Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Το ορφανό

Ένιωθε περίεργα βλέποντας μετά από δεκαπέντε χρόνια τον τόπο αυτόν που γεννήθηκε και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τη μάνα του ,αυτό θυμόταν μόνο αυτό ήταν και το μόνο ευχάριστο που θυμόταν .
Την ίδια την μάνα του ,τη μορφή της δηλαδή με δυσκολία έφερνε στο μυαλό του ,πιο πολύ θυμόταν μια φιγούρα λεπτή όχι πολύ ψηλή ,αλλά χαρακτηριστικά δεν θυμόταν.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο του στην άκρη του δρόμου στην αρχή του χωριού και κοίταξε πέρα τον στενό δρόμο με τα καινούρια σπίτια που φανέρωναν την ευημερία των κατοίκων .Βέβαια θάλεγε κανείς πως ήταν ακατοίκητο μια και δεν έβλεπε ψυχή πουθενά ,εκτός από ένα σκυλί που κυνηγούσε μια γάτα.

Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε και μια γυναίκα φτωχικά ντυμένη έτρεχε πίσω από ένα παιδί φωνάζοντας του να σταματήσει γιατί δεν το προλάβαινε, κι' αυτό αναψοκοκκινισμένο σταματούσε κοιτούσε πίσω του για μια στιγμή και όταν το πλησίαζε η γυναικεία φιγούρα ξανάρχιζε το τρέξιμο γελώντας.

Θυμόταν και το βράδυ που ένα γυναικείο χέρι το χάιδευε λέγοντας του όμορφα λόγια μέχρι να το πάρει ο ύπνος ,ένας ύπνος που δεν ερχόταν γρήγορα γιατί το στομάχι διαμαρτυρόταν .

Στα έξι του η φιγούρα χάθηκε μόλις είχε αρχίσει να πηγαίνει σχολείο ,του είπανε πως η μάνα του πήγε στους ουρανούς και αυτός πίστεψε ότι σε λίγο θα πήγαινε να την βρει και ρώτησε μια μέρα τον δάσκαλο κύριε πότε θα έρθει το αυτοκίνητο να με πάρει κοντά στη μανούλα μου που είναι στους ουρανούς?Ο Δάσκαλος εκείνη τη μέρα κάθισε και του εξήγησε όσο μπορούσε για τον θάνατο, να μπορέσει ένα παιδί έξι χρονών να κατανοήσει την απώλεια της μάνας του μια και πατέρας δεν υπήρχε πουθενά? .

Κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο πατέρας εκτός από τη μάνα του και τον ίδιο τον πατέρα που απείλησε την γυναίκα ότι αν τολμήσει να μιλήσει θα της έπαιρνε το παιδί και θα το έστελνε σε ορφανοτροφείο ή ακόμα θα το έστελνε μακριά σε άλλη χώρα να το μεγαλώσουν ξένοι.

Έτσι η φουκαριάρα μπροστά στο φόβο να χάσει το μονάκριβο της δεν μίλησε, εξάλλου που θα μιλούσε δεν είχε κανένα συγγενή, μοναχοπαίδι ήταν και οι γονείς της είχαν έρθει από αλλού σ' αυτό το μικρό χωριό, μόνο μία φορά έφυγε από το χωριό της και αυτό ήταν μόλις ο γιος της έκλεισε ενός έτους, τότε έγιναν και τα βαφτίσια του , νονά του έγινε μια σε μεγάλη ηλικία γυναίκα που πήγαινε καμιά φορά και τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού.

Εκείνη την ημέρα που έλειψε από το χωριό πήγε στη πόλη μαζί με το παιδί και γύρισε το βράδυ, σε κανένα δεν είπε τίποτα ούτε που πήγε, ούτε τι έκανε και στη κουμπάρα της ακόμα είπε ψέματα, πως γύρεψε το παιδί σε γιατρό γιατί τώρα τελευταία έκλαιγε συνέχεια το βράδυ.

Μια μέρα αρρώστησε η μάνα του Σωτήρη και σε δυο μήνες πέθανε, τους πρώτους τρεις μήνες τον πήρε κοντά της η νονά του αλλά καθώς ήταν μεγάλη δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει καθώς αυτός ήταν σε μια ηλικία που ήθελε φροντίδα ,εξάλλου δεν άντεχε κάθε μέρα να τον βλέπει να κλαίει και να ζητά τη μάνα του,έτσι πήγε στον δάσκαλο και αυτός με τη σειρά του στον πρόεδρο του χωριού για να δούνε τι θα κάνουν με το ορφανό.

