Είναι αυτές οι φορές που δεν έχεις τίποτα να γράψεις ! Θα μου πείτε και αφού δεν έχεις τίποτα να γράψεις ,γιατί το κουράζεις;
Πιστεύω πως για να καθίσει κάποιος μπροστά σε μια σελίδα άδεια και να πατήσει το πρώτο γράμμα τη πρώτη λέξη,πάει να πει πως έχει πολλά μέσα του για να γράψει και όταν είναι πολλά ίσως και να μην ξέρει από που να αρχίσει.
Να μιλήσει για το τάδε θέμα; για το άλλο; μπα δεν νομίζω να ενδιαφέρει και πολύ τον αναγνώστη τι έκανες εσύ στη δουλειά σου και αν κουράζεσαι και αν δεν πληρώνεσαι όπως πρέπει και χίλια δυο άλλα επαγγελματικής φύσεως.
Να πεις για τις δουλειές του σπιτιού;; αστείο πράμα οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ .
Να πεις τα προσωπικά σου;; εεεε μα τότε τι προσωπικά θα είναι;; να σε πιάσουν και στο στόμα τους!!!!!!!!!
Να πεις για τη γάτα σου;; ωραίο θέμα ,αλλά είναι και κάποιοι που δεν γουστάρουν τα ζωντανά και υπάρχουν πιο σοβαρά προβλήματα στον κόσμο από το αν σε τραβά κάθε πρωί η γάτα σου από το πόδι για να σηκωθείς από το κρεβάτι να της βάλεις φαΐ.
Να πεις για τη βόλτα που κάνεις στην παραλία;
Ναι θάλεγα οτι είναι καλό θέμα να ακούς τη θάλασσα να βλέπεις τις βαρκούλες να λικνίζονται ,να βλέπεις στις καφετέριες τους θαμώνες να πίνουν τον καφέ τους ,το ούζο τους την πορτοκαλάδα τους και να ακούς τα γέλια τους!( αυτό μην το πάρετε της μετρητοίς) έχουν κοπεί τα περισσότερα γέλια τώρα τελευταία. Λόγω Τρόικας εεεε όχι δεν θα πούμε για την τρόικα
Αυτούς απλά θα τους εξορκίζουμε όσο μπορούμε,
Ας προχωρήσουμε όμως τη βόλτα μας ας πάρουμε το δρόμο που η παραλία δεν έχει πλακόστρωτο και πολυκοσμία ας πάμε εκεί που είναι τα βότσαλα εκεί που το κύμα σκάει και σβήνει πάνω στα βότσαλα εκεί που μπορείς να βγάλεις τα παπούτσια σου και να αφήσεις τη θάλασσα να σε χαϊδέψει,εκεί που μπορείς να μαζέψεις κάποια κοχύλια.
Και εκεί που κάθετε η παχουλή κυρία με το παχουλό αγόρι και με ένα καλάμι ο καθένας ψαρεύουν! Ναι είναι όμορφη σκηνή εδώ είναι ήσυχα και το μόνο που ακούγετε είναι το πλαφς της θάλασσας και κάποια βάρκα που γύρνα στη μαρίνα γιατί ήδη άρχισε να νυχτώνει.
Σήκω τώρα από το πεζούλι βάλε τα βρεγμένα σου πόδια στα πέδιλα σου και γύρνα σπίτι η ψυχή σου γαλήνεψε πια!
Και όπως είπε και ένα γέρος σοφός ,Όταν η ψυχή ακούει το θόρυβο από τα κύματα της θάλασσας η ψυχή αναπηδά και (καπαρτίζει) φουσκώνει από ευχαρίστησή!
Η γη που αγαπήσαμε ,η γη που αναστηθήκαμε ,η γη που μεγαλώσαμε,εκεί που κάναμε όνειρα ,εκεί που νιώσαμε τα πρώτα χάδια των γονιών μας ,εκεί που ακούστηκε το πρώτο κλάμα μας ,το πρώτο γέλιο μας .
Η γη που δέχτηκε τα πρώτα μας μικρά βηματάκια καθώς και όλο μας το μικρό κορμάκι όταν προσπαθούσαμε να σταθούμε και το κέντρο βάρους δεν υπάκουε με αποτέλεσμα να πέφτουμε πάνω στη γη που πάντα μας δεχόταν με αγάπη!
