Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Δικαίωμα στη ζωή.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι έντρομη προσπαθώντας να θυμηθεί τι μέρα είναι. Κυριακή, σήμερα ήταν Κυριακή,ναι αλλά ποιος κτυπάει το κουδούνι του διαμερίσματος στις οχτώ και μισή το πρωί?
Ο άνδρας δίπλα της κουνήθηκε ελαφρά αλλά ευτυχώς δεν ξύπνησε,αν ήταν η κόρη της ,τι θα έκανε?Τέτοια ώρα ? Θεέ μου κάνε να μην πάθανε κάτι! Άρπαξε τη ρόμπα της κλείνοντας τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας και πατώντας στις μύτες των ποδιών της πήγε προς την πόρτα παρακαλώντας να μην ξυπνήσει ο άνδρας που κοιμόταν πριν μαζί του,Τι μπέρδεμα κι' αυτό σήμερα!! Με χαμηλή φωνή ρώτησε ποιος είναι? Εγώ είμαι η κυρία Σοφία από δίπλα ,με συγχωρείτε που σας ενοχλώ τέτοια ώρα Κυριακάτικα αλλά να ,δεν έχω νερό και ήθελα να δω αν είναι γενική διακοπή, εν τω μεταξύ είχε ανοίξει τη πόρτα και απέναντι της ήταν η περίεργη γειτόνισσα που ήξερε τα πάντα σχετικά με την πολυκατοικία।Μια στιγμή να κοιτάξω και πηγαίνοντας προς τη κουζίνα παρακαλούσε να μην μπει παραμέσα η κυρά Σοφία και να μην έχει σηκωθεί ο ,αλήθεια πως τον λένε? Τι ντροπή! κόντεψε να ξεχάσει πως τον λένε ,γρήγορα γύρισε στη γυναίκα που είχε μπει στο εσωτερικό της πόρτας και λέγοντας της ότι δεν έχει ούτε αυτή νερό και για να τελειώνει με αυτήν της πετάει και ένα ,εγώ δεν έχω πρόβλημα γιατί θα λείπω σήμερα από το σπίτι। Και έκλεισε όσο πιο ευγενικά μπορούσε την πόρτα νιώθοντας τύψεις .Θα μπορούσε να της πει να περάσει να πιουν ένα καφέ,δεν ήταν κακός άνθρωπος η κυρία Σοφία απλά λίγο περίεργη, ο σύζυγοςτης είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια και τα παιδιά της ζούσαν στα σπίτια τους με τις οικογένειες τους.Ας είναι, σήμερα τα τυπικά δεν είχαν θέση στο μυαλό τώρα έπρεπε να δει τι θα κάνει με τον Βίκτωρ που κοιμόταν στο κρεβάτι της .Όσο για το νερό δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα γιατί ο μακαρίτης πρώην άνδρας της, είχε μεριμνήσει και έβαλε παραπανίσιο ντεπόζιτο στη ταράτσα για ώρα ανάγκης. Προχώρησε προς τη κουζίνα και έβαλε να φτιάξει καφέ ενώ συγχρόνως άναβε και ένα τσιγάρο ,μόλις έβαλε τον διπλό καφέ στο φλιτζάνι πήγε στο σαλόνι και χώθηκε σε μια πολυθρόνα προσπαθώντας να βάλει μια τάξη μέσα στο μυαλό της .Το πιοτό της προηγούμενης νύκτας της δημιουργούσε μπέρδεμα το μόνο σίγουρο ήταν ότι κουβάλησε μαζί της έναν ξένον που τώρα κοιμόταν στο κρεβάτι της ,που εδώ και δεκάξι χρόνια ένα άτομο μόνο κοιμόταν εκεί αυτή।Ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν καθώς έφερε στη μνήμη της τη προηγούμενη νύκτα,την είχε καλέσει μια ξαδέλφη της να πάνε έξω να φάνε γιατί είχε επέτειο γάμου,θα ήταν και κάποιοι άλλοι συνάδελφοι του συζύγου της,δούλευε σε μια ξένη εταιρεία, κανόνισαν που θα ήταν και κατά τις εννέα στολίστηκε και παρόλο τα πενηντατρία της χρόνια ήταν μια γυναίκα αρκετά ωραία και καλοδιατηρημένη η φύση της είχε φερθεί γενναιόδωρα, η ζωή της τα χάλασε και έμεινε μόνη από τα τριάνταεφτά της. Από τα τριάνταεφτά της και δεν έκανε άλλη σχέση,δεν έκανε πράξη τα λόγια του πρώην της που έλεγε για τη φίλη τους την Κατερίνα χήρα από τα εικοσιπέντε της ότι πρέπει να βρει κάποιον,να κάνει τη ζωή της γιατί δεν περνάνε και έτσι τα χρόνια μόνο που δεν είπε,ότι,φρόντιζε αυτός να μην είναι μόνη η φίλη τους,όταν το έμαθε ήταν αργά για τον δικό της έγγαμο βίο χωρίς δεύτερη σκέψη του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι και η μόνη επαφή που είχαν ήταν όταν ερχόταν να πάρει την κόρη τους κάθε δεκαπέντε μέρες όσο για τη φίλη τους ούτε την ξαναείδε .Το τσιγάρο της έκαψε τα δάκτυλα και τότε αντιλήφθηκε ότι δίπλα της στεκόταν ο Βίκτορας ντυμένος με τα ρούχα του κοστουμιού αλλά χωρίς τη γραβάτα και τα μαλλιά κάπως ατημέλητα έσκυψε και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της.Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ατημέλητη και έκανε μια κίνηση να διορθώσει τη τούφα που έπεφτε στα μάτια της, είσαι πολύ όμορφη της είπε ,αυτή κοκκινίζοντας κάτι πήγε να πει αλλά ένιωσε τα χείλη του πάνω στα δικά της και ξεχνώντας τις αναστολές τόσων χρόνων τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του .Ναι είχε και αυτή δικαίωμα στη ζωή .