Τελευταίο
Με ανάμικτα αισθήματα η Λένα άφηνε τους γονείς της ακολουθώντας την καρδιά της ,μετά που τους ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος και θα πάει μαζί με το Δημήτρη να ζήσει οι γονείς της προκειμένου να τη χάσουν τελείως υποχώρησαν και αποφάσισαν να την αφήσουν να ζήση όπως αυτή ήθελε ,τώρα υπήρχε και ένα παιδί ,δεν μπορούσαν να σταθούν αυτοί εμπόδιο.
Η έκπληξη και η χαρά της Λένας ήταν μεγάλη όταν φτάνοντας στο πέτρινο σπίτι ανακάλυψε ότι ο αγαπημένος της το είχε ανακαινίσει και επίσης είχε φτιάξει έναν υπέροχο κήπο με κιόσκι,εκείνο βέβαια που ήταν ασυναγώνιστο ήταν η θέα ,μπροστά από το σπίτι βρισκόταν η καταγάλανη θάλασσα και έτσι όπως ήταν κτισμένο αμφιθεατρικά το σπίτι, έβλεπε η ματιά σου μέχρι εκεί που έφτανε θάλασσα.
Το βράδυ που θα είναι ξεκούραστος και θα καθίσουμε στη βεράντα θα του πω και για το παιδί σκεφτόταν όλο χαρά η Λένα,εκείνο που τη στεναχώρησε ήταν που κανένας δικός του Δημήτρη δεν ήλθε να τους καλωσορίσει ,η αλήθεια είναι ότι δεν γνώρισε ποτέ τους δικούς του ,μόνο μια φορά σε κάποια καφετέρια τότε που ήλθε διακοπές με τους γονείς της, τους πλησίασε ένας νέος και κάτι είπε στο Δημήτρη παράμερα και μετά ήλθαν και οι δυο στη παρέα τους και της τον σύστησε για αδελφό του ,ο οποίος είπε ένα χαίρω πολύ ευγενικά μεν αλλά ψυχρά.
Όταν πια τακτοποίησε τα ρούχα της στη ντουλάπα ετοίμασε κάτι πρόχειρο το έβαλε στο δίσκο και πήγε στη βεράντα όπου την περίμενε ο Δημήτρης ,κάθισε δίπλα του και αφού φάγανε αυτός άναψε ένα τσιγάρο.
Τότε παίρνοντας το χέρι του στα δικά της του είπε να την κοιτάξει στα μάτια γιατί είχε κάτι πολύ σοβαρό να του πει,αυτός γέλασε και της είπε πως κάνει σαν κάτι γκόμενες στα έργα που μετά από αυτό ξεφουρνίζουν μια εγκυμοσύνη, η Λένα ακούγοντας τον να μιλά τόσο κυνικά χλόμιασε και άφησε το χέρι του ,τότε αυτός την άρπαξε από τους ώμους και τη ταρακούνησε ,πες μου ότι δεν είσαι έγκυος πες μου .
Η Λένα βουβάθηκε της ερχόταν λιποθυμία δεν περίμενε τέτοια αντίδραση,τον άκουσε να λέει ότι εγώ δεν θέλω παιδιά εγώ μόνο εσένα και μένα θέλω μέσα σ' αυτό το σπίτι, πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό? τα λόγια του χάθηκα από τα αυτιά της,
όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν στο κρεβάτι και ο Δημήτρης προσπαθούσε να τη συνεφέρει βάζοντας της νερό στο πρόσωπο και τρίβοντας της τα χέρια.
Με συγχωρείς με συγχωρείς αγάπη μου αν σου έβαλα τις φωνές, της έλεγε και θα ορκιζόταν πως είδε τα μάτια του βουρκωμένα αν δεν τον άκουγε στη συνέχεια να της λέει ,δεν πειράζει αγάπη μου σήμερα όλα γίνονται θα κάνεις μια έκτρωση και θα μείνουμε εγώ και εσύ ,κοιμίσου τώρα και αύριο θα το τακτοποιήσουμε,η Λένα δεν απάντησε γύρισε το κεφάλι από την άλλη και άφησε τα δάκρυα να κυλάνε.
Την άλλη μέρα το πρωί του είπε ότι δεν πρόκειται να κάνει έκτρωση και αν αυτός δεν θέλει παιδιά καλύτερα θα ήταν να χωρίσουν τώρα ,το πρώτο χαστούκι ήλθε μαζί με μια βρισιά ,κάνε ότι θες της φώναξες εσύ δεν θα πας πουθενά και αφού το θες τόσο πολύ κράτησε το εσύ θα έχεις την ευθύνη για ότι συμβεί.
Η Λένα εκείνη τη μέρα έκλαψε πολύ ,τον αγαπούσε και δεν μπορούσε να καταλάβει την απότομη αλλαγή του από τη στιγμή που του μίλησε για το παιδί. Οι μέρες κυλούσαν και όταν του μίλησε για τον γάμο που έλεγαν, της είπε καλύτερα να κάνουν πολιτικό με τους γονείς μόνο τους δικούς της και τους δικούς του ,ευκαιρία να τους γνωρίσει κιόλας. Στην ερώτηση της γιατί να μην καλέσουν και τους φίλους του που είχε γνωρίσει το καλοκαίρι αυτός μουρμούρισε κάτι για δουλειές ,σπουδές που είχαν και δεν θα μπορούσαν.
Έτσι μια Κυριακή μαζεύτηκα οι γονεί της οι γονείς του και ο αδελφός του στο Δημαρχείο για να γίνει ο γάμος,οι γονείς της αν και προσπαθούσαν να το κρύψουν είχαν στεναχωρηθεί πολύ ,είχαν άλλα όνειρα για το μοναχοπαίδι τους,οι γονείς του Δημήτρη δυο γλυκύτατοι άνθρωποι την αγκάλιασαν με αγάπη το ίδιο και ο αδελφός του ,μόνο που δεν φαίνονταν ευτυχισμένοι όπως είναι όλοι οι γονείς που παντρεύουν τα παιδιά τους.
Πέρασαν τρεις μήνες από τη μέρα που ήλθαν σ' αυτό το σπίτι και η Λένα ήταν ήδη στον πέμπτο μήνα και πολύ μόνη κανένας δεν ερχόταν στο σπίτι τους δυο φορές μόνο ήλθαν οι γονείς του Δημήτρη και η Λένα πρόσεξε πως όταν αυτή έφευγε από κοντά τους για να φέρει κάτι να τους κεράσει ενώ όλα έδειχναν μια χαρά μόλις επέστρεφε οι γονείς του ετοιμάζονταν να φύγουν ,ο δεν Δημήτρης δεν πήγαινε πουθενά μαζί της ,αρνιόταν να την πάει μια βόλτα το απογευματάκι και την έβαλε να του υποσχεθεί ,ότι άμα αυτός λείπει στη δουλειά αυτή δεν θα γυρνάει γιατί αυτός ανησυχεί.
Η Λένα ήταν δυστυχισμένη ο Δημήτρης εκεί που ήταν όλο γλύκες ξαφνικά κοιτούσε τη κοιλιά της όλο μίσος και δεν ήταν λίγες οι φορές που της είπε πως ήταν λάθος να κάνουν παιδί και μια μέρα αυτή θα το μετανοιώσει,πολλές φορές η Λένα καθόταν στη βεράντα με το βλέμμα στη θάλασσα αυτό μόνο την ηρεμούσε ,εκείνη τη μέρα κατέβηκε στο υπόγειο ,κάτι που της απαγόρευσε ο Δημήτρης να κάνει ,κατέβηκε προσεκτικά τη πέτρινη σκάλα και της έκανε εντύπωση το πόσο τακτοποιημένο ήταν λες και κάποιος το καθάριζε συχνά ,βέβαια τα βράδια άκουγε τον άνδρα της που κατέβαινε αλλά νόμιζε ότι κάτι θα μαστόρευε.
Προσεκτικά η Λένα άρχισε να ανοίγει διάφορα κουτιά όπου έβρισκε εργαλεία ,βρήκε και μερικές εγκυκλοπαίδειες και απόρησε που δεν τις είχαν πάνω ,έτσι θα διάβαζε κιόλας,άρχισε να βαριέται όταν είδε ένα παλιό γραφείο πήγε κάθισε στη καρέκλα που υπήρχε και άνοιξε το πρώτο συρτάρι εκεί βρήκε ένα κουτί ασπιρίνες και καθώς ετοιμαζόταν να το κλείσει κύλησε ένα μπουκαλάκι και το πήρε στα χέρια της ,μα αυτά είναι χάπια για σχιζοφρένεια ,ίσως είναι παλιά ,ξεχασμένα από άλλους που έμεναν εδώ ,κοίταξε την ημερομηνία και τρόμαξε ,τα χάπια έληγαν σε ένα χρόνο τράβηξε το συρτάρι και τότε είδε άλλα δυο κουτιά καθώς και άλλα για κατάθλιψη .
