Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό Τελευταίο

H  κυρά Μαρίκα πήρε μια  βαθιά ανάσα και σηκώθηκε αφήνοντας τον καφέ στη μέση,η ώρα είχε περάσει και ήδη είχε ξημερώσει την είχαν παρασύρει οι αναμνήσεις της και ούτε που κατάλαβε τη Χάιδω που ήταν στην αυλή και έδιωχνε ένα σκυλί που γυρόφερνε.
  Φώναξε το κορίτσι και της είπε να ετοιμαστεί γιατί σήμερα θα πήγαινε να κρατήσει συντροφιά στην ανιψιά της μια και η μαμά της θα πήγαινε για μια δουλειά και γιατί δεν έρχεται εδώ για να  μπορέσω να σας βοηθήσω και στις δουλειές ; ρώτησε η Χάιδω ,γιατί θα λείψω και εγώ και εν πάσι περιπτώσει κάνε αυτό που σου λέω δεν έχω ώρα για εξηγήσεις,ο Ανέστης ας βολευτεί μόνος του θα του αφήσω και φαΐ,σπίτι θα γυρίσεις όταν γυρίσω και εγώ εντάξει; εντάξει αποκρίθηκε το κορίτσι και πήγε να πάρει ένα κέντημα που το είχε αρχίσει εδώ και μέρες για να απασχοληθεί λίγο εκεί που θα πήγαινε γιατί σίγουρα η κυρά Φρόσω δεν θα άφηνε δουλειές για να κάνει η Χάιδω.
  Οι δυο αδελφές μπήκαν στο λεωφορείο και κάθισαν δίπλα δίπλα  .Στη πραγματικότητα οι δυο γυναίκες δεν ήταν αδελφές αλλά φίλες όμως ήταν τόσο αγαπημένες που από μόνες τους βαφτίστηκαν αδελφές αφού για κάμποσα χρόνια η  Μαρίκα ζούσε σχεδόν στο σπίτι της Φρόσως.
  Λοιπόν ; τι θα του πεις; ρώτησε η Φρόσω ,δεν ξέρω απάντησε η Μαρίκα ,όμως έτσι που ήλθαν τα πράγματα  πρέπει να δώσω κάποιες εξηγήσεις και να ξεχάσει το προξενιό ! χα το προξενιό σχεδόν κάγχασε η Φρόσω ,μα τι σου ήλθε; τρελάθηκες τελείως; και για να ξέρεις ο μόνος λόγος που δέχτηκα να γίνουν όλα αυτά στο σπίτι μου ,ήταν για να δω τι θα του έλεγες και να είσαι σίγουρη πως αν το προχωρούσες εγώ στο ορκίζομαι θα μιλούσα ,δεν μπορείς να κρατάς  το παιδί σου στο σκοτάδι ,έχει δικαίωμα να μάθει το ίδιο και ο Θανάσης,αδελφούλα μου καλή, έχεις και εσύ δικαίωμα στην ευτυχία πρέπει και εσύ να βρεις γαλήνη.
  Η κυρά  Μαρίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο έτσι όπως περνούσαν από μπροστά της τα ελαιόδεντρα που ήταν στη σειρά το μυαλό της πήγε να ταξιδεύει  πριν 25 χρόνια τότε που γνώρισε τον Θανάση  και τον αγάπησε τότε που του δόθηκε  ,τότε που η μητέρα της ενώ άρχισε να συνέρχεται από την αρρώστια και πριν προλάβει να γίνει τελείως  καλά ξαφνικά πέθανε ,επιπλοκή είπαν οι γιατροί .
  Και ο Θανάσης να της λέει πως την αγαπά και ξαφνικά να εξαφανίζετε και αυτή να μένει με ένα παιδί στη κοιλιά ,μόνη και έρημη,της ήλθε τρέλα όταν πήγε μια μέρα στο σπίτι του και βρήκε κάποιους να το αδειάζουν ,όταν ρώτησε της είπαν ότι η δουλειά του τελείωσε και έπρεπε να φύγει ξαφνικά γιατί παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα σε εργοστάσιο του εξωτερικού.
   Ούτε κατάλαβε πως γύρισε στο σπίτι,μια γειτόνισσα της είπε ότι την έφεραν κάποιοι εργάτες  γιατί ζαλίστηκε το θέμα ήταν ότι βρισκόταν μόνη  με ένα μωρό στη κοιλιά χωρίς άντρα δίπλα της.
   Δεν ήξερε τι να κάνει που να απευθυνθεί ,το άλλο πρωί την βρήκε να κάθετε σε μια καρέκλα με το κεφάλι γυρμένο στο τραπέζι και τα μάτια πρησμένα από το κλάμα.
