Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό Τελευταίο

H  κυρά Μαρίκα πήρε μια  βαθιά ανάσα και σηκώθηκε αφήνοντας τον καφέ στη μέση,η ώρα είχε περάσει και ήδη είχε ξημερώσει την είχαν παρασύρει οι αναμνήσεις της και ούτε που κατάλαβε τη Χάιδω που ήταν στην αυλή και έδιωχνε ένα σκυλί που γυρόφερνε.
  Φώναξε το κορίτσι και της είπε να ετοιμαστεί γιατί σήμερα θα πήγαινε να κρατήσει συντροφιά στην ανιψιά της μια και η μαμά της θα πήγαινε για μια δουλειά και γιατί δεν έρχεται εδώ για να  μπορέσω να σας βοηθήσω και στις δουλειές ; ρώτησε η Χάιδω ,γιατί θα λείψω και εγώ και εν πάσι περιπτώσει κάνε αυτό που σου λέω δεν έχω ώρα για εξηγήσεις,ο Ανέστης ας βολευτεί μόνος του θα του αφήσω και φαΐ,σπίτι θα γυρίσεις όταν γυρίσω και εγώ εντάξει; εντάξει αποκρίθηκε το κορίτσι και πήγε να πάρει ένα κέντημα που το είχε αρχίσει εδώ και μέρες για να απασχοληθεί λίγο εκεί που θα πήγαινε γιατί σίγουρα η κυρά Φρόσω δεν θα άφηνε δουλειές για να κάνει η Χάιδω.
  Οι δυο αδελφές μπήκαν στο λεωφορείο και κάθισαν δίπλα δίπλα  .Στη πραγματικότητα οι δυο γυναίκες δεν ήταν αδελφές αλλά φίλες όμως ήταν τόσο αγαπημένες που από μόνες τους βαφτίστηκαν αδελφές αφού για κάμποσα χρόνια η  Μαρίκα ζούσε σχεδόν στο σπίτι της Φρόσως.
  Λοιπόν ; τι θα του πεις; ρώτησε η Φρόσω ,δεν ξέρω απάντησε η Μαρίκα ,όμως έτσι που ήλθαν τα πράγματα  πρέπει να δώσω κάποιες εξηγήσεις και να ξεχάσει το προξενιό ! χα το προξενιό σχεδόν κάγχασε η Φρόσω ,μα τι σου ήλθε; τρελάθηκες τελείως; και για να ξέρεις ο μόνος λόγος που δέχτηκα να γίνουν όλα αυτά στο σπίτι μου ,ήταν για να δω τι θα του έλεγες και να είσαι σίγουρη πως αν το προχωρούσες εγώ στο ορκίζομαι θα μιλούσα ,δεν μπορείς να κρατάς  το παιδί σου στο σκοτάδι ,έχει δικαίωμα να μάθει το ίδιο και ο Θανάσης,αδελφούλα μου καλή, έχεις και εσύ δικαίωμα στην ευτυχία πρέπει και εσύ να βρεις γαλήνη.
  Η κυρά  Μαρίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο έτσι όπως περνούσαν από μπροστά της τα ελαιόδεντρα που ήταν στη σειρά το μυαλό της πήγε να ταξιδεύει  πριν 25 χρόνια τότε που γνώρισε τον Θανάση  και τον αγάπησε τότε που του δόθηκε  ,τότε που η μητέρα της ενώ άρχισε να συνέρχεται από την αρρώστια και πριν προλάβει να γίνει τελείως  καλά ξαφνικά πέθανε ,επιπλοκή είπαν οι γιατροί .
  Και ο Θανάσης να της λέει πως την αγαπά και ξαφνικά να εξαφανίζετε και αυτή να μένει με ένα παιδί στη κοιλιά ,μόνη και έρημη,της ήλθε τρέλα όταν πήγε μια μέρα στο σπίτι του και βρήκε κάποιους να το αδειάζουν ,όταν ρώτησε της είπαν ότι η δουλειά του τελείωσε και έπρεπε να φύγει ξαφνικά γιατί παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα σε εργοστάσιο του εξωτερικού.