Η Λένα έφερε το χέρι στη κοιλιά δεν μπορεί δεν είναι δυνατόν με τρεμάμενα χέρια άνοιξε και το δεύτερο συρτάρι εκεί βρήκε χαρτιά, ιατρικά χαρτιά και συνταγές με το όνομα του Δημήτρη πάνω, η ίδια παρακολούθησε ένα χρόνο ιατρική είχε διαβάσει είχε συζητήσει πολλές φορές με τον πατέρα της γι' αυτές τις ασθένειες. Έτρεξε σαν τρελή πάνω έριξε νερό στο πρόσωπο της και πήρε το γυναικολόγο τηλέφωνο τον ρώτησε τι επιπτώσεις θα έχει στο έμβρυο αν ο πατέρας έπαιρνε αυτά τα χάπια καθημερινά ,τώρα ήταν σίγουρη ο Δημήτρης έπαιρνε κάθε μέρα αυτά τα βαριά μορφής χάπια .
Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα ένας Δημήτρης εντελώς αγνώριστος με τις γροθιές σηκωμένες, θα με σκοτώσει σκέφτηκε η Λένα θεέ μου θα με σκοτώσει,σου είχα πει να μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου στο υπόγειο ,μα δεν πήγα απάντησε η Λένα και απορώντας από που το κατάλαβε, αφού τώρα μπήκε μέσα .Την άρπαξε και τη έσυρε στο σαλόνι, σχεδόν την πέταξε πάνω στον καναπέ, η Λένα ένιωσε τον πρώτο πόνο στη κοιλιά ,αυτός της έβαλε μπροστά στα μάτια ένα ντι βι ντι και μετά το έβαλε να παίξει, η Λένα του είπε ότι πονάει πολύ ,αλλά αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά και την έβαλε να κοιτά την τηλεόραση και τότε μέσα στα δάκρυα και τη θολούρα που ένιωθε είδε τον εαυτό της να κατεβαίνει στο υπόγειο και μετά να ανεβαίνει ,να πηγαίνει να ρίχνει νερό στο πρόσωπο της και όλες τις κινήσεις που έκανε μέσα στο σπίτι.
Σε παρακαλώ πονάω του έλεγε πήγαινε με στο γιατρό ,ο Δημήτρης είχε χάσει κάθε έλεγχο άρχισε να γελάει δυνατά άγρια, έτρεξε και έκλεισε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα ,η Λένα δεν μπορούσε πια να κουνηθεί από τους πόνους ,προσπάθησε να πάρει το τηλέφωνο που ήταν δίπλα στο τραπεζάκι αλλά της το άρπαξε και το πέταξε απέναντι στο τοίχο.
Της μύρισε βενζίνη της ερχόταν εμετός ένιωθε να χάνετε, το αίμα κυλούσε ανάμεσα στα πόδια της και μια ζέστη αφόρητη ερχόταν καταπάνω της και το γέλιο του Δημήτρη έγινε λυγμός κατηγορώνταςτην πως αυτή φταίει για όλα και τώρα πρέπει να πληρώσει.
Ξύπνησε σε ένα δωμάτιο και είδε κάποια θολή φιγούρα να της μιλά ,Λένα Λένα άνοιξε τα μάτια σου εγώ είμαι ο Στέφανος ,η Λένα ξανάκλεισε τα μάτια και μετά όταν τα ξανάνοιξε το πέπλο που τα σκέπαζε έφυγε ,είδε τη μητέρα της και το Στέφανο να την κοιτάνε όλο αγωνία ,που είμαι?τι έγινε ? Ησύχασε κορίτσι μου θα γίνεις καλά όλα θα γίνουν καλά ,η Λένα έφερε το ένα χέρι στη κοιλιά και έβγαλε μια πνιχτή φωνή ,σιγά σιγά άρχισε να θυμάται ο Δημήτρης? Αργότερα Λένα αργότερα θα τα πούμε όλα, η νοσοκόμα που μπήκε εκείνη τη στιγμή στο θάλαμο της έβαλε μια ένεση και η Λένα ξανακοιμήθηκε.Η Λένα χτένισε τα μακρυά καστανά μαλλιά της και πήγε στη κουζίνα , μητέρα της τη κοίταξε και τη καλημέρισε ,η Λένα της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μετά αγκάλιασε τον πατέρα της που εκείνη τη στιγμή κοιτούσε ένα ιατρικό περιοδικό του το πήρε από τα χέρια και το έβαλε στη τσάντα της .Είχε περάσει ενάμιση χρόνος από το συμβάν η Λένα άλλαξε πρόσωπο ,η πυρκαγιά της είχε κάνει σοβαρά εγκαύματα αν δεν έβλεπε τη φωτιά ένας βαρκάρης και να ειδοποιήσει αλλά και να τρέξει και ο ίδιος με κίνδυνο τη ζωή του η Λένα θα ήταν νεκρή όπως και ο Δημήτρης και το παιδί της.
Ο Στέφανος τη πήγε στην Αμερική και μετά από πολλές επεμβάσεις η Λένα έγινε καλά, το μόνο που μπορούσες να την αναγνωρίσεις αν την ήξερες από πριν ήταν τα όμορφα της μάτια και τα υπέροχα μαλλιά που δεν πρόλαβαν να καούν όλα.
Η Λένα τέλειωσε την ιατρική και ο Στέφανος είχε γυρίσει στην Ελλάδα όπου και άνοιξε δική του κλινική, τα χρόνια πέρασαν αλλά η Λένα δεν έλεγε να ενδώσει στον έρωτα του. Και τώρα που κατάλαβε ότι πραγματικά τον αγαπά και θέλει να ζήσει μαζί του σαν γυναίκα του θέλησε να έλθει εδώ να κλείσει για πάντα τις πληγές που την βασάνιζαν κάθε βράδυ να απαλλαγεί από την τρέλα του Δημήτρη και τις ενοχές που δεν μπόρεσε να καταλάβει τη ψυχολογία του από την αρχή,να θρηνήσει το αγέννητο παιδί της,να πετάξει μια και καλή το παρελθόν και να μπορέσει να κοιτάξει ξανά τη θάλασσα με βλέμμα γαλήνιο όπως τον πρώτο καιρό .
ΤΕΛΟΣ
Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009
Τρίτη 30 Ιουνίου 2009
Με το βλέμμα στη θάλασσα 2
Μέρος δεύτερο
Εκείνο το πρωινό η Λένα ξύπνησε και τεντώθηκε μέσα στα σεντόνια της, χωρίς καμιά βιασύνη κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο , χασμουρήθηκε και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Μπορεί να ήταν Δευτέρα, αλλά αυτή η Δευτέρα ήταν διαφορετική ,από σήμερα επιτέλους άρχιζαν οι διακοπές της,τα αποτελέσματα από τις πανελλήνιες εξετάσεις είχαν βγει και ήξερε ότι από το Σεμπτέβρη θα άρχιζε τα μαθήματα στη σχολή που ήθελε.
Ο πατέρας της ήταν γιατρός και πάντα είχε κρυφή επιθυμία η μοναχοκόρη του να ακολουθουθήση το επάγγελμα του,παρόλα αυτά ποτέ δεν είπε κάτι στη κόρη του,δεν ήθελε να την επηρεάσει σε κάτι που πιθανόν δεν ήταν και δικό της όνειρο.
Η Λένα πάλι έβλεπε τον πατέρα της με πόση αγάπη εξασκούσε το επάγγελμα του και πόσο βοηθούσε τους ανθρώπους είτε ήταν φτωχοί και δεν είχαν να τον πληρώσουν ,είτε ήταν πλούσιοι.
Έτσι αποφάσισε χωρίς καμιά πίεση να γίνει μια μέρα γιατρός, τώρα ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε,το πρώτο βήμα έγινε και με τη νέα χρονιά θα ήταν φοιτήτρια ιατρικής και μάλιστα στην Αθήνα ,έτσι δεν θα αποχωριζόταν και τους γονείς της που μόνο αυτήν είχαν, αλλά για να το πετύχει αυτό ξημεροβραδιαζόταν διαβάζοντας.