Ο πρόεδρος του χωριού ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας, ήταν παντρεμένος και είχε πέντε παιδιά από δεκαεφτά έως πέντε χρονών ,είχε δυο γιους και τρία κορίτσια ,η γυναίκα του ήταν μικροκαμωμένη που βλέποντας την απορούσες πως τα έβγαζε πέρα με τόσα παιδιά και με έναν άντρα σαν τον κύριο πρόεδρο που του έφτανε μέχρι τη μέση.

Ο μικρός Σωτήρης έβλεπε μια τον πρόεδρο μια τον δάσκαλο μια την νονά του και προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι το ίδρυμα , αν και καμιά φορά ξέφευγε από τη προσοχή τους και κοιτούσε προς την πόρτα που ένα μικρό κορίτσι παρακολουθούσε και του έγνεφε να πάει προς τα κει,αυτός όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του ,του το ξεκαθάρισε η νονά του ,εκεί που θα πάμε δεν θα βγάλεις άχνα, ήταν και ο κύριος πρόεδρος που τον κοιτούσε σχεδόν θυμωμένα ,αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, αυτός δεν κουνήθηκε από τη θέση του ούτε άπλωσε το χέρι του να πάρει το γλυκάκι που πρόσφερε η κυρία του προέδρου,γιατί φοβόταν έτσι που τον κοιτούσε ο πρόεδρος.

Μετά από ώρα και αφού κόντευε να τον πάρει ο ύπνος μια και δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν οι μεγάλοι, παρόλο που μιλούσαν γι' αυτόν, η νονά του τον σκούντηξε και αυτός κόντεψε να πέσει από την καρέκλα.Αρχισε τότε ο δάσκαλος να του λέει για το ίδρυμα και πόσο ωραία θα ήταν, θα είχε φίλους ,ζεστό φαΐ, ρούχα και πολλά άλλα που δεν είχαν σημασία γιατί αυτός δεν ήθελε να πάει πουθενά. Αυτός προτιμούσε να μείνει με την νονά του και τους φίλος που είχε τώρα. Κλαίγοντας υποσχόταν πως θα ήταν καλό παιδί και δεν θα έτρωγε κάθε βράδυ για να μην τη κουράζει,δεν ξέρει γιατί αλλά ο δάσκαλος σκούπισε τα μάτια του και ο πρόεδρος κοιτούσε αλλού όταν τους παρακαλούσε να μην τον διώξουν μακριά.

Μετά από δυο μέρες ήλθαν στο χωριό ένας κύριος μαζί με δυο κυρίες και τον πήραν, η νονά του ετοίμασε ένα μικρό μπογαλάκι με τα ρούχα του και το φίλησε συμβουλεύοντας τον να είναι καλό παιδί, αυτός γαντζώθηκε πάνω της και η ηλικιωμένη γυναίκα για πρώτη φορά λίγησε και άρχισε να κλαίει κοίταξε τον πρόεδρο ζητώντας του ένα ίχνος πως αν την βοηθούσε θα κρατούσε το παιδί, αυτός αντίθετα το τράβηξε απότομα από κοντά της και το παρέδωσε στους ξένους που ήλθαν να τον πάρουν.

Τα χρόνια πέρασαν ,δύσκολα χρόνια χωρίς μητρική αγάπη μόνο κάποια καλά λόγια από κάποιες κυρίες που ερχόντουσαν και φέρνανε ρούχα γλυκά και αυτά στις γιορτές,έκανε και καναδυό φίλους τον Θανάση και τον Περικλή στα δεκαοχτώ τους φύγανε από το ίδρυμα και ψάξανε για δουλειά , το σχολείο το τελείωσε με καλούς βαθμούς αλλά δεν μπόρεσε να πάρει υποτροφία για περαιτέρω σπουδές έτσι βρήκε μια δουλειά σε κάποιο συνεργείο και σιγά σιγά έμαθε την τέχνη,εκεί δούλευε όταν ήλθε ένας κύριος και τον ζήτησε, πρώτη φορά τον έβλεπε,αυτός του έδωσε μια κάρτα που έγραφε το όνομα ενός δικηγόρου και τη διεύθυνση , του είπε να πάει εκεί για δική του υπόθεση.