   Ούτε κατάλαβε πως γύρισε στο σπίτι,μια γειτόνισσα της είπε ότι την έφεραν κάποιοι εργάτες  γιατί ζαλίστηκε το θέμα ήταν ότι βρισκόταν μόνη  με ένα μωρό στη κοιλιά χωρίς άντρα δίπλα της.
   Δεν ήξερε τι να κάνει που να απευθυνθεί ,το άλλο πρωί την βρήκε να κάθετε σε μια καρέκλα με το κεφάλι γυρμένο στο τραπέζι και τα μάτια πρησμένα από το κλάμα.
  Άκουσε τη πόρτα να κτυπά και αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της πήγε να ανοίξει ,βρέθηκε μπροστά στον ιερέα   της ενορία της , ήταν ένας άντρας γύρω στα 50   και όλοι έλεγαν το πόσο καλός και πονόψυχος ήταν ,είχε βοηθήσει πολύ κόσμο από τις δωρεές που γινόντουσαν στην εκκλησία που λειτουργούσε ,ήταν και καθηγητής  και τις καθημερινές δίδασκε στο γυμνάσιο ,δίπλα του στεκόταν ένα κορίτσι γύρω στα 15  και τη κοιτούσε ντροπαλά.
 Καλημέρα  Μαρίκα  σε παρακαλώ παιδί μου μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;μα τι έχεις παιδί μου; εσύ είσαι έτοιμη να σωριαστείς ,Φρόσω φώναξε τη μητέρα σου  η γυναίκα του είχε ήδη κατέβει από το αυτοκίνητο και πήγε προς το σπίτι ,γρήγορα της είπε ο άντρας της και πήρε τη Μαρίκα στα χέρια του πριν αυτή σωριαστεί κάτω.
  Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε ότι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο και δίπλα της καθόταν η γυναίκα του ιερέα που τη κοιτούσε γλυκά κάτι πήγε να πει  η Μαρίκα αλλά την πήραν τα κλάματα ..σώπα κορίτσι μου όλα θα πάνε καλά μη φοβάσαι συμβαίνουν στη ζωή αυτά.
Θεέ μου ξέρει σκέφτηκε η Μαρίκα ,τι ντροπή ,εκείνη τη στιγμή μπήκε μια νοσοκόμα  και  τους είπε πως σε λίγο θα ερχόταν ο γιατρός .Πράγματι σε λίγο μπήκε ο γιατρός  που της ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της και ότι σε 7 μήνες περίπου θα έφερνε στο κόσμο ένα παιδί.
  Η γυναίκα του ιερέα τη βοήθησε να σηκωθεί και την πήγε στο αυτοκίνητο που είχε φέρει ο άντρας της μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου.
  Άκου Μαρίκα παιδί μου άρχισε να λέει ο πάτερ Γεώργιος  το βράδυ το συζητήσαμε με τη παπαδιά και πήραμε την απόφαση να μην σε αφήσουμε μόνη θα είμαστε δίπλα σου ,σε ότι χρειαστείς,μα δεν μπορώ να σας φορτώσω αυτή τη ντροπή είπε η Μαρίκα με δάκρυα στα μάτια ,καμιά εγκυμοσύνη δεν είναι ντροπή παιδί μου απάντησε η παπαδιά θα μείνεις μαζί μας και κανένας δεν θα τολμήσει να πει τίποτα.
 Έτσι η Μαρίκα για τέσσερα χρόνια ζούσε μαζί με την οικογένεια της Φρόσως μετά πήγε στο σπίτι της από το οποίο έπαιρνε κάποια νοίκια αφού το είχε νοικιάσει σε μια οικογένεια και τα οποία της τα φύλαγε η παπαδιά για όταν θα ερχόταν η ώρα να ζήση μόνη της.