Τώρα μετά απ΄'όλα αυτά, διαβάσματα, ξενύχτια αγωνίες,ήλθε και η ώρα για ξεκούραση, ο πατέρας της πήρε άδεια από το ιατρείο του δεκαπέντε μέρες και έκλεισε ένα μικρό σπιτάκι για όλο το Καλοκαίρι σε μια μικρή παραθαλάσσια επαρχιακή κωμόπολη.
Τις πρώτες δεκαπέντε μέρες θα έμενε μαζί τους και τον υπόλοιπο καιρό θα ερχόταν τα Σαββατοκύριακα
Έτσι μάζεψαν τα πράγματα τους και πήγαν στο εξοχικό που είχαν νοικιάσει.Το σπίτι ήταν πολύ όμορφο με βεράντες και ένα μικρό κήπο ,υπήρχαν άλλα τέσσερα στη σειρά σχεδόν τα ίδια. Μόλις έφτασαν άδειασαν τις βαλίτσες τους, έβαλαν στο ψυγείο και στα ντουλάπια τα τρόφιμα που έφεραν για τις πρώτες μέρες μέχρι να βολευτούν.
Μόλις τέλειωσαν το τακτοποίημα η Λένα φόρεσε το μαγιό της και έτρεξε στη θάλασσα που ήταν στα διακόσια μέτρα από το σπίτι,η δε μητέρα της της φώναζε να προσέχει γιατί δεν ξέρουμε τα νερά εδώ ,πρόσεχε παιδί μου !!.Καλά μητέρα θα προσέχω.
Η Λένα με το που έφτασε στη παραλία άφησε τη τσάντα στη σκιά μιας ομπρέλας και για μια στιγμή διερωτήθηκε μήπως είναι άλλου ο χώρος ,αλλά ρίχνοντας μια ματιά γύρω διαπίστωσε πως υπήρχαν κι' άλλες άδειες και μόνο δυο παρέες ήταν λίγο πιο μπροστά από αυτήν ,έτσι ησήχασε ότι κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν, πέρασε δίπλα από τις παρέες που αν και καθόντουσαν σε ξεχωριστές ομπρέλες κουβέντιαζαν όλοι μαζί .
Μπήκε μέσα στη θάλασσα που αν και λίγο κρύα δεν της έκανε καρδιά να βγει έξω ,σιγά σιγά ΄η παραλία άρχισε να γεμίζει κόσμο ,οι πιο πολλοί ήταν με παρέες,άρχισε να κρυώνει και αποφάσισε να βγει να σκουπιστεί και να πάει σπίτι ,είχε αρχίσει να νοιώθει άβολα που ήταν μόνη της και όλοι οι άλλοι είχαν τις παρέες της.
Βγήκε τρέμοντας από το κρύο και περνώντας μπροστά από τις δυο παρέες που είχε βρει εκεί ,τρία κορίτσια και δυο αγόρια περίπου στην ηλικία της φταρνίστηκε ,τώρα βρήκε να με πιάσει το αλλεργικό μου είπε από μέσα της,γείτσες άκουσε κάποιον να λέει,γύρισε το κεφάλι και συνάντησε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που είχε δει στη ζωή της, ευχαριστώ απάντησε και προχώρησε ,έπιασε τη πετσέτα της και τη τύλιξε πάνω της τρέμοντας .
Σκέφτηκε να κάτσει λίγο στον ήλιο να ζεσταθεί όταν είδε δυο αγόρια γύρω στα οκτώ να λένε με παράπονο στους γονείς τους ,δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη ομπρέλα
,η Λένα ένιωσε ακόμα πιο άβολα σηκώθηκε μάζεψε τη τσάντα της και έκανε να φύγει, η μητέρα των παιδιών κατάλαβε τι έγινε και πήγε να της πει πως δεν χρειαζόταν να φύγει γι' αυτούς αλλά την ίδια στιγμή ο νεαρός με τα πράσινα μάτια που παρακολουθούσε τη σκηνή την παρακάλεσε αν ήθελε να πάει στη δική τους παρέα για να γνωριστούν.
Η Λένα τον ευχαρίστησε και είπε πως έπρεπε να φύγει ,μέσα της όμως ήθελε να μείνει να τον γνωρίσει ,αλλά η απερισκεψία της να μπει μέσα στο νερό και τώρα να νιώθει ρίγη την έκαναν να θέλει να πάει σπίτι να βγάλει τα βρεγμένα αμέσως.
Εξάλλου τώρα κατάλαβε γιατί δεν ήταν κανείς εκείνη την ώρα μέσα στη θάλασσα ,ήταν νωρίς και ακόμη ήταν παγωμένη .
Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα και η Λένα γνώρισε και τις δυο παρέες που πρωτοείδε στη θάλασσα ,εδώ και ένα μήνα σχεδόν κάθε μέρα ήταν μαζί ,αν και Λένα είχε μάτια μόνο για τον Δημήτρη με τα πράσινα μάτια ,αλλά και αυτός δεν πήγαινε πίσω έδειχνε με χίλιους δυο τρόπους το ενδιαφέρον του ,μια μέρα μάλιστα η μητέρα της κάλεσε όλα τα παιδιά και τους έκανε το τραπέζι ήταν Σάββατο και ήταν και ο πατέρας της Λένας εκεί,η μητέρα της ήθελε να δει με τι ανθρώπους κάνει παρέα η κόρη της, όχι ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στο παιδί της αλλά είχε μάθει που όλα αυτά τα χρόνια ήξερε όλα τα παιδιά που συναναστρεφόταν η κόρη της που σκέφτηκε να γνωρίσει και τους καινούργιους φίλους της κόρης τους ,έτσι διάλεξε το Σάββατο που θα ήταν και ο σύζυγος της ,μια γνώμη παραπάνω και μάλιστα του πατέρα θα ήταν καλύτερα ,εξάλλου ο σύζυγος της είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τους ανθρώπους είτε ήταν νέοι ,είτε ήταν κάποιας ηλικίας.
Ένας συνάδελφος του πατέρα της έφερε την οικογένεια του εκεί και πηγαινοερχόταν και αυτός τα Σαββατοκύριακα έτσι οι δυο γυναίκες κάνανε παρέα αφού ήδη γνωρίζονταν από παλιά η δεκάχρονη κόρη τους βρήκε κάποια παιδιά της ηλικίας της δίπλα από το σπίτι που νοίκιαζαν και καμιά φορά πήγαινε με τη Λένα στη θάλασσα ,η μικρή εκμυστηρεύτηκε στη Λένα ότι το επόμενο Σάββατο θα ερχόταν και ο αδελφός της που τώρα είχε πάει στους παππούδες του από τη μητέρα του η οποία είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν δυο χρονών.
Η Λένα χάρηκε ,τον ήξερε τον Στέφανο ,ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος και σπούδαζε στην Αμερική γιατρός ,τον είχαν πάρει τα αδέλφια της μητέρας του εκεί μόλις τελείωσε το λύκειο για να σπουδάσει και να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η κυρία Αμαλία η μητριά του ,τι μητριά δηλαδή? αυτή τον μεγάλωσε και τον είχε μη βρέξει και μη στάξει ποτέ δεν τον ξεχώρισε από το δικό της παιδί ,αφού δεν σκεφτόταν να κάνει άλλο παιδί ,η Χαρά ήλθε αργότερα .
Εντωμεταξύ η Λένα συνέχιζε να κάνει παρέα με τον Δημήτρη που τώρα πια μετά από δυο μήνες άνοιξαν τη νεανική τους καρδιά και έβαλε ο ένας τον άλλο μέσα ,πολλές φορές προτιμούσαν να είναι μόνοι τους να χαίρονται ο ένας τον άλλο ,έτσι απομονώνονταν στην άλλη παραλία πίσω από το βουναλάκι που ο Δημήτρης είχε ένα πέτρινο σπίτι που το άφησε ο παππούς του κληρονομιά σ' αυτόν.
Το Σαββάτο έφτασε και μαζί με τον πατέρα της και τον κύριο Κώστα έφτασε και ο Στέφανος τον οποίο η Λένα είχε να τον δει τρία χρόνια ,ο Στέφανος ήταν ψηλός όμορφος με όμορφα μάτια καστανά που πάντα όταν σου μιλούσε σε κοιτούσε ίσια στα μάτια .Του άπλωσε το χέρι και για πρώτη φορά τον είδε να δειλιάζει και να αποφεύγει το βλέμμα της.
