Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Η βροχή πάντα θα σε ακολουθεί

Μέρος δεύτερο και τελευταίο.

Η καρδιά της Φωτεινής κτυπούσε σαν τρελή, γύρισε και κοίταξε τον Γιώργο με λαχτάρα στα μάτια για να ακούσει αυτό που περίμενε τόσο καιρό και μόλις τώρα διαπίστωνε πόσο!
Έλεγα ,άρχισε ο νέος ,να πάμε αύριο για ένα ποτό μόνο εμείς οι δυο,σχεδόν δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και το ναι βγήκε από το στόμα της Φωτεινής αβίαστο.
Στο Πέτρο το είπε μετά από λίγες μέρες ότι όλα τελείωσαν μεταξύ τους και ότι δεν είχαν και κάτι το ιδιαίτερο απλά έκαναν λίγη παρέα παραπάνω από ότι δυο φίλοι, η Φωτεινή ήταν άδικη απέναντι του ,προσπάθησε να παρουσιάσει τη σχέση τους σαν κάτι ουδέτερο που δεν είχε σχέση με τον έρωτα.
Έτσι από εκείνη τη μέρα που ξεκαθάρισε τη σχέση της με τον Πέτρο άρχισε να βγαίνει με τον Γιώργο χωρίς να έχει τύψεις ή ενοχές ,δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν έμπαινε στη καφετέρια με τον Γιώργο για να συναντήσουν τα άλλα παιδιά ο Πέτρος έβρισκε μια δικαιολογία και έφευγε .
Πέρασε ο Χειμώνας με τη Φωτεινή και τον Γιώργο να είναι τρελά ερωτευμένοι και το μόνο που την ενοχλούσε ήταν που ο Γιώργος απέφευγε να μιλήσει για τις άλλες σχέσεις του,ούτε μια φορά δεν ανέφερε κάποια κοπέλα όσο και να τον παρότρυνε η Φωτεινή,από την άλλη η θεία του Γιώργου φαινόταν ενθουσιασμένη από αυτή τη σχέση, γιατί ήξερε την οικογένεια του κοριτσιού μια και ήταν φίλες με τη μητέρα της Φωτεινής .
Ο Τάκης πάλι ο ξάδελφος του Γιώργου ήταν επιφυλακτικός ,παρόλο που αγαπούσε και τον ξάδελφο του μα και τη Φωτεινή κάτι τον έκανε να λέει συχνά της Φωτεινής να μη βιάζεται με τον Γιώργο και να προσέχει αν έχουν ολοκληρώσει τις σχέσεις τους ,μην μείνει έγκυος γιατί ακόμη είναι μικρή και θέλει δυο χρόνια μέχρι να τελειώσει τη σχολή και θα ήταν κρίμα να αναγκαστεί να τα παρατήσει.
Όταν του είπε η Φωτεινή να μην ανησυχεί γιατί οι σχέση τους δεν είχε προχωρήσει γιατί ο Γιώργος δεν ήθελε, τον είδε σκεφτικό αλλά δεν έδωσε σημασία, του έκανε μια αστεία κίνηση και του είπε, εντάξει μεγάλε μου αδελφέ ότι πεις και έσκασε στα γέλια τρέχοντας να προλάβει τις φίλες της που πήγαιναν για ψώνια.
Το Καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά και ο Γιώργος είχε γυρίσει στο πατρικό του και η Φωτεινή πήγε με τους γονείς της σε κάποιους γνωστούς της ,έτσι μόνο τηλεφωνικά μιλούσαν με τον Γιώργο που τις περισσότερες φορές αυτή έπαιρνε τηλέφωνο και του παραπονιόταν ότι αυτός δεν της τηλεφωνούσε .
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο τους Βρήκε όλους μαζεμένους στη γνωστή καφετέρια εκτός από το Γιώργο που είχε κάποιες δουλειές να τελειώσει ,ο Πέτρος συχνά συνοδευόταν από κάποια κοπέλα την οποία η Φωτεινή την είχε την είχε δει μια δυο φορές στη σχολή.
Ο Γιώργος έφτασε ένα απόγευμα για να πάρει τα πράγματα του από τη θεία του γιατί είχε βρει διαμέρισμα που θα το νοίκιαζε με κάποιον γνωστό του που ήλθε μαζί του ,έτσι τα έξοδα θα ήταν λιγότερα ,η Φωτεινή παραξενεύτηκε που δεν την ειδοποίησε και ήταν έτοιμη να του βάλει τις φωνές μόλις τον έβλεπε γιατί προς το παρών αυτά τα έμαθε από τη θεία του.
Φωτεινή να σου συστήσω το Λευτέρη είπε ο Γιώργος, η κοπέλα άπλωσε το χέρι και ένιωσε μια ανατριχίλα όταν την κοίταξε ο άγνωστος και της έδωσε το χέρι,σχεδόν το τράβηξε πίσω και της φάνηκε σαν να είδε μια ικανοποίηση στο βλέμμα του.
Οι μέρες περνούσαν και ο Χειμώνας έφτασε χωρίς να το καταλάβουν ,η Φωτεινή δεν είχε πάει ούτε μια φορά στο διαμέρισμα του Γιώργου όχι γιατί δεν ήθελε ,αλλά γιατί ο Γιώργος πάντα έβρισκε μια δικαιολογία για να μην τη πάει εκεί , ο δε Λευτέρης ήταν σαν κολλιτσίδα πάντα ήταν παρών και πάντα προσπαθούσε να τραβήξει τη προσοχή του Γιώργου,από την άλλη ο Τάκης έδειχνε την αντιπάθεια του προς τον Λευτέρη.
Οι δυο νέοι άρχισαν να απομακρύνονται και η Φωτεινή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τον Γιώργο να δυσανασχετεί κάθε φορά που έκανε αυτή μια τρυφερή κίνηση προς το μέρος του, ειδικά όταν ήταν όλοι μπροστά ,κάτι που πριν τις διακοπές έδειχνε να του αρέσει και ας μην ήταν ο ίδιος τόσο εκδηλωτικός.
Μια μέρα η φωτεινή αποφάσισε να πάει στο διαμέρισμα που έμενε ο Γιώργος χωρίς να του το πει ,θα του έκανε έκπληξη, πήρε ένα ταξί και όταν έφτασε καθώς ετοιμαζόταν να κτυπήσει το κουδούνι της πόρτας άκουσε από μέσα φωνές , ήταν ο Γιώργος που έλεγε σε κάποιον ότι θα της μιλήσω σου είχα πει να μείνεις εκεί και θα ξεκαθάριζα μόνος μου αυτή τη σχέση. Η Φωτεινή δεν μπορούσε να καταλάβει για μια στιγμή νόμισε ότι ο Γιώργος μιλούσε στο τηλέφωνο,τα πόδια της κόπηκαν, γι' αυτήν έλεγε ,ίσως βρήκε κάποιαν άλλη το Καλοκαίρι και τώρα του ζητούσε να ξεκαθαρίσει τη σχέση του με τη Φωτεινή.
Σκέφτηκε να κτυπήσει το κουδούνι για να ξεκαθαρίσει τη κατάσταση μια και τα πράγματα έφτασαν ως εδώ, όμως άκουσε αμέσως μια άλλη φωνή και αυτή η φωνή ήταν του Λευτέρη που θα έλεγε κανείς ότι έκλαιγε ,να λέει ,δεν μπορώ να σε βλέπω να την έχεις αγκαλιά δεν το καταλαβαίνεις; δεν έπρεπε να σε αφήσω να κάνεις αυτό το δεσμό ,αλλά ήθελες να δεις μήπως και καταβάθος ήσουν ετερόφυλος και τώρα που είδες ότι δεν μπορείς να είσαι με γυναίκα γιατί είσαι ομοφυλόφιλος δεν ξέρεις τι να κάνεις !!

