Ένιωθε περίεργα βλέποντας μετά από δεκαπέντε χρόνια τον τόπο αυτόν που γεννήθηκε και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τη μάνα του ,αυτό θυμόταν μόνο αυτό ήταν και το μόνο ευχάριστο που θυμόταν .
Την ίδια την μάνα του ,τη μορφή της δηλαδή με δυσκολία έφερνε στο μυαλό του ,πιο πολύ θυμόταν μια φιγούρα λεπτή όχι πολύ ψηλή ,αλλά χαρακτηριστικά δεν θυμόταν.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο του στην άκρη του δρόμου στην αρχή του χωριού και κοίταξε πέρα τον στενό δρόμο με τα καινούρια σπίτια που φανέρωναν την ευημερία των κατοίκων .Βέβαια θάλεγε κανείς πως ήταν ακατοίκητο μια και δεν έβλεπε ψυχή πουθενά ,εκτός από ένα σκυλί που κυνηγούσε μια γάτα.
Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε και μια γυναίκα φτωχικά ντυμένη έτρεχε πίσω από ένα παιδί φωνάζοντας του να σταματήσει γιατί δεν το προλάβαινε, κι' αυτό αναψοκοκκινισμένο σταματούσε κοιτούσε πίσω του για μια στιγμή και όταν το πλησίαζε η γυναικεία φιγούρα ξανάρχιζε το τρέξιμο γελώντας.
Θυμόταν και το βράδυ που ένα γυναικείο χέρι το χάιδευε λέγοντας του όμορφα λόγια μέχρι να το πάρει ο ύπνος ,ένας ύπνος που δεν ερχόταν γρήγορα γιατί το στομάχι διαμαρτυρόταν .
Στα έξι του η φιγούρα χάθηκε μόλις είχε αρχίσει να πηγαίνει σχολείο ,του είπανε πως η μάνα του πήγε στους ουρανούς και αυτός πίστεψε ότι σε λίγο θα πήγαινε να την βρει και ρώτησε μια μέρα τον δάσκαλο κύριε πότε θα έρθει το αυτοκίνητο να με πάρει κοντά στη μανούλα μου που είναι στους ουρανούς?Ο Δάσκαλος εκείνη τη μέρα κάθισε και του εξήγησε όσο μπορούσε για τον θάνατο, να μπορέσει ένα παιδί έξι χρονών να κατανοήσει την απώλεια της μάνας του μια και πατέρας δεν υπήρχε πουθενά? .
Κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο πατέρας εκτός από τη μάνα του και τον ίδιο τον πατέρα που απείλησε την γυναίκα ότι αν τολμήσει να μιλήσει θα της έπαιρνε το παιδί και θα το έστελνε σε ορφανοτροφείο ή ακόμα θα το έστελνε μακριά σε άλλη χώρα να το μεγαλώσουν ξένοι.
Έτσι η φουκαριάρα μπροστά στο φόβο να χάσει το μονάκριβο της δεν μίλησε, εξάλλου που θα μιλούσε δεν είχε κανένα συγγενή, μοναχοπαίδι ήταν και οι γονείς της είχαν έρθει από αλλού σ' αυτό το μικρό χωριό, μόνο μία φορά έφυγε από το χωριό της και αυτό ήταν μόλις ο γιος της έκλεισε ενός έτους, τότε έγιναν και τα βαφτίσια του , νονά του έγινε μια σε μεγάλη ηλικία γυναίκα που πήγαινε καμιά φορά και τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού.
Εκείνη την ημέρα που έλειψε από το χωριό πήγε στη πόλη μαζί με το παιδί και γύρισε το βράδυ, σε κανένα δεν είπε τίποτα ούτε που πήγε, ούτε τι έκανε και στη κουμπάρα της ακόμα είπε ψέματα, πως γύρεψε το παιδί σε γιατρό γιατί τώρα τελευταία έκλαιγε συνέχεια το βράδυ.