Η μητέρα του ήταν μες τη τρελή χαρά τον αγκάλιαζε τον φιλούσε ,αλλά και αυτός δεν έλεγε να την αφήσει την κρατούσε στοργικά από τους ώμους και έτσι όπως ήταν μικροσκοπική χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του.
Την Κυριακή το μεσημέρι η κυρία Αμαλία τους κάλεσε όλους για φαγητό να τα πούνε και τα παιδιά είπε,έτσι μέχρι να έλθει η ώρα του φαγητού η Λένα έβαλε ένα σορτσάκι και πήγε στη παραλία να βρει τον Δημήτρη και να του πει πως το απόγευμα δεν θα τον συναντούσε γιατί θα έβγαινε με ένα φίλο ,του εξήγησε για τη φιλία που έδενε τις δυο οικογένειες ,αλλά πρόσεξε ότι ο Δημήτρης είχε κατσουφιάσει και προσπαθούσε να την αποτρέψει να βγει με τον Αθηναίο φίλο της.
Μετά από κάμποση ώρα που σχεδόν πέρασε χωρίς να μιλούν η Λένα καταστενοχωρημένη του έδωσε ένα πεταχτό φιλί αλλά αυτός την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε όλο πάθος ζητώντας της συγνώμη που τη στενοχώρησε.
Το Καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει και οι διακοπές επίσης, η Λένα δεν στενοχωριόταν και τόσο γιατί ο Δημήτρης ούτως ή άλλως θα ερχόταν στην Αθήνα για να δουλέψει σε μια μεγάλη εταιρεία που είχε ο νονός του ,όταν τον ρώτησε πότε θα πάει στρατιώτης της είπε αόριστα ,αργότερα και εκοψε την κουβέντα απότομα.
Ο Στέφανος αν και χαιρόταν να βλέπει τη Λένα κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι τους ή με άλλους συνέχιζε να αποφεύγει να την κοιτάξει στα μάτια.
Ο Σεπτέμβρης έφτασε και η Λένα τώρα άρχιζε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή της όλη τη βδομάδα πήγαινε στη σχολή και τα Σαββατοκύριακα βρισκόταν με τον Δημήτρη ο οποίος της παραπονιόταν ότι θα ήθελε να βρίσκονταν και καθημερινές ,μάλιστα της είπε να νοικιάσουν σπίτι και να μένουν μαζί και πως δεν άντεχε ούτε λεπτό μακρυά της,η Λένα προσπαθούσε να τον λογικεύσει αν και ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του που μέσα της της άρεσε αυτή η ιδέα.
Το πρώτο εξάμηνο τα πήγε πολύ καλά στη σχολή στο δεύτερο έμεινε σχεδόν τα μισά μαθήματα έχανε εργαστήρια ,τσακωνόταν με τους γονείς της που δεν συμφωνούσαν να πάει να νοικιάσει σπίτι και να μείνει μαζί με τον Δημήτρη ,έβλεπαν πως αυτός ο άνθρωπος την επηρέαζε άσχημα.
Η πρώτη χρονιά πέρασε δύσκολα η Λένα έχασε πολλά μαθήματα και έλεγε να τα παρατήσει ,κάτι που τη παρότρυνε και ο Δημήτρης ο οποίος για άγνωστους λόγους παράτησε τη δουλειά και της πρότεινε να πάνε να ζήσουν στο πέτρινο σπίτι που του άφησε ο παππούς του . Αυτό της Λένας της φάνηκε πολύ τολμηρό ,εντωμεταξύ οι γονείς της της είπαν να τον χωρίσει και ότι θα είναι η καταστροφή της.
Η Λένα πήρε την απόφαση της τώρα πια, δεν υπήρχε γυρισμός θα πήγαινε μαζί με τον Δημήτρη η ίδια έβλεπε έναν τρυφερό άντρα που την αγαπούσε και μάλιστα θεωρούσε τους γονείς της υπεύθυνους που άφησε τη δουλειά του γιατί ήθελαν να τους χωρίσουν. Όταν θα πήγαιναν να ζήσουν στη κωμόπολη του κοντά στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε θα του έλεγε και για το μωρό που περίμενε ,ναι θα ζούσε με τον αγαπημένο της ,αυτός θα πήγαινε στα κτήματα και θα είχαν έσοδα από τα δωμάτια που νοίκιαζε μαζί με τον αδελφό του. Όλα θα γίνονταν όπως ήθελε αυτός ,η ίδια δεν έβλεπε τίποτα κακό σε αυτό το μέλλον.
Στο επόμενο το τέλος.
Εκείνο το πρωινό η Λένα ξύπνησε και τεντώθηκε μέσα στα σεντόνια της, χωρίς καμιά βιασύνη κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο , χασμουρήθηκε και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Μπορεί να ήταν Δευτέρα, αλλά αυτή η Δευτέρα ήταν διαφορετική ,από σήμερα επιτέλους άρχιζαν οι διακοπές της,τα αποτελέσματα από τις πανελλήνιες εξετάσεις είχαν βγει και ήξερε ότι από το Σεμπτέβρη θα άρχιζε τα μαθήματα στη σχολή που ήθελε.
Ο πατέρας της ήταν γιατρός και πάντα είχε κρυφή επιθυμία η μοναχοκόρη του να ακολουθουθήση το επάγγελμα του,παρόλα αυτά ποτέ δεν είπε κάτι στη κόρη του,δεν ήθελε να την επηρεάσει σε κάτι που πιθανόν δεν ήταν και δικό της όνειρο.
Η Λένα πάλι έβλεπε τον πατέρα της με πόση αγάπη εξασκούσε το επάγγελμα του και πόσο βοηθούσε τους ανθρώπους είτε ήταν φτωχοί και δεν είχαν να τον πληρώσουν ,είτε ήταν πλούσιοι.
Έτσι αποφάσισε χωρίς καμιά πίεση να γίνει μια μέρα γιατρός, τώρα ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε,το πρώτο βήμα έγινε και με τη νέα χρονιά θα ήταν φοιτήτρια ιατρικής και μάλιστα στην Αθήνα ,έτσι δεν θα αποχωριζόταν και τους γονείς της που μόνο αυτήν είχαν, αλλά για να το πετύχει αυτό ξημεροβραδιαζόταν διαβάζοντας.
Τώρα μετά απ΄'όλα αυτά, διαβάσματα, ξενύχτια αγωνίες,ήλθε και η ώρα για ξεκούραση, ο πατέρας της πήρε άδεια από το ιατρείο του δεκαπέντε μέρες και έκλεισε ένα μικρό σπιτάκι για όλο το Καλοκαίρι σε μια μικρή παραθαλάσσια επαρχιακή κωμόπολη.
Τις πρώτες δεκαπέντε μέρες θα έμενε μαζί τους και τον υπόλοιπο καιρό θα ερχόταν τα Σαββατοκύριακα
Έτσι μάζεψαν τα πράγματα τους και πήγαν στο εξοχικό που είχαν νοικιάσει.Το σπίτι ήταν πολύ όμορφο με βεράντες και ένα μικρό κήπο ,υπήρχαν άλλα τέσσερα στη σειρά σχεδόν τα ίδια. Μόλις έφτασαν άδειασαν τις βαλίτσες τους, έβαλαν στο ψυγείο και στα ντουλάπια τα τρόφιμα που έφεραν για τις πρώτες μέρες μέχρι να βολευτούν.
Μόλις τέλειωσαν το τακτοποίημα η Λένα φόρεσε το μαγιό της και έτρεξε στη θάλασσα που ήταν στα διακόσια μέτρα από το σπίτι,η δε μητέρα της της φώναζε να προσέχει γιατί δεν ξέρουμε τα νερά εδώ ,πρόσεχε παιδί μου !!.Καλά μητέρα θα προσέχω.
Η Λένα με το που έφτασε στη παραλία άφησε τη τσάντα στη σκιά μιας ομπρέλας και για μια στιγμή διερωτήθηκε μήπως είναι άλλου ο χώρος ,αλλά ρίχνοντας μια ματιά γύρω διαπίστωσε πως υπήρχαν κι' άλλες άδειες και μόνο δυο παρέες ήταν λίγο πιο μπροστά από αυτήν ,έτσι ησήχασε ότι κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν, πέρασε δίπλα από τις παρέες που αν και καθόντουσαν σε ξεχωριστές ομπρέλες κουβέντιαζαν όλοι μαζί .
