Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Ο τίτλος δικός σας.

Τον πρώτο καιρό δεν ήξεραν τίποτα ο ένας για τον άλλον ,το κακό τους βρήκε αναπάντεχα πήραν τις οικογένειες τους και τράβηξαν για τα βουνά,πέταξαν μέσα στο αυτοκίνητο δυο τρεις κουβέρτες για να περάσουν το βράδυ,στα βουνά ίσως να έκανε κρύο και ας ήταν καλοκαίρι . Όταν πια ανηφόρησαν για τα καλά και δεν ακουγόντουσαν τα αεροπλάνα μπήκε στη πλατεία του πρώτου χωριού που βρήκε μπροστά του και σταμάτησε. Τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα 18 και 20 χρονών ηρέμησαν κάπως η γυναίκα του τους κρατούσε το χέρι και προσπαθούσε από ώρα τώρα να τις ηρεμήσει παρόλο που και η ίδια έτρεμε από το φόβο της. Δίπλα του καθόταν ο πατέρας του σκεφτικός και ταλαιπωρημένος ,δεν τολμούσε να κοιτάξει τον γιο του που τα χέρια του είχαν ασπρίσει σφίγγοντας το τιμόνι και η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
Έπρεπε να πάρει την οικογένεια του από αυτή τη κόλαση ,κανείς δεν περίμενε αυτό το κακό και όμως έπρεπε να το ξέρουν ,τώρα πια δεν είχε σημασία το κακό έγινε και έπρεπε πάσι θυσία να προστατέψει την οικογένεια του.
Έφερε στο μυαλό του την αδελφή του που ζούσε στη Λεμεσό, τι να έγινε εκεί? Άραγε είναι ασφαλής? Ο γιος της είχε πάει φαντάρος πριν έξι μήνες που να βρίσκετε τώρα?
Αλλά και ο πατέρας του δίπλα τα ίδια σκεφτόταν και η γυναίκα του, ο αδελφός της με τη νύφη της θα πήγαιναν και αυτοί σε κάποιο ορεινό χωριό για να γλυτώσουν τους βομβαρδισμούς και όταν θα ηρεμούσαν τα πράματα θα ξαναγύριζαν στα χωριά τους.
Όλοι έτσι σκεφτόντουσαν να ηρεμήσουν τα πράγματα και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Και ο αγαπημένος τους γείτονας που τόσα χρόνια τώρα άσχημη κουβέντα δεν αντάλλαξαν , ακόμα και όταν τα παιδιά μικρά που ήταν, όταν τσακωνόντουσαν έπαιρνε ο καθένας το δικό του και μα με το καλό μα με το άγριο τους έδιναν να καταλάβουν ότι τίποτα δεν πρόκειται να χαλάσει αυτή τη φιλία.
Και αυτά όμως τα έβλεπες μετά από καμιά ώρα να παίζουν ανέμελα λες και δεν ήταν αυτά που ξεσήκωναν τον τόπο με τους τσακωμούς τους. Μεγαλώνοντας τα κορίτσια έγιναν αχώριστα με τα γειτονόπουλα τις συνομήλικες τους και τον Αντρίκο το μικρό που όλες μαζί τον πείραζαν .
Σε κάποιο άλλο χωριό ο Δημήτρης με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά βρίσκονταν στο σπίτι ενός κουμπάρου του που θα τους φιλοξενούσε , ο Δημήτρης του είπε πως δεν πειράζει θα βολευόντουσαν στο αυτοκίνητο, τώρα βέβαια πως θα βολευόντουσαν εφτά άτομα η ψυχή του το ήξερε .
Πέντε άτομα ήταν αυτός με την γυναίκα του και τα τρία του παιδιά συν δυο άτομα τα πεθερικά του ,με το ζόρι χωρούσαν μέσα στο αυτοκίνητο,ήξερε όμως και τις δυσκολίες που περνούσαν οι κουμπάροι του με τέσσερα παιδιά και τους παππούδες μέσα σ' ένα σπίτι τριών δωματίων.