Κάτι πήγε να πει αλλά ο κύριος που του έδωσε την κάρτα είχε ήδη φύγει,έτσι την άλλη μέρα πήρε άδεια από τον εργοδότη του και πήγε στο γραφείο του δικηγόρου όλο απορία ,γιατί αυτός δεν είχε ποτέ καμιά υπόθεση με δικηγόρους,δεν βαριέσαι είπε μέσα του θα μάθω τι με θέλει, πήγε και η γραμματέας μόλις άκουσε το όνομα του τον πέρασε μέσα.

Καλημέρα σας, καλημέρα καθίστε παρακαλώ ,ο δικηγόρος θα ήταν γύρω στα εξήντα με κάτασπρα μαλλιά και με μερικά κιλά παραπανίσια τον κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του και χαμογελώντας του έδωσε το χέρι .

Είστε ο κύριος Σωτήρης Τάδε? Μάλιστα! Η μητέρα σας ήταν η Κατερίνα Τάδε? Μάλιστα !! Τι θέλει τώρα αυτός? ξέρει και τη μάνα μου !!εγώ πρώτη φορά τον βλέπω,κάτι πήγε να πει αλλά ο δικηγόρος τον σταμάτησε. Ακούστε κύριε Τάδε πριν από δεκαοχτώ χρόνια περίπου σε αυτό το γραφείο ήλθε η μητέρας σας με ένα μωρό στην αγκαλιά και αυτό το μωρό ήσασταν εσείς. Μα τι λέτε τώρα? Αφήστε με να τελειώσω , η μητέρα σας μου έδωσε εντολή πως όταν γίνετε δεκαοχτώ χρονών και αν αυτή δεν βρίσκετε εν ζωή να σας παραδώσω αυτό το φάκελλο.

Ένας φάκελλος από τη μητέρα του που καλά καλά δεν θυμόταν το πρόσωπο της που δεν πέρασε μέρα να μην τη σκεφτεί ,ο δικηγόρος κοίταξε τον νέον άντρα που στα δεκαοχτώ του χρόνια θα μάθαινε ένα μυστικό που οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν σχεδόν από τη πρώτη στιγμή της ζωής τους .
Θέλετε να σας αφήσω μόνο σας να διαβάσετε τι γράφει?Εσείς ξέρετε? Μάλιστα εγώ το σύνταξα !
! Κανένας άλλος δεν ξέρει τι γράφει εδώ?Όχι ! Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελλο και άρχισε να διαβάζει συγκινημένος που αυτά τα λόγια ήταν λόγια από τη μάνα του σιγά σιγά τη θέση της συγκίνησης την πήρε ο θυμός. Πως μπόρεσε?Πως μπόρεσε? Ακούστε θα υπάρχει κάποια εξήγηση ,προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο δικηγόρος .Καμία καμία εξήγηση τον παρακαλούσα να μην με διώξει από το χωριό και αυτός ατάραχος με έστειλε στο ορφανοτροφείο !!Εκεί πάνε τα ορφανά εγώ είχα πατέρα, ΑΥΤΟΝ αυτό το τέρας .
Αφού ζήτησε συγνώμη από το δικηγόρο για το ξέσπασμα του και άκουσε τις συμβουλές του σηκώθηκε και έφυγε , στην αρχή σκέφτηκε να πάει στο χωριό και να βρει τον πρόεδρο να του τα πει ένα χεράκι αλλά μετά το μετάνοιωσε ,όχι όχι ο δικηγόρος του είπε να μην κάνει καμία κίνηση όσο ήταν θυμωμένος. Ναι θα περίμενε να περάσει λίγος καιρός και μετά θα πήγαινε ,είχε κάθε δικαίωμα να πάρει κάποια εξήγηση και να δει να γνωρίσει τα αδέλφια του , εκείνο το μικρό κοριτσάκι εκείνη τη μέρα που ο πατέρας του έπαιρνε την απόφαση να διώξει το παράνομο παιδί.

Και τώρα μετά από τρία χρόνια από τη μέρα που έμαθε το μυστικό να στέκεται μια ανάσα από το να πει την αλήθεια, ότι ξέρει.Άφησε να περάσουν τρία χρόνια ,ήθελε να πάει καταξιωμένος και νάτος τώρα με το αυτοκίνητο του τη δική του δουλειά και χωρίς οργή για τον άνθρωπο που τον απαρνήθηκε, ήλθε να γιατρέψει τις πληγές του.Ήλθε να κοιτάξει κατάματα αυτόν που του στέρησε την οικογένεια αυτόν που δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια ένα εξάχρονο ορφανό ,το παιδί του!,