Μπήκε μέσα στη θάλασσα που αν και λίγο κρύα δεν της έκανε καρδιά να βγει έξω ,σιγά σιγά ΄η παραλία άρχισε να γεμίζει κόσμο ,οι πιο πολλοί ήταν με παρέες,άρχισε να κρυώνει και αποφάσισε να βγει να σκουπιστεί και να πάει σπίτι ,είχε αρχίσει να νοιώθει άβολα που ήταν μόνη της και όλοι οι άλλοι είχαν τις παρέες της.
Βγήκε τρέμοντας από το κρύο και περνώντας μπροστά από τις δυο παρέες που είχε βρει εκεί ,τρία κορίτσια και δυο αγόρια περίπου στην ηλικία της φταρνίστηκε ,τώρα βρήκε να με πιάσει το αλλεργικό μου είπε από μέσα της,γείτσες άκουσε κάποιον να λέει,γύρισε το κεφάλι και συνάντησε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που είχε δει στη ζωή της, ευχαριστώ απάντησε και προχώρησε ,έπιασε τη πετσέτα της και τη τύλιξε πάνω της τρέμοντας .
Σκέφτηκε να κάτσει λίγο στον ήλιο να ζεσταθεί όταν είδε δυο αγόρια γύρω στα οκτώ να λένε με παράπονο στους γονείς τους ,δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη ομπρέλα
,η Λένα ένιωσε ακόμα πιο άβολα σηκώθηκε μάζεψε τη τσάντα της και έκανε να φύγει, η μητέρα των παιδιών κατάλαβε τι έγινε και πήγε να της πει πως δεν χρειαζόταν να φύγει γι' αυτούς αλλά την ίδια στιγμή ο νεαρός με τα πράσινα μάτια που παρακολουθούσε τη σκηνή την παρακάλεσε αν ήθελε να πάει στη δική τους παρέα για να γνωριστούν.
Η Λένα τον ευχαρίστησε και είπε πως έπρεπε να φύγει ,μέσα της όμως ήθελε να μείνει να τον γνωρίσει ,αλλά η απερισκεψία της να μπει μέσα στο νερό και τώρα να νιώθει ρίγη την έκαναν να θέλει να πάει σπίτι να βγάλει τα βρεγμένα αμέσως.
Εξάλλου τώρα κατάλαβε γιατί δεν ήταν κανείς εκείνη την ώρα μέσα στη θάλασσα ,ήταν νωρίς και ακόμη ήταν παγωμένη .
Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα και η Λένα γνώρισε και τις δυο παρέες που πρωτοείδε στη θάλασσα ,εδώ και ένα μήνα σχεδόν κάθε μέρα ήταν μαζί ,αν και Λένα είχε μάτια μόνο για τον Δημήτρη με τα πράσινα μάτια ,αλλά και αυτός δεν πήγαινε πίσω έδειχνε με χίλιους δυο τρόπους το ενδιαφέρον του ,μια μέρα μάλιστα η μητέρα της κάλεσε όλα τα παιδιά και τους έκανε το τραπέζι ήταν Σάββατο και ήταν και ο πατέρας της Λένας εκεί,η μητέρα της ήθελε να δει με τι ανθρώπους κάνει παρέα η κόρη της, όχι ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στο παιδί της αλλά είχε μάθει που όλα αυτά τα χρόνια ήξερε όλα τα παιδιά που συναναστρεφόταν η κόρη της που σκέφτηκε να γνωρίσει και τους καινούργιους φίλους της κόρης τους ,έτσι διάλεξε το Σάββατο που θα ήταν και ο σύζυγος της ,μια γνώμη παραπάνω και μάλιστα του πατέρα θα ήταν καλύτερα ,εξάλλου ο σύζυγος της είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τους ανθρώπους είτε ήταν νέοι ,είτε ήταν κάποιας ηλικίας.
Ένας συνάδελφος του πατέρα της έφερε την οικογένεια του εκεί και πηγαινοερχόταν και αυτός τα Σαββατοκύριακα έτσι οι δυο γυναίκες κάνανε παρέα αφού ήδη γνωρίζονταν από παλιά η δεκάχρονη κόρη τους βρήκε κάποια παιδιά της ηλικίας της δίπλα από το σπίτι που νοίκιαζαν και καμιά φορά πήγαινε με τη Λένα στη θάλασσα ,η μικρή εκμυστηρεύτηκε στη Λένα ότι το επόμενο Σάββατο θα ερχόταν και ο αδελφός της που τώρα είχε πάει στους παππούδες του από τη μητέρα του η οποία είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν δυο χρονών.
Η Λένα χάρηκε ,τον ήξερε τον Στέφανο ,ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος και σπούδαζε στην Αμερική γιατρός ,τον είχαν πάρει τα αδέλφια της μητέρας του εκεί μόλις τελείωσε το λύκειο για να σπουδάσει και να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η κυρία Αμαλία η μητριά του ,τι μητριά δηλαδή? αυτή τον μεγάλωσε και τον είχε μη βρέξει και μη στάξει ποτέ δεν τον ξεχώρισε από το δικό της παιδί ,αφού δεν σκεφτόταν να κάνει άλλο παιδί ,η Χαρά ήλθε αργότερα .
Εντωμεταξύ η Λένα συνέχιζε να κάνει παρέα με τον Δημήτρη που τώρα πια μετά από δυο μήνες άνοιξαν τη νεανική τους καρδιά και έβαλε ο ένας τον άλλο μέσα ,πολλές φορές προτιμούσαν να είναι μόνοι τους να χαίρονται ο ένας τον άλλο ,έτσι απομονώνονταν στην άλλη παραλία πίσω από το βουναλάκι που ο Δημήτρης είχε ένα πέτρινο σπίτι που το άφησε ο παππούς του κληρονομιά σ' αυτόν.
Το Σαββάτο έφτασε και μαζί με τον πατέρα της και τον κύριο Κώστα έφτασε και ο Στέφανος τον οποίο η Λένα είχε να τον δει τρία χρόνια ,ο Στέφανος ήταν ψηλός όμορφος με όμορφα μάτια καστανά που πάντα όταν σου μιλούσε σε κοιτούσε ίσια στα μάτια .Του άπλωσε το χέρι και για πρώτη φορά τον είδε να δειλιάζει και να αποφεύγει το βλέμμα της.
Η μητέρα του ήταν μες τη τρελή χαρά τον αγκάλιαζε τον φιλούσε ,αλλά και αυτός δεν έλεγε να την αφήσει την κρατούσε στοργικά από τους ώμους και έτσι όπως ήταν μικροσκοπική χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του.
Την Κυριακή το μεσημέρι η κυρία Αμαλία τους κάλεσε όλους για φαγητό να τα πούνε και τα παιδιά είπε,έτσι μέχρι να έλθει η ώρα του φαγητού η Λένα έβαλε ένα σορτσάκι και πήγε στη παραλία να βρει τον Δημήτρη και να του πει πως το απόγευμα δεν θα τον συναντούσε γιατί θα έβγαινε με ένα φίλο ,του εξήγησε για τη φιλία που έδενε τις δυο οικογένειες ,αλλά πρόσεξε ότι ο Δημήτρης είχε κατσουφιάσει και προσπαθούσε να την αποτρέψει να βγει με τον Αθηναίο φίλο της.
Μετά από κάμποση ώρα που σχεδόν πέρασε χωρίς να μιλούν η Λένα καταστενοχωρημένη του έδωσε ένα πεταχτό φιλί αλλά αυτός την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε όλο πάθος ζητώντας της συγνώμη που τη στενοχώρησε.
Το Καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει και οι διακοπές επίσης, η Λένα δεν στενοχωριόταν και τόσο γιατί ο Δημήτρης ούτως ή άλλως θα ερχόταν στην Αθήνα για να δουλέψει σε μια μεγάλη εταιρεία που είχε ο νονός του ,όταν τον ρώτησε πότε θα πάει στρατιώτης της είπε αόριστα ,αργότερα και εκοψε την κουβέντα απότομα.
Ο Στέφανος αν και χαιρόταν να βλέπει τη Λένα κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι τους ή με άλλους συνέχιζε να αποφεύγει να την κοιτάξει στα μάτια.
Ο Σεπτέμβρης έφτασε και η Λένα τώρα άρχιζε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή της όλη τη βδομάδα πήγαινε στη σχολή και τα Σαββατοκύριακα βρισκόταν με τον Δημήτρη ο οποίος της παραπονιόταν ότι θα ήθελε να βρίσκονταν και καθημερινές ,μάλιστα της είπε να νοικιάσουν σπίτι και να μένουν μαζί και πως δεν άντεχε ούτε λεπτό μακρυά της,η Λένα προσπαθούσε να τον λογικεύσει αν και ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του που μέσα της της άρεσε αυτή η ιδέα.