Στο τέλος βάλανε τα πεθερικά στο σπίτι για να μην ταλαιπωρούνται και οι άλλοι κοιμήθηκαν, τρόπος που λέγει στο αυτοκίνητο καθιστοί .Αυτός κάθισε σε ένα παγκάκι στην πλατεία μαζί με τη γυναίκα του ρίξανε μια κουβέρτα στους ώμους τους και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι στην ευχή έγινε ,σε λίγο η πλατεία γέμισε από αυτοκίνητα ,τρακτέρ με ότι μέσον έβρισκε ο καθένας φτάνει να γλυτώσει τα παιδιά του από το κακό, ήλθε και ένα λεωφορείο γεμάτο κόσμο ,ο οδηγός του λεωφορείου έβαλε όσους χωριανούς χωρούσε ,βασικά διπλάσιους έβαλε δεν είχαν όλοι δικά τουςαυτοκίνητα ,κάποιος έπρεπε να τους μεταφέρει, σε κάποιες ανηφόρες οι άνδρες κατέβαιναν και έσπρωχναν για να τα καταφέρει να βγάλει την ανηφόρα.
Πόλεμος αυτό γινόταν ένας πόλεμος που δεν έμελλε να αφήσει τους δυο φίλους να πάνε ποτέ στα σπίτια τους. Τα χρόνια περνούσαν και οι δυο φίλοι βρέθηκαν ο ένας οικογενειακώς στην Αυστραλία και άλλος στη Λεμεσό καμιά φορά ο Δημήτρης μάθαινε νέα τους Γιώργη από την αδελφή του ,ο πόλεμος στάθηκε ακόμα πιο σκληρός γι' αυτήν ο γιος της το παλικάρι της ακόμη αγνοείτε άλλοι της είπαν ότι σκοτώθηκε άλλοι ότι τον είδαν στα Άδανα και ήταν ζωντανός, ο γιος της δεν γύρισε ποτέ και κανένας δεν βγήκε να της πει ούτε αυτής ούτε και στις άλλες μανάδες τι απέγιναν τα παιδιά τους ,ίσως αυτές μόνο ξέρουν τι έγιναν τα παιδιά τους αφού οι περισσότερες έχουν πεθάνει μετά από 35 χρόνια προσμονής ,με αυτό το καημό και με το μαράζι του γιου του πέθανε και ο άνδρας της.
Μετά από είκοσι χρόνια ξενιτιάς ο Γιώργης αποφάσισε να γυρίσει πίσω οι κόρες του δεν θέλησαν, είχαν παντρευτεί εκεί είχαν τις δουλειές τους και τα παιδιά τους πήγαιναν εκεί σχολείο ,έτσι αποφάσισαν να μείνουν και να έρχονται να βλέπουν τους γονείς τους. Ο Δημήτρης είχε χάσει τη γυναίκα του πριν δυο χρόνια τα πεθερικά του είχαν πεθάνει και αυτά με τον μεγάλο καημό ότι δεν μπόρεσαν να γυρίσουν στους τόπους τους.
Η αδελφή του Γιώργη μόλις έμαθε ότι ο αδελφός της θα ερχόταν να μείνει για πάντα στη Κύπρο πήρε τηλέφωνο και το είπε στον Δημήτρη ,έτσι εκείνη την Κυριακή ο Δημήτρης με τη γυναίκα του πήγαν στην εκκλησία όπου και έγινε και το μνημόσυνο της αγαπημένης τους φίλης και γειτόνισσας και μετά τη λειτουργία όλοι μαζί πήγαν στον τάφο όπου έκλαψαν για τα χρόνια που πέρασαν μέσα στη προσφυγιά, έκλαψαν που αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν και να ζήσουν σε ξένους τόπους μακριά από αγαπημένα πρόσωπα,έκλαψαν για τα χαμένα παλικάρια που χάθηκαν έτσι άδικα ΄και για τις ψεύτικες υποσχέσεις των μεγάλων. Έκλαψαν που ξέρουν πως και αυτοί θα πεθάνουν κάποια στιγμή χωρίς να δουν την πατρίδα τους ενωμένη και ελεύθερη από τους κατακτητές.
Αυτή είναι η προσφυγιά ξεριζωμός νεκροί και μεγάλα λόγια από τους μεγάλους ψεύτικα λόγια ,και ψεύτικες υποσχέσεις.
.