Μια μέρα αρρώστησε η μάνα του Σωτήρη και σε δυο μήνες πέθανε, τους πρώτους τρεις μήνες τον πήρε κοντά της η νονά του αλλά καθώς ήταν μεγάλη δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει καθώς αυτός ήταν σε μια ηλικία που ήθελε φροντίδα ,εξάλλου δεν άντεχε κάθε μέρα να τον βλέπει να κλαίει και να ζητά τη μάνα του,έτσι πήγε στον δάσκαλο και αυτός με τη σειρά του στον πρόεδρο του χωριού για να δούνε τι θα κάνουν με το ορφανό.
Ο πρόεδρος του χωριού ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας, ήταν παντρεμένος και είχε πέντε παιδιά από δεκαεφτά έως πέντε χρονών ,είχε δυο γιους και τρία κορίτσια ,η γυναίκα του ήταν μικροκαμωμένη που βλέποντας την απορούσες πως τα έβγαζε πέρα με τόσα παιδιά και με έναν άντρα σαν τον κύριο πρόεδρο που του έφτανε μέχρι τη μέση.
Ο μικρός Σωτήρης έβλεπε μια τον πρόεδρο μια τον δάσκαλο μια την νονά του και προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι το ίδρυμα , αν και καμιά φορά ξέφευγε από τη προσοχή τους και κοιτούσε προς την πόρτα που ένα μικρό κορίτσι παρακολουθούσε και του έγνεφε να πάει προς τα κει,αυτός όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του ,του το ξεκαθάρισε η νονά του ,εκεί που θα πάμε δεν θα βγάλεις άχνα, ήταν και ο κύριος πρόεδρος που τον κοιτούσε σχεδόν θυμωμένα ,αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, αυτός δεν κουνήθηκε από τη θέση του ούτε άπλωσε το χέρι του να πάρει το γλυκάκι που πρόσφερε η κυρία του προέδρου,γιατί φοβόταν έτσι που τον κοιτούσε ο πρόεδρος.
Μετά από ώρα και αφού κόντευε να τον πάρει ο ύπνος μια και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν οι μεγάλοι, παρόλο που μιλούσαν γι' αυτόν, η νονά του τον σκούντηξε και αυτός κόντεψε να πέσει από την καρέκλα.Αρχισε τότε ο δάσκαλος να του λέει για το ίδρυμα και πόσο ωραία θα ήταν, θα είχε φίλους ,ζεστό φαΐ, ρούχα και πολλά άλλα που δεν είχαν σημασία γιατί αυτός δεν ήθελε να πάει πουθενά. Αυτός προτιμούσε να μείνει με την νονά του και τους φίλος που είχε τώρα. Κλαίγοντας υποσχόταν πως θα ήταν καλό παιδί και δεν θα έτρωγε κάθε βράδυ για να μην τη κουράζει,δεν ξέρει γιατί αλλά ο δάσκαλος σκούπισε τα μάτια του και ο πρόεδρος κοιτούσε αλλού όταν τους παρακαλούσε να μην τον διώξουν μακριά.
Μετά από δυο μέρες ήλθαν στο χωριό ένας κύριος μαζί με δυο κυρίες και τον πήραν, η νονά του ετοίμασε ένα μικρό μπογαλάκι με τα ρούχα του και το φίλησε συμβουλεύοντας τον να είναι καλό παιδί, αυτός γαντζώθηκε πάνω της και η ηλικιωμένη γυναίκα για πρώτη φορά λίγησε και άρχισε να κλαίει κοίταξε τον πρόεδρο ζητώντας του ένα ίχνος πως αν την βοηθούσε θα κρατούσε το παιδί, αυτός αντίθετα το τράβηξε απότομα από κοντά της και το παρέδωσε στους ξένους που ήλθαν να τον πάρουν.
Τα χρόνια πέρασαν ,δύσκολα χρόνια χωρίς μητρική αγάπη μόνο κάποια καλά λόγια από κάποιες κυρίες που ερχόντουσαν και φέρνανε ρούχα γλυκά και αυτά στις γιορτές,έκανε και καναδυό φίλους τον Θανάση και τον Περικλή στα δεκαοχτώ τους φύγανε από το ίδρυμα και ψάξανε για δουλειά , το σχολείο το τελείωσε με καλούς βαθμούς αλλά δεν μπόρεσε να πάρει υποτροφία για περαιτέρω σπουδές έτσι βρήκε μια δουλειά σε κάποιο συνεργείο και σιγά σιγά έμαθε την τέχνη,εκεί δούλευε όταν ήλθε ένας κύριος και τον ζήτησε, πρώτη φορά τον έβλεπε,αυτός του έδωσε μια κάρτα που έγραφε το όνομα ενός δικηγόρου και τη διεύθυνση , του είπε να πάει εκεί για δική του υπόθεση.