Το πρώτο εξάμηνο τα πήγε πολύ καλά στη σχολή στο δεύτερο έμεινε σχεδόν τα μισά μαθήματα έχανε εργαστήρια ,τσακωνόταν με τους γονείς της που δεν συμφωνούσαν να πάει να νοικιάσει σπίτι και να μείνει μαζί με τον Δημήτρη ,έβλεπαν πως αυτός ο άνθρωπος την επηρέαζε άσχημα.
Η πρώτη χρονιά πέρασε δύσκολα η Λένα έχασε πολλά μαθήματα και έλεγε να τα παρατήσει ,κάτι που τη παρότρυνε και ο Δημήτρης ο οποίος για άγνωστους λόγους παράτησε τη δουλειά και της πρότεινε να πάνε να ζήσουν στο πέτρινο σπίτι που του άφησε ο παππούς του . Αυτό της Λένας της φάνηκε πολύ τολμηρό ,εντωμεταξύ οι γονείς της της είπαν να τον χωρίσει και ότι θα είναι η καταστροφή της.
Η Λένα πήρε την απόφαση της τώρα πια, δεν υπήρχε γυρισμός θα πήγαινε μαζί με τον Δημήτρη η ίδια έβλεπε έναν τρυφερό άντρα που την αγαπούσε και μάλιστα θεωρούσε τους γονείς της υπεύθυνους που άφησε τη δουλειά του γιατί ήθελαν να τους χωρίσουν. Όταν θα πήγαιναν να ζήσουν στη κωμόπολη του κοντά στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε θα του έλεγε και για το μωρό που περίμενε ,ναι θα ζούσε με τον αγαπημένο της ,αυτός θα πήγαινε στα κτήματα και θα είχαν έσοδα από τα δωμάτια που νοίκιαζε μαζί με τον αδελφό του. Όλα θα γίνονταν όπως ήθελε αυτός ,η ίδια δεν έβλεπε τίποτα κακό σε αυτό το μέλλον.
Στο επόμενο το τέλος.
Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009
Με το βλέμμα στη θάλασσα
Μέρος πρώτο
Άνοιξε τη μπλε πόρτα με το κλειδί που της έδωσε η κυρία Αθηνά και μπήκε μέσα στο δωμάτιο σπρώχνοντας πίσω της τη πόρτα.
Άφησε από το χέρι της τη τροχάλητη βαλίτσα και με μια κίνηση έβγαλε το ψάθινο καπέλο αφήνοντας τα πλούσια καστανά μαλλιά της να πέσουν στη πλάτη .
Προχώρησε στο παράθυρο απέναντι και τραβώντας τη αραχνοϊφαντη άσπρη κουρτίνα το άνοιξε. άθελα της έβγαλε ένα επιφώνημα όλο ευχαρίστηση με αυτό που έβλεπε, είχε ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν η θέα από αυτή τη μεριά του κτήματος.
Μπροστά της ξεπρόβαλε η καταγάλανη θάλασσα . Έμεινε να τη κοιτάζει όλο θαυμασμό ,είχε ζητήσει δωμάτιο με θέα τη θάλασσα ,πάντα της άρεσε να κοιτάει τη θάλασσα ,αυτή τη θάλασσα.
Έφυγε από το παράθυρο και ετοιμαζόταν να ανοίξει τη βαλίτσα για να βγάλει τα ρούχα από μέσα όταν πετάχτηκε από τη τρομάρα της ακούγοντας σχεδόν δίπλα της τη κυρία Αθηνά, ω με συγχωρείτε δεν ήθελα να σας τρομάξω,η πόρτα ήταν ανοικτή και σας μίλησα αλλά δεν ακούσατε ,φοβήθηκα μην πάθατε τίποτα.
Δεν σας άκουσα ,χαμογέλασε στη γυναίκα ,δεν θα έκλεισα τη πόρτα ,απλά την έσπρωξα. Ήλθα να σας πω ότι το πρωί σερβίρουμε το πρωινό στις εννιά αν όμως δεν προλαβαίνετε εκείνη την ώρα μπορείτε να σερβιριστείτε μόνη σας στη κοινόχρηστη κουζίνα, εκεί θα βρείτε απ' όλα ,για ότι άλλο θελήσετε μπορείτε να με ρωτήσετε, καλή διαμονή. Η γυναίκα έφυγε κλείνοντας πίσω της τη πόρτα απαλά.
Η Λένα στάθηκε στη μέση του δωματίου και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί ένα γύρω στο δωμάτιο ,υπήρχε ένα κρεβάτι σιδερένιο με άσπρο κάλυμμα, ένα μικρό γραφείο και μια καρέκλα μπροστά , λίγο πιο πέρα ένας μικρός καναπές με ένα στρογγυλό τραπεζάκι πάνω στο οποίο είχε μια σύνθεση με ξερά λουλούδια και ένα τασάκι, απέναντι ακριβώς ήταν μια τηλεόραση ,υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο μπάνιο και μια μπαλκονόπορτα .
Τακτοποίησε τα ρούχα της , έκανε ένα ντους και φόρεσε ένα κρεμ φόρεμα που της πήγαινε πολύ που αν και σαράντα χρονών το σώμα της θα το ζήλευαν πολλές νεαρότερες γυναίκες.
Κατέβηκε από το πρώτο όροφο και βγήκε στη παραλία, εκεί έβγαλε τα πέδιλα της και περπατούσε ξυπόλυτη πάνω στην άμμο, πιο κάτω βρήκε ένα παγκάκι που το σκίαζε ένας ευκάλυπτος και κάθισε ,κοιτούσε τη θάλασσα και σιγά σιγά το πρόσωπο της άρχισε να χάνει την ηρεμία που είχε όταν έφθασε ,ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και η θάλασσα είχε πάρει ένα ελαφρύ κοκκινωπό χρώμα.
Και τότε όλες οι άσχημες σκέψεις ήλθαν στο μυαλό της ,θα τρελάθηκα φαίνεται πως μου ήλθε να έλθω εδώ μετά από δεκαπέντε χρόνια? Καλά δεν ήταν εκεί που πήγαινα τόσα χρόνια? μήπως έκανα λάθος? πως θα αντέξω τόσες αναμνήσεις?
Σηκώθηκε και τράβηξε για το δωμάτιο της, μπαίνοντας στην είσοδο βρήκε τη κυρία Αθηνά που κρατούσε ένα δίσκο σκεπασμένο με μια πετσέτα, σε σας ερχόμουν ,είπα σήμερα πρώτη μέρα ,θα είσαστε και κουρασμένη ,να σας φέρω κάτι να φάτε ,από αύριο κανονίζετε μόνη σας .
Ευχαριστώ ,μα δεν ήταν ανάγκη ,η αλήθεια ούτε που είχα σκοπό να φάω.Καλά εγώ σας το αφήνω γιατί μπορεί να πεινάσετε αργότερα ,έχετε ξανάρθει στο τόπο μας? η Λένα απάντησε σχεδόν ψιθυριστά ,πολύ παλιά,η γυναίκα της χαμογέλασε και αφού τη καληνύχτισε έφυγε σκεφτική.
Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκε στη τραπεζαρία για να πάρει καφέ και εκεί βρήκε ένα ζευγάρι ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε χρονών ,τους καλημέρισε και αυτοί της χαμογέλασαν και συνέχισαν να ταΐζει ο ένας τον άλλο και ο έρωτας τους έλαμπε στο πρόσωπο τους.
Έβαλε καφέ στο φλιτζάνι και βγήκε έξω , το δροσερό αεράκι την έκανε να ριγήσει. Τέλος Σεπτεμβρίου και ο καιρός είχε αρχίσει να αλλάζει , στο μικρό ξενοδοχείο που έμενε δεν πρέπει να είχε πολλούς ένοικους, εξάλλου γιαυτό διάλεξε τέτοια εποχή να έλθει, ήθελε ησυχία, αλλά μόνο εδώ έπρεπε να έλθει ,εδώ που πριν δεκαπέντε χρόνια έζησε τις πιο ευτυχισμένες και τις πιο τραγικές στιγμές της ζωής της.