  Μαρίκα  Μαρίκα!!! μα που τρέχει ο νους σου; την αποπήρε η Φρόσω; Σ' αυτόν!  ,γιατί γύρισε τώρα ;μετά από τόσα χρόνια σιωπής; Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω με το ίδιο λεωφορείο ,ούτε να το σκεφτείς της απάντησε η Φρόσω.
  Η  Φρόσω κτύπησε το κουδούνι  ,τους άνοιξε μια  γυναίκα γύρω στα 50  ψηλή και αδύνατη  με ευγενική φυσιογνωμία, ποιος είναι Μαρία; ακούστηκε μια φωνή από μέσα, δυο κυρίες απάντησε και έκανε τόπο για να περάσουν ..πες τους να περάσουν εκεί θα τις αφήσεις; απάντησε η αντρική φωνή .
 Περάστε παρακαλώ, οι δυο γυναίκες πέρασαν στο σαλόνι και εκεί βρήκαν τον Θανάση με το χέρι μέσα σε νάρθηκα να κρέμεται από το λαιμό όπου το είχε δεμένο, παρακαλώ σε τι οφείλω την επίσκεψη; πήγε να πει αλλά  η πρόταση κόπηκε στη μέση και έγινε κατάχλομος  
  Μαρίκα;  είσαι καλά Θανάση;  ρώτησε η γυναίκα που τους άνοιξε ,ναι καλά είμαι καθίστε  καθίστε απάντησε αυτός, η Φρόσω κάθισε και τράβηξε και τη Μαρίκα δίπλα της πάνω στο καναπέ η οποία είχε μείνει σαν άγαλμα να κοιτάει το Θανάση που εκτός από τα λίγα γκρίζα μαλλιά για την ηλικία του  κρατιόταν μια χαρά.
  Τέσσερις ώρες κουβέντιαζαν, δηλαδή η Μαρίκα έλεγε, ήθελε να τον πληγώσει που την άφησε μόνη χωρίς μια εξήγηση, ήθελε να τον κάνει να πονέσει και όμως τίποτα δεν έκανε ,απλά του είπε ότι όταν αυτός έφυγε ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τον βρει ή καλύτερα ποτέ δεν έψαξε να τον βρει γιατί απλούστατα με τον τρόπο του έδειξε πως δεν την ήθελε .
 Ο  Θανάσης έμεινε να τη κοιτάει  και τα μάτια του βούρκωσαν .Έφυγα βιαστικά εκείνη την ημέρα ,πράγματι με ειδοποίησαν για μια βλάβη στο εργοστάσιο στη Γερμανία αλλά θα γύριζα να σε πάρω όμως συνέβησαν κι' άλλα η βλάβη ήταν πιο σοβαρή και έγινε έκρηξη κατά τη επισκευή εγώ τραυματίστηκα δυο άλλοι ήταν πιο άτυχοι σκοτώθηκαν , έμεινα 6  μήνες στο νοσοκομείο και μετά πήγα Αμερική για άλλους τόσους μήνες, βλέπεις Μαρίκα και με μια κίνηση σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του αποκαλύπτοντας  το ξένο πόδι μέχρι το γόνατο, δεν γινόταν να έλθω έτσι ούτε και ήθελα να με λυπάσαι .,
 Δούλεψα στα γραφεία της εταιρείας  δεν ήθελα να βγω στη σύνταξη από τόσο νέος ήθελα να απασχολώ τον εαυτό μου για να μη τρελαθώ που σε έχασα και εσένα και τη ζωή μου.
  Και το προξενιό; γιατί δέχτηκες να γίνει προξενιό με μια τόσο νέα κοπέλα; Γέλασε ο Θανάσης πικρά  δεν ζήτησα γυναίκα να παντρευτώ Μαρίκα μια γυναίκα να με βοηθά στις δουλειές του σπιτιού ήθελα γιατί η Μαρία θα φύγει, γέννησε η κόρη της και θα πάει στη  Γερμανία να μείνει,είναι ξαδέλφη μου.
