας μου το είχε για να πηγαίνει στη δουλειά του ήταν ένα μεγάλο ποδήλατο ανδρικό με δυναμό που έδινε φως την νύκτα। Αν και είμασταν μικρά παιδιά ούτε καν το ακουμπούσαμε όχι γιατί θα μας μάλωνε , εξάλλου σχεδόν ποτέ δεν μας μάλωνε αλλά γιατί χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να πάει στη δουλειά του. ।Κάθε πρωί η ώρα τρεις με τρεισήμισι με βροχή ,με κρύο με αέρα ,έπαιρνε το ποδήλατο του για να πάει γύρω στα δέκα χιλιόμετρα και να πάρει το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στη Λευκωσία όπου δούλευε και το απόγευμα να γυρίσει ,πάντα κοιτούσα το ρολόι, έξι έπρεπε να φανεί με το ποδήλατο του। Καμιά φορά όταν ήμουν μικρή με έβαζε μπροστά και πηγαίναμε στο διπλανό χωριό να δούμε τη θεία μου αδελφή της μάνας μου।Αργότερα που μεγάλωσα καθόμουν πίσω και πάντα με τις συμβουλές του μακριά τα πόδια από τις ακτίνες ।Το ποδήλατο του πατέρα μου ήταν μια από τις χιλιάδες ευχάριστες αναμνήσεις που είχα στη παιδική και εφηβική ηλικία μου μέσα στην οικογένεια μου।
Μπορεί να ξεχνάμε πολλά άψυχα πράγματα από τη ζωή μας ,αλλά είναι και μερικά που θα μας συνοδεύουν μέχρι να πεθάνουμε γιατί τους δίνουμε εμείς ψυχή। Μπορεί να με θεωρείτε τρελή αλλά εγώ αυτό το ποδήλατο δεν το σκέφτομαι ποτέ σαν κάτι άψυχο.
Εγώ θα σας μιλήσω για ένα ξεχωριστό ποδήλατο ,το ποδήλατο του μακαρίτη του πατέρα μου। ।Ο πατέρας μου το είχε για να πηγαίνει στη δουλειά του ήταν ένα μεγάλο ποδήλατο ανδρικό με δυναμό που έδινε φως την νύκτα। Αν και είμασταν μικρά παιδιά ούτε καν το ακουμπούσαμε όχι γιατί θα μας μάλωνε , εξάλλου σχεδόν ποτέ δεν μας μάλωνε αλλά γιατί χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να πάει στη δουλειά του. ।Κάθε πρωί η ώρα τρεις με τρεισήμισι με βροχή ,με κρύο με αέρα ,έπαιρνε το ποδήλατο του για να πάει γύρω στα δέκα χιλιόμετρα και να πάρει το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στη Λευκωσία όπου δούλευε και το απόγευμα να γυρίσει ,πάντα κοιτούσα το ρολόι, έξι έπρεπε να φανεί με το ποδήλατο του। Καμιά φορά όταν ήμουν μικρή με έβαζε μπροστά και πηγαίναμε στο διπλανό χωριό να δούμε τη θεία μου αδελφή της μάνας μου।Αργότερα που μεγάλωσα καθόμουν πίσω και πάντα με τις συμβουλές του μακριά τα πόδια από τις ακτίνες ।Το ποδήλατο του πατέρα μου ήταν μια από τις χιλιάδες ευχάριστες αναμνήσεις που είχα στη παιδική και εφηβική ηλικία μου μέσα στην οικογένεια μου।
Μπορεί να ξεχνάμε πολλά άψυχα πράγματα από τη ζωή μας ,αλλά είναι και μερικά που θα μας συνοδεύουν μέχρι να πεθάνουμε γιατί τους δίνουμε εμείς ψυχή। Μπορεί να με θεωρείτε τρελή αλλά εγώ αυτό το ποδήλατο δεν το σκέφτομαι ποτέ σαν κάτι άψυχο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)