Η γη που νομίζαμε πως πάντα θα είναι δική μας και από πάνω ο γαλάζιος ουρανός με τον ολόλαμπρον ήλιο και την νύκτα με τα άπειρα αστέρια .
Η γη μας που μας έδινε ψωμί να φάμε ,που κρατούσε τα σπίτια μας όρθια για να μπορούμε εμείς να έχουμε προφύλαξη από τον ήλιο ,τη βροχή, τον αέρα.
Το σπίτι μας ,ζεστό το Χειμώνα ,δροσερό το Καλοκαίρι.
Το σπίτι μας με τις μυρωδιές των φαγητών που έφτιαχνε η μάνα ,με τα γέλια και τα βάσανα που όλα μαζί ένωναν την οικογένεια!
Οι μυρωδιές που έβγαιναν ως έξω στην αυλή , στο δρόμο,τα γέλια που ακούγονταν ως έξω στην αυλή .
Η αυλή μας με τα λουλούδια της με τη κληματαριά που μαζεύαμε τα φρέσκα κληματόφυλλα για να κάνουμε κουπέπια και μετά γινόταν το βέρικο σταφύλι και γέμιζε ο τόπος σφήκες να το φάνε και μεις βάζαμε σακούλια να το προφυλάξουμε.
Τα τέσσερα μας πεύκα ένα για κάθε παιδί εκεί που έδενε ο πατέρας μου ένα χοντρό σχοινί για να μου κάνει κούνια και να χαίρομαι.
Οι αμυγδαλιές που την Άνοιξη ήταν σαν νυφούλες στην άκρη του χωραφιού και αργότερα που άρχιζαν οι καρποί και πριν ακόμα γίνου σκληροί μαζί με τα άλλα παιδιά να βάζουμε αλάτι σε ένα χαρτάκι και να σκαρφαλώνουμε να κόψουμε αμύγδαλα πράσινα άγουρα να φάμε και να ανακατώνετε το αλάτι μαζί με το ξινό αμύγδαλο και μεις να κλείνουμε τα μάτια από αυτή την ηδονική γεύση.
Ο δρόμος , αυτός που σου δείχνει το σπίτι σου ,η σιγουριά του ,που ξέρεις το κάθε καντούνι, τη κάθε λακκούβα , την κάθε πέτρα το κάθε λουλουδάκι που βγαίνει, την κάθε μυρμηγκοφωλιά.
Η γειτονιά σου ,οι αγαπημένοι σου γείτονες , στα καλά και στα άσχημα η καλημέρα τους η καλή τους η κουβέντα ,η καληνύχτα τους.
Όλα αυτά είναι ο τόπος σου ! Όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να στα πάρει ,μπορεί να έφυγες από εκεί που έκτισες τις αναμνήσεις σου και άλλοι να τέρπονται τους κόπους σου να βλέπουν και να ζουν στη γη σου ,τις αναμνήσεις σου όμως δεν μπορούν να στις πάρουν ! Ποτέ!
υ.γ.Πολλοί θα πείτε ίσως ,και τι να κάνω τις αναμνήσεις; Μα αν τις ξεχάσουμε ,αν τις αφήσουμε να φύγουν , θα είναι σαν να ξεχνάμε και αφήνουμε να φύγει και η γη μας!
Το παράθυρο ήταν πράσινο δίφυλλο με γρίλιες από την μέσα μεριά ήταν τα τζάμια δίφυλλα και αυτά ανοιγόμενα ,όχι όπως τα σημερινά που είναι συρόμενα ,ήταν ανοιγόμενα άνοιγαν διάπλατα και τα έξω και τα μέσα όπως οι καρδιές των ανθρώπων εκείνης της εποχής.Ανάμεσα στα δυο αυτά ήταν σίδερα κάθετα και οριζόντια όσο για να μην μπορεί να μπει κα΄ποιος κλέφτης,ποτέ δεν ακούσαμε στο χωριό μας να μπει κλέφτης ,όμως δεν νιώθαμε φυλακισμένοι επειδή υπήρχαν σίδερα ,δεν ήταν όπως της φυλακής τα σίδερα απλά ένιωθες μια ασφάλεια που κατά βάθος ήξερες πως και να μην υπήρχαν δεν θα διέτρεχες κανένα κίνδυνο.
Όταν ήταν ανοικτά ερχόντουσαν μέσα όλες οι μυρωδιές από τη φύση από τους ανθούς των πορτοκαλιών από τα λουλούδια,από τη μυρωδιά που έβγαζε το χώμα στις πρώτες σταγόνες βροχής,εκείνη την αποπνικτική μυρωδιά που όμως αγαπούσα.