 Ωστε έχω ένα γιο ε; του έχεις μιλήσει για μένα; πες μου πως είναι ,θέλησε να μάθει ο Θανάσης,είναι πολύ όμορφος πετάχτηκε η Φρόσω και τώρα που σας βλέπω σας μοιάζει.Η Μαρίκα  εκανε μια κίνηση  με το  χέρι  προς τη Φρόσω σαν να της έλεγε σταμάτα.Όχι Θανάση, ο Ανέστης  θεωρεί για πατέρα του τον μακαρίτη τον άντρα μου αν και δεν τον γνώρισε ήταν μικρός όταν πέθανε.
Ώστε παντρεύτηκες ,καλά έκανες Μαρίκα ,πόσα τράβηξες και εσύ!
   Εντωμεταξύ ο Ανέστης  ήταν όλο νεύρα το πρωί, σκεφτόταν τη προηγούμενη μέρα που η Χάιδω θα δεχόταν για άντρα της έναν γέρο για τα λεφτά του και δεν υπήρχε και κανείς να του φτιάξει καφέ,μα που πήγαν και οι δυο πρωί πρωί;, για τον Ανέστη πρωί πρωί τώρα που είχε διακοπές από το πανεπιστήμιο ήταν  μία το μεσημέρι.Πήρε τηλέφωνο στη θεία του τη Φρόσω και το σήκωσε η Χάιδω , α εκεί μου είστε ,όχι Ανέστη μόνο εγώ είμαι εδώ, με τη μικρή ,η μητέρα σου δεν ξέρω που είναι κάπου πήγε με τη κυρά Φρόσω.
  Της έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα και ξεκίνησε για τη θεία του ,σχεδόν έπεσε πάνω στη μάνα του και τη θεία του ,έλα μέσα γιε μου πρέπει να μιλήσουμε του είπε η μάνα του κρύβοντας ένα δάκρυ ο Ανέστης πρώτη φορά την είδε έτσι αναστατωμένη.
 Η κυρά Φρόσω πήρε τη Χάιδω και τη κόρη της και βγήκαν στη βεράντα αφήνοντας την αδελφή της με το γιο της  να βρούνε μαζί το δρόμο για τη συμφιλίωση με το παρελθόν.
  
                             ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό τρίτο μέρος

Επιστρέφοντας στο σπίτι μετά την αποτυχία του προξενιού  ο καθένας έμεινε στη σιωπή του ούτε κουβέντα δεν άλλαξαν,  τα συναισθήματα που είχε ο καθένας  τα κράτησε για τον εαυτό του  .
Την επόμενη μέρα  η κυρά Μαρίκα σηκώθηκε πριν ακόμα φέξει,η Χάιδω την άκουσε και γύρισε να δει αλλά αυτή της είπε κοιμίσου λίγο ακόμη θα σου πω εγώ  όταν θα είναι η ώρα να σηκωθείς.
  Η  κυρά Μαρίκα μπήκε στη μικρή της κουζίνα έβαλε το μπρίκι για καφέ  και όταν έγινε άφησε τον εαυτό της να σωριαστεί σε μια καρέκλα.Αλλιώς τα υπολόγισα σκέφτηκε  ήθελε να φέρει τον κυρ Θανάση σε δύσκολη θέση  θα μου πεις τώρα τι φταίει και το έρμαιο το κορίτσι,όμως τα είχε σχεδιάσει όλα μόνη της ,δεν θα άφηνε τη Χάιδω να πάθει τίποτα,τη συμπαθούσε και τη πονούσε έτσι μοναχό που βρέθηκε στο κόσμο,ήταν έξυπνη γυναίκα η κυρά Μαρίκα ,αγράμματη αλλά έξυπνη ,η ζωή της έμαθε πολλά και κατά κάποιο τρόπο ο Κυρ Θανάσης έφερε μεγάλη ευθύνη.
  Ο  Θανάσης  πολλά χρόνια πριν όταν αυτή ήταν ακόμη κορίτσι  άβγαλτο  ήλθε  στη μικρή επαρχιακή τους πόλη  με μια ξένη εταιρεία για να κατασκευάσουν ένα εργοστάσιο.