Η Φωτεινή δεν άντεχε να ακούσει άλλα γύρισε να φύγει αλλά έκανε ένα βήμα και σωριάστηκε κάτω , όταν άνοιξε τα μάτια της είδε τον Γιώργο να της κρατά το χέρι και τον Λευτέρη να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα ο Τάκης έξαλλος.
Την πήρε αγκαλιά και αφού έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα στο ξάδελφο του την πήρε και φύγανε,την άλλη μέρα η Φωτεινή δεν πήγε στη σχολή και το απόγευμα που ήλθε ο Τάκης να τη δει της είπε ότι πριν λίγες μέρες είχε μάθει για τη σχέση του ξαδέρφου του με το Λευτέρη η οποία είχε ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια τα δάκρυα της Φωτεινής είχαν γίνει ένα με τη σιγανή βροχή που έπεφτε από το πρωί.

Η βροχή άρχισε να πέφτει δυνατά τώρα και η Φωτεινή πετάχτηκε όταν άκουσε το τηλέφωνο να κτυπά ,το σήκωσε και από την άλλη άκουσε μια φωνή να της λέει ,μανούλα πότε θα έρθεις; το πρόσωπο της φωτίστηκε ,αύριο μωρό μου, δώσε μου τον μπαμπά σου τώρα ,από τη άλλη άκρη του ακουστικού ακούστηκε η ζεστή φωνή του Τάκη, γλυκιά μου έχω νέα από του χρόνου θα έρθεις εδώ να διδάξεις έτσι δεν θα είμαστε άλλο μακρυά.
Η Φωτεινή κοίταξε την άδεια αίθουσα και σχεδόν λυπήθηκε που θα έφευγε, αλλά από την άλλη ήταν οι αγαπημένοι της ,η κορούλα της και ο σύντροφος της ζωής της που πάντα ήταν κοντά της, ο Τάκης. Τα τρία παιδιά που ήταν όλα κι' όλα τα παιδιά του δημοτικού σχολείου εδώ στο απομακρυσμένο χωριό σήμερα ήταν άρρωστα έτσι μόλις σταμάτησε η βροχή η Φωτεινή πήγε σπίτι της και πήρε τηλέφωνο τους αγαπημένους της ξεχνώντας τις άσχημες αναμνήσεις που τις ξύπνησε η βροχή.