Κάτι πήγε να πει αλλά ο κύριος που του έδωσε την κάρτα είχε ήδη φύγει,έτσι την άλλη μέρα πήρε άδεια από τον εργοδότη του και πήγε στο γραφείο του δικηγόρου όλο απορία ,γιατί αυτός δεν είχε ποτέ καμιά υπόθεση με δικηγόρους,δεν βαριέσαι είπε μέσα του θα μάθω τι με θέλει, πήγε και η γραμματέας μόλις άκουσε το όνομα του τον πέρασε μέσα.
Καλημέρα σας, καλημέρα καθίστε παρακαλώ ,ο δικηγόρος θα ήταν γύρω στα εξήντα με κάτασπρα μαλλιά και με μερικά κιλά παραπανίσια τον κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του και χαμογελώντας του έδωσε το χέρι .
Είστε ο κύριος Σωτήρης Τάδε? Μάλιστα! Η μητέρα σας ήταν η Κατερίνα Τάδε? Μάλιστα !! Τι θέλει τώρα αυτός? ξέρει και τη μάνα μου !!εγώ πρώτη φορά τον βλέπω,κάτι πήγε να πει αλλά ο δικηγόρος τον σταμάτησε. Ακούστε κύριε Τάδε πριν από δεκαοχτώ χρόνια περίπου σε αυτό το γραφείο ήλθε η μητέρας σας με ένα μωρό στην αγκαλιά και αυτό το μωρό ήσασταν εσείς. Μα τι λέτε τώρα? Αφήστε με να τελειώσω , η μητέρα σας μου έδωσε εντολή πως όταν γίνετε δεκαοχτώ χρονών και αν αυτή δεν βρίσκετε εν ζωή να σας παραδώσω αυτό το φάκελλο.
Ένας φάκελλος από τη μητέρα του που καλά καλά δεν θυμόταν το πρόσωπο της που δεν πέρασε μέρα να μην τη σκεφτεί ,ο δικηγόρος κοίταξε τον νέον άντρα που στα δεκαοχτώ του χρόνια θα μάθαινε ένα μυστικό που οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν σχεδόν από τη πρώτη στιγμή της ζωής τους .
Θέλετε να σας αφήσω μόνο σας να διαβάσετε τι γράφει?Εσείς ξέρετε? Μάλιστα εγώ το σύνταξα !
! Κανένας άλλος δεν ξέρει τι γράφει εδώ?Όχι ! Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελλο και άρχισε να διαβάζει συγκινημένος που αυτά τα λόγια ήταν λόγια από τη μάνα του σιγά σιγά τη θέση της συγκίνησης την πήρε ο θυμός. Πως μπόρεσε?Πως μπόρεσε? Ακούστε θα υπάρχει κάποια εξήγηση ,προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο δικηγόρος .Καμία καμία εξήγηση τον παρακαλούσα να μην με διώξει από το χωριό και αυτός ατάραχος με έστειλε στο ορφανοτροφείο !!Εκεί πάνε τα ορφανά εγώ είχα πατέρα, ΑΥΤΟΝ αυτό το τέρας .
Αφού ζήτησε συγνώμη από το δικηγόρο για το ξέσπασμα του και άκουσε τις συμβουλές του σηκώθηκε και έφυγε , στην αρχή σκέφτηκε να πάει στο χωριό και να βρει τον πρόεδρο να του τα πει ένα χεράκι αλλά μετά το μετάνοιωσε ,όχι όχι ο δικηγόρος του είπε να μην κάνει καμία κίνηση όσο ήταν θυμωμένος. Ναι θα περίμενε να περάσει λίγος καιρός και μετά θα πήγαινε ,είχε κάθε δικαίωμα να πάρει κάποια εξήγηση και να δει να γνωρίσει τα αδέλφια του , εκείνο το μικρό κοριτσάκι εκείνη τη μέρα που ο πατέρας του έπαιρνε την απόφαση να διώξει το παράνομο παιδί.