Η Μαρίκα  εκείνη τη χρονιά είχε  χάσει τον πατέρα της σε μια κατολίσθηση στα μεταλλεία όπου δούλευε , τρία άτομα είχαν σκοτωθεί ,όλοι με γυναίκα και παιδιά,η μάνα της αναγκάστηκε να ξενοπλένει για να τα βγάλουν πέρα  ,η αποζημίωση που τους έδωσαν ήταν πολύ μικρή , γιατί αποφάνθηκαν ότι έφταιγαν οι εργάτες που βρέθηκαν σε εκείνη τη στοά ενώ είχε δοθεί εντολή να μην μπει κανείς,τι τα θες άντε να τα βάλεις με δικηγόρους.
   Η  Μαρίκα σταμάτησε και το γυμνάσιο για να βοηθάει τη μάνα της στα σπίτια που πήγαινε  και καμιά φορά έκανε λάντζα και σε καμιά ταβέρνα τα βράδια.
  Όταν  πρωτοείδε τον Θανάση δεν έδωσε και πολύ σημασία ,΄όχι γιατί δεν ήταν ωραίος,ίσα ίσα   ήταν πολύ όμορφος αλλά  όχι για αυτήν ήξερε τις δυνατότητες της και εξάλλου σιγά μην γύριζε να την δει,αυτός θα κοίταγε καμιά της τάξης του ή τουλάχιστον να έχει  χρήματα κάτι που η ίδια δεν είχε.
  Όμως  η μοίρα αλλιώς τα ήθελε και μια μέρα ήλθε η θεία της ,η αδελφή της μητέρας της να τους πει ότι ο καινούριος, δηλαδή ο Θανάσης που είχε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα  για τους επόμενους 6-8 μήνες μέχρι να τελειώσει η δουλειά του ,ήθελε μια γυναίκα για να του καθαρίζει το σπίτι,μάλιστα η εταιρία θα πλήρωνε και πολύ καλύτερα από ότι στα άλλα σπίτια που πήγαινε.
 Έτσι  γνώρισε τον Θανάση  ,η μητέρα της ανάλαβε να του  μαγειρεύει μερικές φορές μιας και δεν ήθελε να τρώει συνέχεια έτοιμα φαγητά από τα εστιατόρια.
  Συνήθως πήγαινε η μητέρα της στον Θανάση ,δεν ήθελε να στέλνει τη Μαρίκα  ήταν έξυπνη  γυναίκα δεν ήθελε η κόρη της να μπαινοβγαίνει στο σπίτι ενός εργένη.
  Η  ζωή για τη Μαρίκα συνεχειζόταν ανάμεσα στο σπίτι και στο να βοηθά και τη μάνα της όπου είχε ανάγκη στα σπίτια με την ελπίδα πως μόλις τελείωνε το εργοστάσιο  κανσερβοπιοίας να έπιανε εκει δουλειά ,ώσπου μια μέρα η μητέρα της αρρώστησε με πολύ ψηλό πυρετό και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι μια βδομάδα  .
   Αναγκαστηκά  η Μαρίκα ανάλαβε μερικές υποχρεώσεις  παραπάνω, στη δουλειά της μητέρας της μια από αυτές ήταν να πάει και στο σπίτι του Θανάση την ώρα που αυτός ήταν στη δουλειά  και να του συγηρίσει , να του βάλει πλυντήριο  και να του σηδερώσει  ,η μητέρα της  της είπε να μην πάει αλλά αυτή δεν ήθελε να χάσουν το μεροκάματο και ήξερε πως για αρκετές μέρες η άρρωστη δεν έπρεπε να βγει έξω,έτσι είπε ο γιατρός της Μαρίκας.
