Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Η βροχή πάντα θα σ'ακολουθεί

Μέρος πρώτο

Η βροχή είχε σταματήσει και σιγά σιγά άρχισε να αχνοφαίνεται ο ήλιος

ρίχνοντας τις χρυσές του αχτίδες πάνω στο καταπράσινο χορτάρι που δεν ξεπερνούσε τα δέκα εκατοστά και οι σταγόνες από τη βροχή λαμπύριζαν σαν μικρά διαμαντάκια πάνω στα φυλλαράκια του.
Η Φωτεινή βγήκε από το μικρό σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού και χρησίμευε σαν στάση λεωφορείου σταυρώνοντανς την ελαφριά ζακέτα που φορούσε για να προφυλαχτεί από την υγρασία της βροχής.
Όταν ξεκίνησε για να πάει στο δημοτικό σχολείο του χωριού όπου δίδασκε εδώ και ένα χρόνο, δεν περίμενε να την πιάσει η βροχή στα μισά του δρόμου, η μέρα φαινόταν να είναι καλή και η απόσταση για το σχολείο από το σπίτι της δεν ήταν πάνω από είκοσι λεπτά ,έτσι κάθε μέρα πηγαινοερχόταν με τα πόδια για να απολαμβάνει και τη φύση μια και την είχε στερηθεί ζώντας όλη της τη ζωή στην Αθήνα.
Η άνοιξη ήταν προς το τέλος της ,σε λίγες μέρες ο Μάης θα τους αποχαιρετούσε και το καλοκαίρι θα έκανε την εμφάνιση του και επίσημα ,αυτά σκεφτόταν η Φωτεινή μπαίνοντας στη μικρή αυλή του σχολείου και προσέχοντας να μην μουσκέψει τα παπούτσια της από το νερό που είχε μαζευτεί στις λακουβίτσες από τη ξαφνική μπόρα.
Ξεκλείδωσε τη πόρτα του σχολείου και σκουπίζοντας τα πόδια της μπήκε μέσα στη τάξη ,κρέμασε τη τσάντα της αφού πρώτα έβγαλε τα βιβλία από μέσα, πήρε το σφουγγάρι και χαμογελώντας έσβησε τα γράμματα που είχε ο πίνακας,κάθισε και περίμενε να έλθουν τα παιδιά ,κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι είχαν περάσει και δέκα λεπτά από την ώρα που άρχιζε το μάθημα ,δεν ανησύχησε όμως γιατί τα παιδιά ίσως καθυστέρησαν λίγο με την ξαφνική μπόρα.
Όταν όμως πέρασε μισή ώρα και κανείς δε φαινόταν σηκώθηκε ανήσυχη και πήγε προς τη πόρτα ,σχεδόν έπεσε πάνω στον κύριο Νίκο τον πατέρα των παιδιών ,μα τι έγινε; τον ρώτησε, ήλθα να σας πω ότι τα παιδιά έχουν και τα δυο πυρετό και θα τα πάω στο διπλανό χωριό να τα δει ο αγροτικός γιατρός ,ήλθα να σας το πω για να πάτε και εσείς στο σπίτι σας. Εντάξει κύριε Νίκο περαστικά και ευχαριστώ που με ειδοποιήσατε ,θα περάσω το απόγευμα να τα δω.
Η Φωτεινή έμεινε μόνη και για λίγα λεπτά κοιτούσε τον άνδρα που απομακρυνόταν ,έκλεισε τη πόρτα και πήρε μια εσάρπα που είχε μόνιμα στη μικρή ντουλάπα που χρησίμευε για βιβλιοθήκη και την έριξε στους ώμους της ,κάθισε στη καρέκλα και ακουμπώντας τους αγκώνες πάνω στην έδρα έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια, η βροχή άρχισε να ξαναπέφτει απαλά.
Η βροχή δυνάμωσε και το νεαρό ζευγάρι έτρεχε να προστατευτεί κάτω από μια τέντα, δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά από την ώρα που βγήκαν από το πανεπιστήμιο και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς ,η Φωτεινή και ο Πέτρος κρατώντας χέρι χέρι τίναξαν τη βροχή από πάνω τους μπήκαν μέσα στη καφετέρια που βρισκόταν δέκα μέτρα πιο κάτω.