Και τώρα μετά από τρία χρόνια από τη μέρα που έμαθε το μυστικό να στέκεται μια ανάσα από το να πει την αλήθεια, ότι ξέρει.Άφησε να περάσουν τρία χρόνια ,ήθελε να πάει καταξιωμένος και νάτος τώρα με το αυτοκίνητο του τη δική του δουλειά και χωρίς οργή για τον άνθρωπο που τον απαρνήθηκε, ήλθε να γιατρέψει τις πληγές του.Ήλθε να κοιτάξει κατάματα αυτόν που του στέρησε την οικογένεια αυτόν που δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια ένα εξάχρονο ορφανό ,το παιδί του!,
Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008
Ανακύκλωση
Εδώ και 1 μήνα περίπου ο Δήμος μας έβαλε κάδους ανακυκλώσεως κάτι που ο κόσμος το αντιμετώπισε πολύ θετικά σχεδόν κάθε μέρα είναι γεμάτοι .
Για παράδειγμα στα σούπερ μάρκετ έβλεπες στοίβες χαρτόνια που πήγαιναν στα σκουπίδια ,σήμερα που πήγα είδα 3 κάδους έξω από το σούπερ μάρκετ και καθόλου χαρτόνια στο πεζοδρόμιο.
Ο κόσμος εδώ το περίμενε πολύ καιρό ,αναγκαζόμασταν να πετάμε στοίβες χαρτιά ,τενεκεδάκια από αναψυκτικά ,μπουκάλια πλαστικά του νερού και διάφορα άλλα ανακυκλώσιμα υλικά.
Αν και αργήσαμε σαν Δήμος να το εφαρμόσουμε χαίρομαι που τελικά έγινε,μακάρι ο κόσμος να συνεχίσει να μαζεύει αυτά τα υλικά ξεχωριστά από τα σκουπίδια και να μην είναι μόνο ενθουσιασμός για τον πρώτο καιρό.
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008
Στο καλό
Όταν λες αντίο σε νεκρό έχει μεγάλη διαφορά από ένα αντίο σε ζωντανό ν.
Το Σάββατο είπαμε αντίο στο πεθερό μου ήταν 85 χρονών και τον τελευταίο χρόνο ζούσε στην Αθήνα μαζί με την κόρη του .
Πολλές φορές λέμε πως τώρα που έφυγαν από τη ζωή είναι καλύτερα γι' αυτούς γιατί ξεκουράστηκαν εγώ δεν είμαι αυτής της φιλοσοφίας, γιατί κανένας δεν θέλει να πεθάνει, τουλάχιστον όσοι το μυαλό τους λειτουργεί ακόμα παρόλο που το σώμα έχει αδρανήσει.
Πριν ένα μήνα περίπου που τον είχα δει αν και δεν μπορούσε να μιλήσει με τα μάτια του μου έδωσε να καταλάβω πως με γνώρισε,τα χέρια του δεν έλεγαν να αφήσουν τα δικά μου. Είχαμε καλή σχέση ακόμη και όταν δεν συμφωνούσαμε σε κάτι θα έλεγα πως σεβόμασταν την άποψη του άλλου.
Ήταν ο τελευταίος από τα γερόντια μας τα παιδιά μου από εδώ και πέρα δεν θα έχουν παππούδες και γιαγιάδες .Κρίμα γιατί θα τους λείψει.
Όταν ζούνε οι γονείς μας πιστεύουμε ότι πρώτα θα πεθάνουν αυτοί και μετά εμείς (μακάρι να γινόταν πάντα έτσι),συμβαίνει όμως και το αντίθετο οι γονείς να χάνουν τα παιδιά τους όπως το παλικάρι 35 χρονών που ήταν η κηδεία του πριν από του παππού ,μας έδωσαν κουφέτα για να τον μνημονεύσουμε,πόσο άδικο αλήθεια για κείνη την μάνα και τα αδέλφια του.