συνεχίζετε

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό δεύτερο μέρος

Οι   τρεις τους έφτασαν στο σπίτι  της αδελφής της κυρά Μαρίκας μισή ώρα πριν από το ραντεβού ,άνοιξαν την καγκελόπορτα  της μονοκατοικίας και πριν ακόμα φτάσουν στη πόρτα του σπιτιού ένα κορίτσι γύρω στα δώδεκα ήλθε τρέχοντας και έπεσε στην αγκαλιά του Ανέστη όλο γέλια ,αυτός τη σήκωσε και της έδωσε δυο σκαστά φιλιά στα μάγουλα και μετά την αγκάλιασε από τους ώμους και της έλεγε τρυφερά πόσο μεγάλωσε και αν είναι καλό κορίτσι και υπάκουο στους γονείς της.
    Η  Χάιδω  βλέποντας τη σκηνή με τον Ανέστη και το κορίτσι που δεν ήταν άλλη από τη ξαδέλφη του ,ήταν λες και έβλεπε άλλον άνθρωπο ,ήταν τόσο τρυφερός και καλός! γιατί να μην είναι έτσι και μένα αναρωτήθηκε.
   Η  κυρά Φρόσω  η αδελφή της κυρά Μαρίκας βγήκε και τους καλωσόρισε  ,ήταν μια γυναίκα γύρω στα  σαρανταπέντε λεπτή και όμορφη ,θα την ζήλευαν πολλές τριαντάρες,ήταν ευγενική και φάνηκε να χαίρετε πραγματικά όταν αγκάλιασε τη Χάιδω,αν και κοίταξε λίγο περίεργα την αδελφή της ,σαν να της έλεγε ,με σένα θα τα πούμε μετά.
   Όταν μπήκαν στο σπίτι βρήκαν και τον άντρα της  Φρόσως να διαβάζει   μια εφημερίδα καθιστός  στο σαλόνι,μόλις τους είδε σηκώθηκε τους χαιρέτισε εγκάρδια  και έπιασε κουβέντα με τον Ανέστη  για τι άλλο; τα αθλητικά  η  κυρά Μαρίκα δεν πρόλαβε να καθίσει και τη φώναξε η αδελφή της τάχα  να τη βοηθήσει σε κάτι. Έτσι η Χάιδω έμεινε μόνη με τη μικρή ξαδέλφη του Ανέστη μιας και οι δυο άνδρες είχαν απορροφηθεί με το ποια ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα.
  Από μέσα ακούστηκε η φωνή της κυράς Φρόσως λίγο έντονα ,σαν να  μάλωνε για κάτι την αδελφή της,ο Ανέστης κοίταξε σοβαρός τη Χάιδω, σχεδόν τρυφερά  και ένα αχνό χαμόγελο πήγε να φανεί στα χείλη του, η Χάιδω δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί και κτύπησε η πόρτα ,ο κυρ Θανάσης θα είναι είπε και σηκώθηκε να ανοίξει ο θείος του Ανέστη.
  Στη πόρτα φάνηκε μια γυναίκα μεγάλη που ζήτησε να δει την Μαρίκα  ο άντρας την πέρασε μέσα και φώναξε τη κουνιάδα του,τι τρέχει κυρά Πηνελόπη; γιατί ήλθες μόνη σου; Ο Θανάσης   έπεσε και έσπασε το χέρι του ,τον έστειλε ο γιατρός στο νοσοκομείο για να το βάλουν στο νάρθηκα ζητά συγνώμη για την αναστάτωση που σας έφερε.
  Η κυρά Μαρίκα για μια στιγμή νόμισε πως θα λιποθυμήσει  με το ζόρι κρατήθηκε για να μη φανερωθεί  το πόσο αναστατώθηκε,ευχαριστώ κυρά Πηνελόπη ,να πας στο καλό.