Ακόμη και τώρα όταν πέφτει η πρώτη βροχή αν και με πνίγει εγώ την αγαπώ ,μου θυμίζει....
Κάθε φορά που γυρνούσα στο σπίτι μου είτε από παιχνίδι στη πέρα γειτονιά ,είτε από την δουλειά μου αργότερα που ήμουν πιο μεγάλη ,πάντα κοιτούσα από το παράθυρο να δω ,ήθελα πάντα να δω αν ήταν η μανα μου μέσα στο σπίτι ,σχεδόν πάντα ήταν σχεδόν έμπαινα τρέχοντας μόλις την έβλεπα!
Καλημέρα μπήκε από το παράθυρο καληνύκτα βγήκε από το παράθυρο.
Δεν θέλω να γραψω τίποτα άλλο ,πονάει!
Είναι ο Αύγουστος ο πικρός ,πικρός γιατί από το 1974 και μετά έγινε από μήνας καλοκαιριού ,μήνας πένθους!.
Η Κύπρος θρηνεί αυτό το μήνα σχεδόν όλοι έχουν μια μαύρη επέτειο αυτό το μήνα.Μα κάποιος έχασε το παιδί του στο πόλεμο ,κάποια τον σύζυγο κάποια παιδιά τον πατέρα και κάποιοι τα αδέλφια του.
Κάποιοι πάλι έχασαν τα σπίτια τους ,τις περιουσίες τους,ναι θα μου πείτε δεν μετράει όπως να χάσεις μια ψυχή έναν δικό σου άνθρωπο,συμφωνώ απόλυτα,αλλά τα πράγματα έτσι είναι άλλοι χάνουν ανθρώπους και άλλοι περιουσίες και ενίοτε και τα δυο άλλα είμαι σίγουρη ότι μπροστά στον ανθρώπινο χαμό να χαθούν οι περιουσίες.
Δυστυχώς δεν υπήρχε επιλογή σε αυτό το θέμα.
Πέρασαν 38 χρόνια προσφυγιάς και η ζωή συνεχίζετε ευτυχώς κάποιοι τα πήγαν καλύτερα απ' ότι ήταν στους τόπους τους κάποιοι ίσως όχι. Είναι θέμα περιουσιακό είχαν πολλά στον τόπο τους και τώρα έχουν για αποζημίωση ένα σπίτι όπως και ένας που είχε ένα σπίτι τώρα έχει πάλι ένα σπίτι.
Έχω ακούσει πολλές φορές να λένε για τις περιουσίες τους από κει ,σχεδόν όλοι είχαν περιουσία έτσι λένε ,έτσι ακούω .Ένα είναι το σίγουρο όλοι πονάνε το ίδιο και αυτοί με τα πολλά και αυτοί με τα λίγα , ο πόνος τους βέβαια δεν φτάνει τον πόνο αυτών που έχουν αγνοούμενους ή έχουν θάψει δικούς τους ανθρώπους που ήταν θύματα αυτού του πολέμου.
Εμένα μου λείπει ο ουρανός πάνω από το χωριό μου ,τα αστέρια ,πουθενά δεν έχω δει τόσο λαμπερά αστέρια όπως όταν καθόμουν το βράδυ στην αυλή μας.
Και το ηλιοβασίλεμα σου μάτωνε τη καρδιά.
Τώρα τι θέλω να πω εγώ; Τίποτα!!!!!
Μια φορά και ένα καιρό ... κάπως έτσι δεν αρχίζουν τα παραμύθια;; αυτά με τις βασιλοπούλες και τις νεράιδες;
Το δικό μου μπορεί να είναι παραμύθι αλλά και πάλι μπορεί να είναι μια ιστορία που έρχεται από μια χώρα ,μπορεί νάχει αλήθειες αλλά και του μυαλού παιχνίδια .Αν την διαβάσετε μπορεί να δείτε δικές σας αλήθειες αλλά και ψέματα μέσα.
Και η (παραμυθοϊστορία) αρχίζει.
Τι όμορφο πηγάδι! αναφώνησε το κορίτσι πρώτη φορά το βλέπω! Μάνα γιατί δεν με ξανάφερες εδώ; Γιατί ήσουν μικρή και φοβόμουν μην κοιτάξεις και ζαλιστείς και πέσεις μέσα!