  Άκουσε τη πόρτα να κτυπά και αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της πήγε να ανοίξει ,βρέθηκε μπροστά στον ιερέα   της ενορία της , ήταν ένας άντρας γύρω στα 50   και όλοι έλεγαν το πόσο καλός και πονόψυχος ήταν ,είχε βοηθήσει πολύ κόσμο από τις δωρεές που γινόντουσαν στην εκκλησία που λειτουργούσε ,ήταν και καθηγητής  και τις καθημερινές δίδασκε στο γυμνάσιο ,δίπλα του στεκόταν ένα κορίτσι γύρω στα 15  και τη κοιτούσε ντροπαλά.
 Καλημέρα  Μαρίκα  σε παρακαλώ παιδί μου μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;μα τι έχεις παιδί μου; εσύ είσαι έτοιμη να σωριαστείς ,Φρόσω φώναξε τη μητέρα σου  η γυναίκα του είχε ήδη κατέβει από το αυτοκίνητο και πήγε προς το σπίτι ,γρήγορα της είπε ο άντρας της και πήρε τη Μαρίκα στα χέρια του πριν αυτή σωριαστεί κάτω.
  Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε ότι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο και δίπλα της καθόταν η γυναίκα του ιερέα που τη κοιτούσε γλυκά κάτι πήγε να πει  η Μαρίκα αλλά την πήραν τα κλάματα ..σώπα κορίτσι μου όλα θα πάνε καλά μη φοβάσαι συμβαίνουν στη ζωή αυτά.
Θεέ μου ξέρει σκέφτηκε η Μαρίκα ,τι ντροπή ,εκείνη τη στιγμή μπήκε μια νοσοκόμα  και  τους είπε πως σε λίγο θα ερχόταν ο γιατρός .Πράγματι σε λίγο μπήκε ο γιατρός  που της ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της και ότι σε 7 μήνες περίπου θα έφερνε στο κόσμο ένα παιδί.
  Η γυναίκα του ιερέα τη βοήθησε να σηκωθεί και την πήγε στο αυτοκίνητο που είχε φέρει ο άντρας της μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου.
  Άκου Μαρίκα παιδί μου άρχισε να λέει ο πάτερ Γεώργιος  το βράδυ το συζητήσαμε με τη παπαδιά και πήραμε την απόφαση να μην σε αφήσουμε μόνη θα είμαστε δίπλα σου ,σε ότι χρειαστείς,μα δεν μπορώ να σας φορτώσω αυτή τη ντροπή είπε η Μαρίκα με δάκρυα στα μάτια ,καμιά εγκυμοσύνη δεν είναι ντροπή παιδί μου απάντησε η παπαδιά θα μείνεις μαζί μας και κανένας δεν θα τολμήσει να πει τίποτα.
 Έτσι η Μαρίκα για τέσσερα χρόνια ζούσε μαζί με την οικογένεια της Φρόσως μετά πήγε στο σπίτι της από το οποίο έπαιρνε κάποια νοίκια αφού το είχε νοικιάσει σε μια οικογένεια και τα οποία της τα φύλαγε η παπαδιά για όταν θα ερχόταν η ώρα να ζήση μόνη της.
  Μαρίκα  Μαρίκα!!! μα που τρέχει ο νους σου; την αποπήρε η Φρόσω; Σ' αυτόν!  ,γιατί γύρισε τώρα ;μετά από τόσα χρόνια σιωπής; Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω με το ίδιο λεωφορείο ,ούτε να το σκεφτείς της απάντησε η Φρόσω.
  Η  Φρόσω κτύπησε το κουδούνι  ,τους άνοιξε μια  γυναίκα γύρω στα 50  ψηλή και αδύνατη  με ευγενική φυσιογνωμία, ποιος είναι Μαρία; ακούστηκε μια φωνή από μέσα, δυο κυρίες απάντησε και έκανε τόπο για να περάσουν ..πες τους να περάσουν εκεί θα τις αφήσεις; απάντησε η αντρική φωνή .
 Περάστε παρακαλώ, οι δυο γυναίκες πέρασαν στο σαλόνι και εκεί βρήκαν τον Θανάση με το χέρι μέσα σε νάρθηκα να κρέμεται από το λαιμό όπου το είχε δεμένο, παρακαλώ σε τι οφείλω την επίσκεψη; πήγε να πει αλλά  η πρόταση κόπηκε στη μέση και έγινε κατάχλομος  
  Μαρίκα;  είσαι καλά Θανάση;  ρώτησε η γυναίκα που τους άνοιξε ,ναι καλά είμαι καθίστε  καθίστε απάντησε αυτός, η Φρόσω κάθισε και τράβηξε και τη Μαρίκα δίπλα της πάνω στο καναπέ η οποία είχε μείνει σαν άγαλμα να κοιτάει το Θανάση που εκτός από τα λίγα γκρίζα μαλλιά για την ηλικία του  κρατιόταν μια χαρά.