Επίτηδες ήλθε σε αυτό το ξενοδοχείο με τη διαφορά ότι τότε ήταν ένα πέτρινο μεγάλο σπίτι και έσφυζε από ζωή,ήξερε πως τώρα αυτοί που έμεναν εδώ δεν είχαν καμιά σχέση με το παρελθόν ,απλά είχαν αγοράσει το κτήμα με το κατεστραμμένο σπίτι που κυριολεκτικά χάθηκε μετά τη μεγάλη φωτιά .
Μπήκε μέσα ,έβαλε λίγο καφέ ακόμη και έκανε να ανέβει τη σκάλα για το δωμάτιο της όταν άκουσε μια φωνή να της λέει, κοιμηθήκατε καλά?Ήταν η κυρία Αθηνά που κρατούσε μια κανάτα με νερό ,πρόσεξε ότι η Κυρία Αθηνά την κοιτούσε επίμονα και σκεφτικά. Δεν μπορεί να με γνωρίζει απ' ότι ξέρω αυτή πριν δέκα χρόνια ήλθε εδώ,μπα η ιδέα μου είναι.
Ανέβηκε στο δωμάτιο της, έριξε μια εσάρπα στους ώμους της και βγήκε στο μπαλκόνι να απολαύσει το καφέ της. Ακούμπησε το φλιτζάνι δίπλα στο τραπεζάκι και έσφιξε την εσάρπα στους ώμους της και με μια κίνηση ακούμπησε το μάγουλο της πάνω,Καλέ μου Στέφανε πόσο σε ταλαιπώρησα αλλά τα ψέματα τέλειωσαν πρέπει να πάρω μια απόφαση ,εξάλλου γι' αυτό ήλθα εδώ ,πρέπει να παλέψω με τους δικούς μου δαίμονες και να βγω νικητής, μόνο έτσι θα μπορέσω να σου αφοσιωθώ.
Έκλεισε τα μάτια και άφησε τις αναμνήσεις να ξετυλιχτούν, μετά από δεκαπέντε χρόνια άρχισε να ξαναζεί τον εφιάλτη της.
Συνεχίζετε..
Άνοιξε τη μπλε πόρτα με το κλειδί που της έδωσε η κυρία Αθηνά και μπήκε μέσα στο δωμάτιο σπρώχνοντας πίσω της τη πόρτα.
Άφησε από το χέρι της τη τροχάλητη βαλίτσα και με μια κίνηση έβγαλε το ψάθινο καπέλο αφήνοντας τα πλούσια καστανά μαλλι
Δημοσίευση ανάρτησης
Προχώρησε στο παράθυρο απέναντι και τραβώντας τη αραχνοϊφαντη άσπρη κουρτίνα το άνοιξε. άθελα της έβγαλε ένα επιφώνημα όλο ευχαρίστηση με αυτό που έβλεπε, είχε ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν η θέα από αυτή τη μεριά του κτήματος.
Μπροστά της ξεπρόβαλε η καταγάλανη θάλασσα . Έμεινε να τη κοιτάζει όλο θαυμασμό ,είχε ζητήσει δωμάτιο με θέα τη θάλασσα ,πάντα της άρεσε να κοιτάει τη θάλασσα ,αυτή τη θάλασσα.
Έφυγε από το παράθυρο και ετοιμαζόταν να ανοίξει τη βαλίτσα για να βγάλει τα ρούχα από μέσα όταν πετάχτηκε από τη τρομάρα της ακούγοντας σχεδόν δίπλα της τη κυρία Αθηνά, ω με συγχωρείτε δεν ήθελα να σας τρομάξω,η πόρτα ήταν ανοικτή και σας μίλησα αλλά δεν ακούσατε ,φοβήθηκα μην πάθατε τίποτα.
Δεν σας άκουσα ,χαμογέλασε στη γυναίκα ,δεν θα έκλεισα τη πόρτα ,απλά την έσπρωξα. Ήλθα να σας πω ότι το πρωί σερβίρουμε το πρωινό στις εννιά αν όμως δεν προλαβαίνετε εκείνη την ώρα μπορείτε να σερβιριστείτε μόνη σας στη κοινόχρηστη κουζίνα, εκεί θα βρείτε απ' όλα ,για ότι άλλο θελήσετε μπορείτε να με ρωτήσετε, καλή διαμονή. Η γυναίκα έφυγε κλείνοντας πίσω της τη πόρτα απαλά.
Η Λένα στάθηκε στη μέση του δωματίου και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί ένα γύρω στο δωμάτιο ,υπήρχε ένα κρεβάτι σιδερένιο με άσπρο κάλυμμα, ένα μικρό γραφείο και μια καρέκλα μπροστά , λίγο πιο πέρα ένας μικρός καναπές με ένα στρογγυλό τραπεζάκι πάνω στο οποίο είχε μια σύνθεση με ξερά λουλούδια και ένα τασάκι, απέναντι ακριβώς ήταν μια τηλεόραση ,υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο μπάνιο και μια μπαλκονόπορτα .
Τακτοποίησε τα ρούχα της , έκανε ένα ντους και φόρεσε ένα κρεμ φόρεμα που της πήγαινε πολύ που αν και σαράντα χρονών το σώμα της θα το ζήλευαν πολλές νεαρότερες γυναίκες.
Κατέβηκε από το πρώτο όροφο και βγήκε στη παραλία, εκεί έβγαλε τα πέδιλα της και περπατούσε ξυπόλυτη πάνω στην άμμο, πιο κάτω βρήκε ένα παγκάκι που το σκίαζε ένας ευκάλυπτος και κάθισε ,κοιτούσε τη θάλασσα και σιγά σιγά το πρόσωπο της άρχισε να χάνει την ηρεμία που είχε όταν έφθασε ,ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και η θάλασσα είχε πάρει ένα ελαφρύ κοκκινωπό χρώμα.
Και τότε όλες οι άσχημες σκέψεις ήλθαν στο μυαλό της ,θα τρελάθηκα φαίνεται πως μου ήλθε να έλθω εδώ μετά από δεκαπέντε χρόνια? Καλά δεν ήταν εκεί που πήγαινα τόσα χρόνια? μήπως έκανα λάθος? πως θα αντέξω τόσες αναμνήσεις?
Σηκώθηκε και τράβηξε για το δωμάτιο της, μπαίνοντας στην είσοδο βρήκε τη κυρία Αθηνά που κρατούσε ένα δίσκο σκεπασμένο με μια πετσέτα, σε σας ερχόμουν ,είπα σήμερα πρώτη μέρα ,θα είσαστε και κουρασμένη ,να σας φέρω κάτι να φάτε ,από αύριο κανονίζετε μόνη σας .
Ευχαριστώ ,μα δεν ήταν ανάγκη ,η αλήθεια ούτε που είχα σκοπό να φάω.Καλά εγώ σας το αφήνω γιατί μπορεί να πεινάσετε αργότερα ,έχετε ξανάρθει στο τόπο μας? η Λένα απάντησε σχεδόν ψιθυριστά ,πολύ παλιά,η γυναίκα της χαμογέλασε και αφού τη καληνύχτισε έφυγε σκεφτική.
Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκε στη τραπεζαρία για να πάρει καφέ και εκεί βρήκε ένα ζευγάρι ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε χρονών ,τους καλημέρισε και αυτοί της χαμογέλασαν και συνέχισαν να ταΐζει ο ένας τον άλλο και ο έρωτας τους έλαμπε στο πρόσωπο τους.
Έβαλε καφέ στο φλιτζάνι και βγήκε έξω , το δροσερό αεράκι την έκανε να ριγήσει. Τέλος Σεπτεμβρίου και ο καιρός είχε αρχίσει να αλλάζει , στο μικρό ξενοδοχείο που έμενε δεν πρέπει να είχε πολλούς ένοικους, εξάλλου γιαυτό διάλεξε τέτοια εποχή να έλθει, ήθελε ησυχία, αλλά μόνο εδώ έπρεπε να έλθει ,εδώ που πριν δεκαπέντε χρόνια έζησε τις πιο ευτυχισμένες και τις πιο τραγικές στιγμές της ζωής της.
Επίτηδες ήλθε σε αυτό το ξενοδοχείο με τη διαφορά ότι τότε ήταν ένα πέτρινο μεγάλο σπίτι και έσφυζε από ζωή,ήξερε πως τώρα αυτοί που έμεναν εδώ δεν είχαν καμιά σχέση με το παρελθόν ,απλά είχαν αγοράσει το κτήμα με το κατεστραμμένο σπίτι που κυριολεκτικά χάθηκε μετά τη μεγάλη φωτιά .