Αχ μάνα θα είμαι προσεχτική θα γεμίζω τη στάμνα μου και θα φέρνω στο σπίτι μας το νερό να πλένεις τα άσπρα μας σεντόνια και να μοσχοβολάνε , να πίνει ο πατέρας σαν έρχεται από τα χωράφια , να πίνει ο αδελφός μου σαν φεύγει με τους φίλους του για να βρίσκει το δρόμο του γυρισμού ,να πλένω το πρόσωπο μου το πρωί για νάχω τη δροσιά του και για να δίνω στον αγαπημένο μου να μην με λησμονεί όταν θα είναι μακρυά μου ,είπε το κορίτσι και στα τελευταία του λόγια κοκκίνισε.Η μανα της χαμογέλασε κρυφά και της είπε σε τόνο αυστηρό,ει σαι μικρή γι' αγάπες.
Τώρα το νερό στο σπίτι το πήγαινε η κόρη που όσο μεγάλωνε όλο και πιο όμορφη γινόταν και οι νέοι όλοι την κοιτούσαν που άνθιζε και ομόρφενε και είχε καλοσύνη πάνω της περίσσια και είχε όλα τα κορίτσια φίλες της και κάθε πρωί κοιτούσαν τις αχτίδες του ήλιου να πέφτουν μέσα στο πηγάδι και να γίνετε καθρέφτης το νερό , το βράδυ όταν είχε φεγγάρι, όλοι οι ερωτευμένοι καθόντουσαν και το χάζευαν να αντανακλά εκεί μέσα στο πηγάδι και να ρίχνουν τον κουβά για να το πιάσουν.
Λένε πως όμοιο του δεν υπήρχε ,το νερό του ήταν κρύσταλλο και ποτέ δεν στέρευε ακόμη και όταν τα άλλα πηγάδια στέρεψαν αυτό πάντα είχε νερό.
Και μια μέρα θλιβερή και μια μέρα μαύρη ήλθε ο πόλεμος στον τόπο και το κορίτσι πήγε να πάρει νερό να πιει ο αδελφός πριν φύγει για τον πόλεμο, να βρει τον δρόμο να γυρίσει πίσω ,να πιει ο αγαπημένος για να μην τη λησμονήσει εκεί που θα πολεμά τον εχθρό ,να πιει ο πατέρας που στέγνωσε το στόμα του από τον καημό, για να βάλουν στο πρόσωπο της μάνας που λιγοθυμούσε βλέποντας το παιδί της να φεύγει μέσα στη φωτιά του πολέμου.
Και ήλθε ο πόλεμος σιμά, δίπλα στο πηγάδι και κρύφτηκε ο ήλιος μαζί με το φεγγάρι, δεν ήθελαν να δουν ξανά το πρόσωπο τους εκεί, γιατί είδε πολλά το πηγάδι και το νερό του έγινε πικρό φαρμάκι και θόλωσε σαν έπεσαν μέσα τα δάκρυα του κοριτσιού και σιγά σιγά άρχισε να στερεύει , ώσπου μια μέρα άρχισαν να πέφτουν μέσα οι πέτρες και να κλείνει και σαν έκλεισε από πέτρες ήλθαν και οι εχθροί και έριξαν μέσα μικρά χαλίκια να γεμίσει να μην βρίσκει τόπο το νερό να βγει πάνω και κάκιωσε ο κόσμος γύρω και παρασύρθηκε και έριξε μέσα άμμο να κλείσει καλύτερα η όποια χαραμάδα υπήρχε, να μην ξαναβγεί το νερό .Τώρα πια ο αδελφός δεν βρήκε το δρόμο να γυρίσει και ο αγαπημένος της τη λησμόνησε κανείς δεν τον ξανάδε και ο ο πατέρας που στέγνωσε το στόμα του από τη δίψα του χαμένου γιου σταμάτησε να μιλά, κανείς ποτέ δεν άκουσε τη μιλιά του σαν έπαψαν τα όπλα και ο γιος του δεν γύρισε ούτε ζωντανός ούτε νεκρός και η μάνα ζωντανή νεκρή περιμένει πότε θα ξαναγεμίσει το πηγάδι με νερό της αγάπης ,νερό που σαν το πιεις βρίσκεις το δρόμο του γυρισμού.
Και μαράζωσε η κόρη και στέγνωσαν τα δάκρυά της πειμένοντας μιαν αυγή να δει τον ήλιο ,περιμένοντας να δει μια ολόγιομη νύκτα με φεγγάρι !