  Όταν έφυγε η γυναίκα η κυρά Μαρίκα είπε τα νέα στους υπόλοιπους που κάτι  κατάλαβαν αλλά δεν ήταν σίγουροι  ακριβώς τι έγινε,το σίγουρο όμως που έγινε ήταν ότι ο Ανέστης  έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης που μόνο ο θείος του τον άκουσε και χαμογέλασε μέσα του, η  αδελφή της κυρά Μαρίκας   πέταξε ένα ,δεν πειράζει νάνε καλά ο άνθρωπος και κάθε εμπόδιο για καλό και κοίταξε τρυφερά τη Χάιδω  η οποία  δεν περίμενε να χαρεί τόσο που δεν έγινε το προξενιό τουλάχιστο προς το παρών,η δε κυρά Μαρίκα  τα είχε εντελώς χαμένα ,μόνο το μικρό κορίτσι είπε ,τελικά θα φάμε;
   Συνεχίζετε

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Το προξενιό

Η Χάιδω  κοίταξε στο μικρό  θαμπό καθρέφτη και μ' έναν αναστεναγμό ίσιωσε το τριμμένο φόρεμα  που της είχαν  δώσει  πριν  τρία χρόνια  στο ορφανοτροφείο  ,ήταν ρούχα που έδιναν είτε γιατί δεν τους άρεσαν είτε γιατί πέρασε η μόδα.
   Η μόδα ήταν κάτι που η  Χάιδω δεν την είχε φορέσει ποτέ ,πάντα φορούσε ρούχα   τα οποία κάποια άλλα κορίτσια τα είχαν  βαρεθεί.
   Από δίπλα άκουσε τη θεία της  τη κυρά Μαρίκα  που κάτι έλεγε στο γιο της τον Ανέστη, στη πραγματικότητα μακρινή συγγενής ήταν ,ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν  τρίτος ξάδελφος του παππού της Χάιδω.
   Στα εικοσιδύο της  η Χάιδω γνώρισε τη γυναίκα αυτή και το γιο της που ήταν εικοσιπέντε χρονών   και εντελώς ανεύθυνο άτομο,απορούσε που ο Βασίλης ήταν φίλος με αυτό τον νεαρό,εκείνος ήταν σοβαρός και δούλευε όταν έκλεινε η σχολή του στο καφενείο του πατέρα του,αντίθετα ο Ανέστης το μόνο που έκανε ήταν να κοιμάται σχεδόν όλη μέρα για να έχει όρεξη να βγει το βράδυ και να γυρίσει σπίτι   τις πιο πολλές φορές μεθυσμένος.
  Η  κυρά Μαρίκα εδώ και ένα χρόνο που πήρε τη Χάιδω από το ορφανοτροφείο  και την έφερε στο σπίτι,  όταν ερχόταν  ο γιος της από την Αθήνα   δεν άφηνε  τη Χάιδω να κοιμάται στο κουζινάκι αλλά την έπαιρνε στο δωμάτιο της και  έβαζε ένα ράντζο  για να κοιμάται εκεί,δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο κανακάρη της. Είχε άλλα σχέδια για το κορίτσι.
  Η Χάιδω  έπιασε τα όμορφα μαλλιά της  με ένα κοκαλάκι   και κοιτάχθηκε ξανά στο καθρέφτη,  το πρόσωπο της ήταν κατάχλομο  ,έβγαλε το κοκαλάκι και άφησε τα μαλλιά της να πέσουν πίσω στη πλάτη της ,καλύτερα έτσι σκέφτηκε ,έτσι δεν θα δούνε τη θλίψη μου ,τα μαλλιά θα σκεπάζουν κάπως το πρόσωπο μου, πήρε μια βαθιά ανάσα για να αποφύγει τα δάκρυα που ερχόντουσαν και βγήκε έξω.
   Σχεδόν έπεσε πάνω στον Ανέστη, ε ε που πας Χάιδω, Χαϊδούλα  Δούλα;  Έτσι την έλεγε από τότε που την έφεραν στο σπίτι  Δούλα  ,τάχα μου  χαϊδευτικά του Χαϊδούλα και αυτή στην αρχή έκλαιγε  μετά όμως  δεν του έδινε σημασία,ειδικά από τότε που τον κατσάδιασε ο φίλος του  ο Βασίλης δεν το έλεγε συχνά  ,σήμερα όμως το είπε και το είπε όλο κακία,η Χάιδω γύρισε αλλού το βλέμμα και τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη.