Δεν ξέρω αν τα παιδιά του πεθερού μου το έχουν ή θα το καταλάβουν αλλά θα τους λείψει πολύ,το ξέρω γιατί εμένα πάντα μου λείπουν οι γονείς μου,είναι διαφορετικά όταν πεθαίνουν και οι δυο ,όσο έχεις τον ένα γονιό νιώθεις και εσύ παιδί κάποιου κι ας είσαι ανεξάρτητος με δική σου οικογένεια ή όχι.
Στο καλό πατέρα και παππού ,άφησες πίσω σου καλά παιδιά και εγγόνια για να σε θυμούνται με αγάπη,
Το Σάββατο είπαμε αντίο στο πεθερό μου ήταν 85 χρονών και τον τελευταίο χρόνο ζούσε στην Αθήνα μαζί με την κόρη του .
Πολλές φορές λέμε πως τώρα που έφυγαν από τη ζωή είναι καλύτερα γι' αυτούς γιατί ξεκουράστηκαν εγώ δεν είμαι αυτής της φιλοσοφίας, γιατί κανένας δεν θέλει να πεθάνει, τουλάχιστον όσοι το μυαλό τους λειτουργεί ακόμα παρόλο που το σώμα έχει αδρανήσει.
Πριν ένα μήνα περίπου που τον είχα δει αν και δεν μπορούσε να μιλήσει με τα μάτια του μου έδωσε να καταλάβω πως με γνώρισε,τα χέρια του δεν έλεγαν να αφήσουν τα δικά μου. Είχαμε καλή σχέση ακόμη και όταν δεν συμφωνούσαμε σε κάτι θα έλεγα πως σεβόμασταν την άποψη του άλλου.
Ήταν ο τελευταίος από τα γερόντια μας τα παιδιά μου από εδώ και πέρα δεν θα έχουν παππούδες και γιαγιάδες .Κρίμα γιατί θα τους λείψει.
Όταν ζούνε οι γονείς μας πιστεύουμε ότι πρώτα θα πεθάνουν αυτοί και μετά εμείς (μακάρι να γινόταν πάντα έτσι),συμβαίνει όμως και το αντίθετο οι γονείς να χάνουν τα παιδιά τους όπως το παλικάρι 35 χρονών που ήταν η κηδεία του πριν από του παππού ,μας έδωσαν κουφέτα για να τον μνημονεύσουμε,πόσο άδικο αλήθεια για κείνη την μάνα και τα αδέλφια του.
Δεν ξέρω αν τα παιδιά του πεθερού μου το έχουν ή θα το καταλάβουν αλλά θα τους λείψει πολύ,το ξέρω γιατί εμένα πάντα μου λείπουν οι γονείς μου,είναι διαφορετικά όταν πεθαίνουν και οι δυο ,όσο έχεις τον ένα γονιό νιώθεις και εσύ παιδί κάποιου κι ας είσαι ανεξάρτητος με δική σου οικογένεια ή όχι.
Στο καλό πατέρα και παππού ,άφησες πίσω σου καλά παιδιά και εγγόνια για να σε θυμούνται με αγάπη,
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008
Πορεία κατά της βίας εναντίον των γυναικών
Την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 10 η ώρα το πρωί θα πραγματοποιηθεί στη Λευκωσία πορεία από τη πλατεία Ελευθερίας μέχρι το προεδρικό μέγαρο με σκοπό ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ.
Η πορεία πραγματοποιείτε από την ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΠΑΝΕΜΙ .
Στο μπλογκ της Ρόουζ θα βρείτε περισσότερα σχετικά με το ΑΠΑΝΕΜΙ .
Εύχομαι σε όλη την ομάδα της Ρόουζ καλή επιτυχία στο σκοπό τους.
Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008
Βρέχει βρέχει και ποτίζει
Έχει τρεις μέρες που βρέχει ,το κρύο έχει γίνει πιο έντονο ,έχει και μια σχετική υγρασία. Μπορεί ο καιρός να είναι μελαγχολικός αλλά δεν βαριέσαι φτάνει που βρέχει και ποτίζετε η γη. Τώρα θα μου πείτε ποια γη ,εντάξει στη Αθήνα το νερό της βροχής θα ξεπλύνει λίγο τη μαυρίλα από τα καυσαέρια ,καλό θα κάνει βέβαια αν και το νερό που θα κυλήσει στους υπονόμους θα είναι μολυσμένο, αλλά τι να γίνει χώμα δεν υπάρχει πουθενά να ποτιστεί η γης. Εδώ όμως που είμαι, στην επαρχία θα ποτιστεί η γη, υπάρχει ΧΏΜΑ ακόμα που όταν πέφτουν οι πρώτες σταλαγματιές μυρίζει ,μυρίζει τόσο που μου κόβετε η ανάσα,παρόλο που είμαι μια σταλαγματιά πάντα μου κόβει την ανάσα.
Ο λόγος που γράφω για τη βροχή είναι γιατί διάβασα κάτι στο φίλο μου τον Διάσπορος σχετικά με τις λιμνούλες που δημιουργούνται στις άκρες του δρόμου εκεί που ίσως υπάρχει μια λακκούβα και που όταν έχει πολύ παγωνιά δημιουργείτε μια λεπτή κρούστα πάγου. Όταν ήμουν μικρή τέτοιες λακκουβίτσες είχε πολλές στο δρόμο που πήγαινα για το σχολείο,πήγαινα πολύ προσεκτικά και με την μύτη του παπουτσιού μου έσπαγα την κρούστα χωρίς να βραχεί το παπούτσι. Δεν ξέρω γιατί αλλά ήταν μεγάλη ευχαρίστηση αν έβρισκα και τώρα το ίδιο θα έκανα.
Μικρές χαρές που τώρα δεν τις βρίσκεις. Αυτές τις μέρες που βρέχει δεν ξέρω πως έχουν φτιάξει αυτούς τους δρόμους αλλά πρέπει να κάνω άλματα για να διασταυρώσω ένα δρόμο. Ενώ έχουμε φαρδιούς ωραίους δρόμους όταν βρέχει το νερό κάτω από το πεζοδρόμιο και από τη μια πλευρά του δρόμου και από την άλλη παρόλο που τρέχει προς την θάλασσα ,(γιατί να το μαζέψουμε έχουμε πολύ) έχει φάρδος ένα μέτρο και βάλε και εσύ θέλεις να κατέβεις από το πεζοδρόμιο για να περάσεις απέναντι ,ε λοιπόν εδώ σε θέλω κάνω που λέτε το σάλτο μου και άντε τα καταφέρνω, τώρα πρέπει να κάνω το άλλο σάλτο για να ανέβω στο απέναντι πεζοδρόμιο ναι δεν γίνετε να πηγαίνω στη μέση του δρόμου γιατί τ' αυτοκίνητα ή θα με πατήσουν ή θα με κάνουν παπί. Έχω υπολογίσει έξι σάλτα το πρωί έξι το απόγευμα τι λέτε δεν θα είμαι έτοιμη για τους ολυμπιακούς του 2012?Στη τσέπη μου έχω το χρυσό. Εύχομαι να βρέξει και στη Κύπρο και όλοι να κάνετε τα σάλτα που κάνω εγώ΄ώ για να πάω στη δουλειά,εντάξει δεν είναι το ίδιο με τη κρούστα του πάγου αλλά έχει μια περιπέτεια θα πέσω μέσα στα νερά δεν θα πέσω?.
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008
Λίγα λουλούδια για όλα τα παιδιά του πολυτεχνείου
Αυτό το ποίημα γράφτηκε για τον Διομήδη Κομνηνό από τον Δημήτρη Ραβανή-Ρέντη
Σε γιορτή που έγινε πέρσι με αφορμή το πολυτεχνείο μου ζήτησαν να πω αυτό το ποίημα
Για μένα ήταν τιμή μου να το πω ,αν ζούσε θα ήταν στην ίδια ηλικία με μένα.
Το ποίημα το είχα αναρτήσει και πέρσι.
Βεβαίως
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης
Πέντε χρονών στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στη Κύπρο
δέκα χρονών ξυπόλυτος
με μια φέτα ψωμί στην τσέπη
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία
στα δέκα επτά
μ' ένα πλακάτ στο χέρι
ψωμί-παιδεία-ελευθερία
Δημήτρης Ραβανής-Ρέντη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)