Μπαίνοντας μέσα άκουσαν μια φωνή να τους καλεί προς το μέρος του ,ήταν ο Τάκης δυο χρόνια μεγαλύτερος , που καθόταν με μια παρέα από αγόρια και κορίτσια ,πήγαν προς το μέρος του και χαιρέτησαν τους υπόλοιπους που γνώριζαν ήδη μια και πήγαιναν όλοι στο ίδιο πανεπιστήμιο εκτός από έναν νέο που πρώτη φορά έβλεπαν. Παιδιά να σας συστήσω τον Γιώργο είναι ξάδελφος μου και είναι στην ιατρική τους είπε ο Τάκης.
Η Φωτεινή έδωσε το χέρι της στον Γιώργο και του χαμογέλασε ,αφού έγιναν οι συστάσεις παρήγγειλαν τα ποτά τους και άρχισαν να κουβεντιάζουν και να γελάνε με τα ανέκδοτα του Τάκη ,ήταν ένα στέκι που στη πλειοψηφία του ήταν πάντα γεμάτο με νεαρά παιδιά μια και ήταν κοντά στο πανεπιστήμιο ,έτσι το μόνο που άκουγες ήταν φωνές και γέλια .
Μετά από καμιά ώρα ο Τάκης σηκώθηκε με τον ξάδελφο του να φύγουν ,η βροχή έξω έπεφτε πολύ δυνατά και ο Τάκης πρότεινε στη Φωτεινή αν ήθελε να την πάρουν με το αυτοκίνητο του μια και έμενα στην ίδια γειτονιά,αυτή κάτι είπε στον Πέτρο και αυτός τη συνόδεψε μέχρι τη πόρτα τη φίλησε απαλά χαϊδεύοντας τα μακριά της μαλλιά με μια κίνηση και ξαναμπήκε μέσα.
Ο Τάκης τους είπε να περιμένουν στην είσοδο της καφετέριας για να φέρει το αυτοκίνητο που ήταν λίγο πιο κάτω ούτως ώστε να μη βραχούν ,σε λίγο ήλθε και ο Γιώργος έτρεξε άνοιξε τη μπροστινή πόρτα του αυτοκινήτου και της είπε να περάσει ,αφού κάθισε η Φωτεινή αυτός έκλεισε τη πόρτα και κάθισε στο πίσω κάθισμα,η Φωτεινή ένιωσε άβολα με όλη αυτή την περιποίηση αλλά δεν είπε τίποτα ,εξάλλου έβρεχε τόσο δυνατά που το μόνο που ήθελε ήταν να προφυλαχτεί.
Τις επόμενες μέρες η Φωτεινή δεν ξανάδε ούτε τον Τάκη ούτε τον ξάδελφο του τον Γιώργο, εξάλλου είχε πολύ διάβασμα και δεν πολυπήγαινε στη καφετέρια ,ώσπου μια μέρα κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού και μπήκε μέσα η μητέρα του Τάκη που ήταν και φίλη με τη μητέρα της ,είχε έλθει για να τα πει λίγο με τη φίλη της. Τότε η Φωτεινή έμαθε ότι εδώ και λίγες μέρες έμενε κοντά τους και ο ανιψιός της ο Γιώργος παιδί τού αδελφού της ,στην αρχή έμενε σε σπίτι που είχε νοικιάσει ο πατέρας του αλλά τώρα τελευταία οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά και έτσι αποφάσισαν να μένει με τη θεία του για να γλυτώνουν τα νοίκια.
Οι μέρες περνούσαν και τα παιδιά καμιά φορά παίρνανε και τη Φωτεινή μαζί τους στις εξόδους τους ο Τάκης την πρόσεχε σαν αδελφή του μια και δεν είχε δικιά του αλλά και η Φωτεινή σαν τον μεγάλο της αδελφό τον έβλεπε που δεν είχε,τον Γιώργο τον έβλεπε αλλιώς ,ούτε αυτή δεν ήξερε πως ,όμως σιγά σιγά είχε αρχίσει να βρίσκει δικαιολογίες για να μη βγαίνει έξω μαζί με τον Πέτρο το αγόρι της, η δυσαρέσκεια από τη μεριά του Πέτρου ήταν εμφανής και ειδικά όταν την έβλεπε πως κοιτούσε τον Γιώργο όποτε βρισκόντουσαν όλοι μαζί. Η Φωτεινή περίμενε ένα βλέμμα ή έστω ένα σημάδι από τον Γιώργο ότι και αυτός ενδιαφερόταν αλλά μάταια ίσα ίσα που αυτός απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια ακόμα και να της απευθύνει το λόγο,ώσπου μια μέρα εκεί που κάθονταν ό ένας δίπλα στον άλλο και ήταν ο καθένας στις σκέψεις του και δεν έπαιρνα μέρος σε καμιά συζήτηση ,ο Γιώργος την ακούμπησε στο μπράτσο λέγοντας το όνομα της.

Υ.Γ.
Πρέπει να διαβάσω κιόλας μην ξεχνιόμαστε ,πάω και σχολείο.