  Η  κυρά Μαρίκα βγήκε από τη κουζίνα και κοίταξε τη κοπέλα μετά κοίταξε το γιο της  και του έβαλε τη φωνή,πρώτη φορά τον μάλωνε που είπε τη Χάιδω Δούλα. Πάμε τους είπε και απευθυνόμενη στο γιο της του είπε ,εσύ  δεν θα μιλήσεις καθόλου άκουσες; Ο  Ανέστης δεν αποκρίθηκε παρά μουρμούρισε  μέσα από τα δόντια του ,μωρέ ας μη μου έταζε ο κυρ Θανάσης  να μου πάρει  αμάξι και θα σου έλεγα ,αλλά έχε χάρη, λες και δεν ξέρω γιατί κάνεις αυτό το προξενιό.
   Στο δρόμο για το σπίτι της αδελφής  της κυρά Μαρίκας  ο καθένας είχε τις δικές του σκέψεις ο Ανέστης σκεφτόταν τα αμάξι που θα κέρδιζε αν γινόταν το προξενιό με τη Χαϊδούλα  ,μέσα του πάντα έτσι τη έλεγε  ,η  κυρά Μαρίκα σκεφτόταν την ανακαίνιση που θα έκανε στο σπίτι της με έξοδα του κυρ Θανάση  και η Χάιδω σκεφτόταν  ότι ήταν αναγκασμένη να παντρευτεί έναν εξηντάρη  για να φύγει από τη μιζέρια  και να είναι δούλα   της κυρά Μαρίκας ,γιατί η κυρά Μαρίκα δεν τη πήρε στο σπίτι γιατί ήταν πονόψυχη αλλά για να έχει  κάποια να της κάνει τις δουλειές  και να παίρνει και το επίδομα που έδινε για ένα χρόνο το ορφανοτροφείο  σε αυτούς που φιλοξενούσαν τα ορφανά  μέχρι να γίνουν οι κατασκευές  που προξένησε ο σεισμός.
  

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Εδώ ο καλός μανάβης

Πήγα στο πανηγύρι του  χωριού του συζύγου, είχε μια ορχήστρα με δημοτικά ,λαϊκά και δεν συμμαζεύεται .
 Είχε δροσιά και αυτό μετράει πολύ περισσότερο για μένα από τα πανηγύρια(άλλο η γιορτή της Παναγίας) και άλλο τα παναύρκα.
 Σας βάζω και φωτογραφίες από τα ζωάκια ΜΑΣ  και τα φυτά ΜΑΣ.Έχουμε και πατάτες,χα χα χα

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Ο Νικολόπουλος ήταν υπέροχος.

Η   βραδιά ήταν υπέροχη  ο Νικολόπουλος  ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ και τα παιδιά  που ερμήνευσαν τα τραγούδια του υπέροχα.
Διερωτάσαι καμιά φορά πως μπορεί κάποιος με ένα μπουζούκι να ξεσηκώνει το κόσμο και όμως μια χαρά ξεσήκωσε όλο το κόσμο που τραγούδησε ,χόρεψε και χειροκρότησε  πολύ.
 Δεν είναι τυχαίο, ο άνθρωπος  ξέρει τη δουλειά του ,απλός και αγαπητός.Μακάρι οι καινούριοι που μας ξεφυτρώνουν κάθε μέρα  και θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες να έχουν κάτι από το νυχάκι που κόβει και πετάει από το μικρό του δαχτυλάκι.
  Απόψε έχουμε το τρύφωνο  λέω να πάω.

Υ.Γ.Είχα γυρίσει  και βίντεο αλλά δεν κατάφερα να το βάλω 

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Ενα μικρό δείγμα

Ένα μικρό δείγμα  από  την αποψινή βραδιά εκεί θα είμαι  δεξιά και αριστερά θάλασσα και στην εξέδρα ο Χρήστος Νικολόπουλος ,φυσάει και ένα αεράκι!!!!
 Βγήκα στη ταράτσα και  πήρα μάτι ,αύριο περισσότερα από  ΕΚΕΙ!!!!!!!!!!