Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Το προξενιό τρίτο μέρος

Επιστρέφοντας στο σπίτι μετά την αποτυχία του προξενιού  ο καθένας έμεινε στη σιωπή του ούτε κουβέντα δεν άλλαξαν,  τα συναισθήματα που είχε ο καθένας  τα κράτησε για τον εαυτό του  .
Την επόμενη μέρα  η κυρά Μαρίκα σηκώθηκε πριν ακόμα φέξει,η Χάιδω την άκουσε και γύρισε να δει αλλά αυτή της είπε κοιμίσου λίγο ακόμη θα σου πω εγώ  όταν θα είναι η ώρα να σηκωθείς.
  Η  κυρά Μαρίκα μπήκε στη μικρή της κουζίνα έβαλε το μπρίκι για καφέ  και όταν έγινε άφησε τον εαυτό της να σωριαστεί σε μια καρέκλα.Αλλιώς τα υπολόγισα σκέφτηκε  ήθελε να φέρει τον κυρ Θανάση σε δύσκολη θέση  θα μου πεις τώρα τι φταίει και το έρμαιο το κορίτσι,όμως τα είχε σχεδιάσει όλα μόνη της ,δεν θα άφηνε τη Χάιδω να πάθει τίποτα,τη συμπαθούσε και τη πονούσε έτσι μοναχό που βρέθηκε στο κόσμο,ήταν έξυπνη γυναίκα η κυρά Μαρίκα ,αγράμματη αλλά έξυπνη ,η ζωή της έμαθε πολλά και κατά κάποιο τρόπο ο Κυρ Θανάσης έφερε μεγάλη ευθύνη.
  Ο  Θανάσης  πολλά χρόνια πριν όταν αυτή ήταν ακόμη κορίτσι  άβγαλτο  ήλθε  στη μικρή επαρχιακή τους πόλη  με μια ξένη εταιρεία για να κατασκευάσουν ένα εργοστάσιο.
Η Μαρίκα  εκείνη τη χρονιά είχε  χάσει τον πατέρα της σε μια κατολίσθηση στα μεταλλεία όπου δούλευε , τρία άτομα είχαν σκοτωθεί ,όλοι με γυναίκα και παιδιά,η μάνα της αναγκάστηκε να ξενοπλένει για να τα βγάλουν πέρα  ,η αποζημίωση που τους έδωσαν ήταν πολύ μικρή , γιατί αποφάνθηκαν ότι έφταιγαν οι εργάτες που βρέθηκαν σε εκείνη τη στοά ενώ είχε δοθεί εντολή να μην μπει κανείς,τι τα θες άντε να τα βάλεις με δικηγόρους.
   Η  Μαρίκα σταμάτησε και το γυμνάσιο για να βοηθάει τη μάνα της στα σπίτια που πήγαινε  και καμιά φορά έκανε λάντζα και σε καμιά ταβέρνα τα βράδια.
  Όταν  πρωτοείδε τον Θανάση δεν έδωσε και πολύ σημασία ,΄όχι γιατί δεν ήταν ωραίος,ίσα ίσα   ήταν πολύ όμορφος αλλά  όχι για αυτήν ήξερε τις δυνατότητες της και εξάλλου σιγά μην γύριζε να την δει,αυτός θα κοίταγε καμιά της τάξης του ή τουλάχιστον να έχει  χρήματα κάτι που η ίδια δεν είχε.
  Όμως  η μοίρα αλλιώς τα ήθελε και μια μέρα ήλθε η θεία της ,η αδελφή της μητέρας της να τους πει ότι ο καινούριος, δηλαδή ο Θανάσης που είχε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα  για τους επόμενους 6-8 μήνες μέχρι να τελειώσει η δουλειά του ,ήθελε μια γυναίκα για να του καθαρίζει το σπίτι,μάλιστα η εταιρία θα πλήρωνε και πολύ καλύτερα από ότι στα άλλα σπίτια που πήγαινε.
 Έτσι  γνώρισε τον Θανάση  ,η μητέρα της ανάλαβε να του  μαγειρεύει μερικές φορές μιας και δεν ήθελε να τρώει συνέχεια έτοιμα φαγητά από τα εστιατόρια.
  Συνήθως πήγαινε η μητέρα της στον Θανάση ,δεν ήθελε να στέλνει τη Μαρίκα  ήταν έξυπνη  γυναίκα δεν ήθελε η κόρη της να μπαινοβγαίνει στο σπίτι ενός εργένη.
  Η  ζωή για τη Μαρίκα συνεχειζόταν ανάμεσα στο σπίτι και στο να βοηθά και τη μάνα της όπου είχε ανάγκη στα σπίτια με την ελπίδα πως μόλις τελείωνε το εργοστάσιο  κανσερβοπιοίας να έπιανε εκει δουλειά ,ώσπου μια μέρα η μητέρα της αρρώστησε με πολύ ψηλό πυρετό και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι μια βδομάδα  .
   Αναγκαστηκά  η Μαρίκα ανάλαβε μερικές υποχρεώσεις  παραπάνω, στη δουλειά της μητέρας της μια από αυτές ήταν να πάει και στο σπίτι του Θανάση την ώρα που αυτός ήταν στη δουλειά  και να του συγηρίσει , να του βάλει πλυντήριο  και να του σηδερώσει  ,η μητέρα της  της είπε να μην πάει αλλά αυτή δεν ήθελε να χάσουν το μεροκάματο και ήξερε πως για αρκετές μέρες η άρρωστη δεν έπρεπε να βγει έξω,έτσι είπε ο γιατρός της Μαρίκας.
συνεχίζετε