  Τέσσερις ώρες κουβέντιαζαν, δηλαδή η Μαρίκα έλεγε, ήθελε να τον πληγώσει που την άφησε μόνη χωρίς μια εξήγηση, ήθελε να τον κάνει να πονέσει και όμως τίποτα δεν έκανε ,απλά του είπε ότι όταν αυτός έφυγε ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τον βρει ή καλύτερα ποτέ δεν έψαξε να τον βρει γιατί απλούστατα με τον τρόπο του έδειξε πως δεν την ήθελε .
 Ο  Θανάσης έμεινε να τη κοιτάει  και τα μάτια του βούρκωσαν .Έφυγα βιαστικά εκείνη την ημέρα ,πράγματι με ειδοποίησαν για μια βλάβη στο εργοστάσιο στη Γερμανία αλλά θα γύριζα να σε πάρω όμως συνέβησαν κι' άλλα η βλάβη ήταν πιο σοβαρή και έγινε έκρηξη κατά τη επισκευή εγώ τραυματίστηκα δυο άλλοι ήταν πιο άτυχοι σκοτώθηκαν , έμεινα 6  μήνες στο νοσοκομείο και μετά πήγα Αμερική για άλλους τόσους μήνες, βλέπεις Μαρίκα και με μια κίνηση σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του αποκαλύπτοντας  το ξένο πόδι μέχρι το γόνατο, δεν γινόταν να έλθω έτσι ούτε και ήθελα να με λυπάσαι .,
 Δούλεψα στα γραφεία της εταιρείας  δεν ήθελα να βγω στη σύνταξη από τόσο νέος ήθελα να απασχολώ τον εαυτό μου για να μη τρελαθώ που σε έχασα και εσένα και τη ζωή μου.
  Και το προξενιό; γιατί δέχτηκες να γίνει προξενιό με μια τόσο νέα κοπέλα; Γέλασε ο Θανάσης πικρά  δεν ζήτησα γυναίκα να παντρευτώ Μαρίκα μια γυναίκα να με βοηθά στις δουλειές του σπιτιού ήθελα γιατί η Μαρία θα φύγει, γέννησε η κόρη της και θα πάει στη  Γερμανία να μείνει,είναι ξαδέλφη μου.
 Ωστε έχω ένα γιο ε; του έχεις μιλήσει για μένα; πες μου πως είναι ,θέλησε να μάθει ο Θανάσης,είναι πολύ όμορφος πετάχτηκε η Φρόσω και τώρα που σας βλέπω σας μοιάζει.Η Μαρίκα  εκανε μια κίνηση  με το  χέρι  προς τη Φρόσω σαν να της έλεγε σταμάτα.Όχι Θανάση, ο Ανέστης  θεωρεί για πατέρα του τον μακαρίτη τον άντρα μου αν και δεν τον γνώρισε ήταν μικρός όταν πέθανε.
Ώστε παντρεύτηκες ,καλά έκανες Μαρίκα ,πόσα τράβηξες και εσύ!
   Εντωμεταξύ ο Ανέστης  ήταν όλο νεύρα το πρωί, σκεφτόταν τη προηγούμενη μέρα που η Χάιδω θα δεχόταν για άντρα της έναν γέρο για τα λεφτά του και δεν υπήρχε και κανείς να του φτιάξει καφέ,μα που πήγαν και οι δυο πρωί πρωί;, για τον Ανέστη πρωί πρωί τώρα που είχε διακοπές από το πανεπιστήμιο ήταν  μία το μεσημέρι.Πήρε τηλέφωνο στη θεία του τη Φρόσω και το σήκωσε η Χάιδω , α εκεί μου είστε ,όχι Ανέστη μόνο εγώ είμαι εδώ, με τη μικρή ,η μητέρα σου δεν ξέρω που είναι κάπου πήγε με τη κυρά Φρόσω.
  Της έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα και ξεκίνησε για τη θεία του ,σχεδόν έπεσε πάνω στη μάνα του και τη θεία του ,έλα μέσα γιε μου πρέπει να μιλήσουμε του είπε η μάνα του κρύβοντας ένα δάκρυ ο Ανέστης πρώτη φορά την είδε έτσι αναστατωμένη.
 Η κυρά Φρόσω πήρε τη Χάιδω και τη κόρη της και βγήκαν στη βεράντα αφήνοντας την αδελφή της με το γιο της  να βρούνε μαζί το δρόμο για τη συμφιλίωση με το παρελθόν.
  
                             ΤΕΛΟΣ