Και ο κόσμος διχάστηκε και όλο ρίχνουν μέσα στο πηγάδι άμμο να μην βγει στο φως του ήλιου και του φεγγαριού το νερό και περιμένουν οι μανάδες τα παιδιά τους και περιμένουν τους αγαπημένους τους οι κοπέλες και περιμένει τον πατέρα το παιδί που τώρα έγινε άντρας, πατέρας, παππούς.Και το πηγάδι μένει κλειστό !
Υ.Γ. Ασφαλώς και δεν έχει ωραίο τέλος το παραμύθι μου!.
Πάντα λαλώ εν θα ξαναγράψω για την κύπρο τσιαι για τους καημούς της.
Τσιαι πάντα ειδικά τούντες μέρες βρίσκουμε δαμέ σοβαρή τσιαι προβληματισμένη να θέλω να φκάλω τη ψυσιή μου να την απλώσω σαν σεντόνι μπροστά σας για να δείτε όσα θέλω να πω για την πατρίδα μου.
Μα ίντα να πει το πλάσμα; που εναν ολόκληρο μήναν πάνω στο κορμίν της Κύπρου άψασιν φωθκιές τσιαι τα παιθκιά της τσιαι ο βάρβαρος οχτρός;!
Ενα μήνας ! απού τις 15 Ιούλη ως τις 15 Αυγούστου ήταν λαμπρόν που οπου επέρναν έκρουζε!
Εμαύρισεν η πλάση τζιαι μέσα στις ψυσιές των πλασμάτων τζιαι πάνω στη ράσιη της γης.
Εβουρούσαν οι μανάες αλαφιασμένες να ποσιερετήσουν τα παιθκιά τους πούτουν να παν στο πόλεμο ,έτσι χωρίς όπλα !
Ανακαλιούνταν μες τες στράτες για το κακό που τους ήβρεν.
Εθωρούσαν τσιαι κόσμον ξένον που έρκετουν στα χωρκά τους
τσιαι ενεν μπορουσαν να καταλάβουν ίντα θέλουν δαμέ τούντα πλάσματα; εν πρόσφυγες; ίντα πα να πεί πρόσφυγας;
Εν να μάθεις σε λλίον τσιαι σου ! Δώκε ενα πιάτο φαϊ στα πλάσματα τσιαι στρώσε χαμέ να περασουν την νύκτα τσιαι αύριον εν μαζί που εν να βουράτε να πάτε πάρα τζιει
Μα που να πάμε; επελλάναν μας τσιαι τούτα τα αεροπλάνα
εψές ούλλη νύκτα ο Πενταδάκτυλος έκρουζεν ,σχεδόν ένιωθες την καυτή φλόγα στο πρόσωπο σου,θαρκούμε το πρωίν το πρόσωπο μου είσιε πάνω καπνιά! Μα εν τόσο μακρυά εν γίνετε ναν που τσιαμέ!
Θωρώ το πρόσωπο μου τσιαι θαρκούμε ότι ακόμα η καπνιά εν πάνω !Εβαλα το πρόσωπο μου κάτω που τη φουντάνα αλλά ένε καθάρισε!
Ενεν η καπνιά του πενταδάκτυλου τούτη που θωρείς εν η μαυρίλα που απλώνετε σιγά σιγά μες τη ψυσιή σου ,ποσιερετα το σπίτι σου τσιαι τράβα ψηλά στα βουνά, που την αντίθετη μερκάν του Πενταδάκτυλου .
Μα εν θέλω να φύω !αν δεν φύεις εν θα ξαναδείς τον ήλιο εν θα ξαναδείς τους φίλους σου εν να χαθείς για πάντα !
Θέλω να ξαναδώ τσιαι τον ήλιο τσιαι τους φίλους μου, μα τσιαι το σπίτι μου ,την αυλή μου το γαλάζιο του ουρανού που θαρκούμε την νύκτα εν εσιει πουθενά τόσα αστρα ο ουρανός όσα εσιει τούτος που εν πουπαναθκιό του σπιθκιού μου!
Φύε λαλώ σου τσιαι μεν δικλησεις πίσω έρκουντε !
Καλόν εν να φύω ! αλλά εν να ξανάρτω ! εν να ξανάρτω! μα γιατί εν μου απαντάς; που είσαι; απάντα μου ! Εν να ξανάρτω ! Απάντα μου!