Μπήκε μέσα ,έβαλε λίγο καφέ ακόμη και έκανε να ανέβει τη σκάλα για το δωμάτιο της όταν άκουσε μια φωνή να της λέει, κοιμηθήκατε καλά?Ήταν η κυρία Αθηνά που κρατούσε μια κανάτα με νερό ,πρόσεξε ότι η Κυρία Αθηνά την κοιτούσε επίμονα και σκεφτικά. Δεν μπορεί να με γνωρίζει απ' ότι ξέρω αυτή πριν δέκα χρόνια ήλθε εδώ,μπα η ιδέα μου είναι.
Ανέβηκε στο δωμάτιο της, έριξε μια εσάρπα στους ώμους της και βγήκε στο μπαλκόνι να απολαύσει το καφέ της. Ακούμπησε το φλιτζάνι δίπλα στο τραπεζάκι και έσφιξε την εσάρπα στους ώμους της και με μια κίνηση ακούμπησε το μάγουλο της πάνω,Καλέ μου Στέφανε πόσο σε ταλαιπώρησα αλλά τα ψέματα τέλειωσαν πρέπει να πάρω μια απόφαση ,εξάλλου γι' αυτό ήλθα εδώ ,πρέπει να παλέψω με τους δικούς μου δαίμονες και να βγω νικητής, μόνο έτσι θα μπορέσω να σου αφοσιωθώ.
Έκλεισε τα μάτια και άφησε τις αναμνήσεις να ξετυλιχτούν, μετά από δεκαπέντε χρόνια άρχισε να ξαναζεί τον εφιάλτη της.
Συνεχίζετε..
Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009
Η εγκατάλειψη
Ένιωθε παρατημένη , κατά βάθος το ένιωθε, μην κοιτάς που δεν ήθελε να το δείχνει .Προσπαθούσε πάντα να δίχνει δυνατή ,όμως μέσα της πάντα ήθελε να τον δει και να τον ρωτήσει ΓΙΑΤΙ ,γιατί δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ γι' αυτήν ,γιατί δεν ζήτησε ποτέ να την δει?.
Τις είχε εγκαταλείψει εδώ και πενήντα τόσα χρόνια αυτή και τη μάνα της, ήταν δεν ήταν ενός χρόνου
Με τη πρόφαση πως δεν είχε δουλειά ,έφυγε για αλλού και με σκοπό να γυρίσει μόλις μάζευε λίγα χρήματα. Αλλά το τι ακριβώς έγινε ίσως και να μην το έμαθε ποτέ ,πάντως ο (πατέρας της) δεν γύρισε ποτέ ,δεν τον είδε ποτέ .Έτσι μεγάλωσε μαζί με τη μάνα της στο μικρό τους ορεινό χωριό με λίγους πόρους προς το ζειν.
Δύσκολη καιροί για δυο γυναίκες μόνες χωρίς προστάτη , ήρθε και ο πόλεμος μετά ο εμφύλιος και με χίλια βάσανα τα κατάφεραν να στεριώσουν στα ποδάρια τους.
Τα χρόνια πέρασαν και αυτή παντρεύτηκε ένα χωριανό της και δουλεύανε μαζί τα λιγοστά χωραφάκια τους , έκαναν και δυο παιδιά .
Καμιά φορά έλεγε πως θα ήθελε να δει τον πατέρα της και να τον ρωτήσει, με τι καρδιά την παράτησε, αν ζούσε βέβαια ακόμη , μέχρι τώρα δεν είχαν μάθει τίποτα δεν είχε και τη δυνατότητα να το ψάξει το όλο θέμα.
Το 74 η ζωή την έφερε στη Θεσσαλονίκη και τότε έβαλε γνωστό της δικηγόρο να ψάξει ,να μάθει ζει ο πατέρας της ? πέθανε?
Πράγματι ο δικηγόρος τον εντόπισε και τον ειδοποίησε να περάσει από το γραφείο του για υπόθεση που τον αφορούσε και αυτός την άλλη μέρα πήγε και στάθηκε μπροστά της ,ψυχρός και απόμακρος ,χωρίς μια συγνώμη χωρίς μια μετάνοια.
Και όταν τον ρώτησε ΓΙΑΤΙ αυτός το μόνο που είπε ήταν ότι έτσι το έφερε η ζωή και ότι τώρα είναι παντρεμένος με άλλη και ότι έχει δυο παιδιά παντρεμένα με εγγόνια.
Το αποκορύφωμα ήταν όταν την έβαλε να ορκιστεί πως δεν θα τον ενοχλούσε ποτέ ξανά αλλά ούτε και θα πήγαινε στα (αδέλφια ) της να τους πει την αλήθεια γιατί δεν ήξερε κανείς την ύπαρξη της και την προηγούμενο γάμο του.
Το (κανείς) βέβαια είναι σχετικό γιατί κάποιο χαρτί θα έδωσε για να κάνει δεύτερο γάμο ,όμως η μάνα της δεν έδωσε ποτέ τέτοιο χαρτί,κάποιος έπαιξε εις βάρος τους.
Γύρισε στο χωριό και τα χρόνια πέρασαν ώσπου μια μέρα την πήρε τηλέφωνο η κόρη της από την Αθήνα για να της πει πως είχε επαφή με την ετεροθαλή αδελφή της!!!
Τελικά τίποτα δεν μένει κρυφό και πως έγινε αυτό? Μια ξαδέλφη της είχε πάει διακοπές στη Σκόπελο εκεί έπιασε κουβέντα με μια άλλη παραθερίστρια ,η οποία είπε από που ήταν ο πατέρας της και πως τον έλεγαν και μάλιστα της εκμυστηρεύτηκε πως θα ήθελε να είχε και μια αδελφή .
Όταν γύρισε η ξαδέλφη της από τις διακοπές ρώτησε κάποιαν άλλη συγγενή σχετικά με αυτό το όνομα και αυτή της είπε ότι είναι ο πατέρας της Γιαννούλας που την είχε παρατήσει όταν ήταν μωρό ακόμα.
Έτσι το νήμα ξετυλίχτηκε και εκεί που δεν μπορούσε η Γιαννούλα να ψάξει για τα αδέλφια της λόγω του όρκου που είχε κάνει στον πατέρα της ,την βρήκε η αδελφή της.
Κανόνισαν όλοι μια συναντήσει και εκεί γνώρισε την αδελφή της και τον αδελφό της , ο πατέρας τους είχε πεθάνει και τώρα που μάθανε πως την έλεγαν καταλάβανε και πιο όνομα έλεγε πριν ξεψυχήσει.
Δυστυχώς η Γιαννούλα δεν μπόρεσε να χαρεί και πολύ αυτό το σμίξιμο γιατί μετά από πέντε χρόνια περίπου πέθανε στα 59 της χρόνια.
Αυτή η ιστορία είναι αληθινή και γραμμένη περιληπτικά και αφορούσε τη μητέρα του συζύγου μου και γιαγιά των παιδιών μου.
Ο σύζυγος μου δεν γνώρισε ποτέ αυτόν το (παππού) αλλά ούτε και τον αδελφό της μητέρας του ο οποίος δυσκολεύτηκε πολύ με όλη τη κατάσταση, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο δικός του (άψογος)πατέρας έκανε κάτι τέτοιο .Την άλλη θεία την γνωρίσαμε μαζί με τα παιδιά της.
Ότι και να κάνουν οι γονείς μεταξύ τους τα παιδιά τους δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ και για κανένα λόγο να τα παρατάνε έτσι.
Τις είχε εγκαταλείψει εδώ και πενήντα τόσα χρόνια αυτή και τη μάνα της, ήταν δεν ήταν ενός χρόνου
Με τη πρόφαση πως δεν είχε δουλειά ,έφυγε για αλλού και με σκοπό να γυρίσει μόλις μάζευε λίγα χρήματα. Αλλά το τι ακριβώς έγινε ίσως και να μην το έμαθε ποτέ ,πάντως ο (πατέρας της) δεν γύρισε ποτέ ,δεν τον είδε ποτέ .Έτσι μεγάλωσε μαζί με τη μάνα της στο μικρό τους ορεινό χωριό με λίγους πόρους προς το ζειν.
Δύσκολη καιροί για δυο γυναίκες μόνες χωρίς προστάτη , ήρθε και ο πόλεμος μετά ο εμφύλιος και με χίλια βάσανα τα κατάφεραν να στεριώσουν στα ποδάρια τους.
Τα χρόνια πέρασαν και αυτή παντρεύτηκε ένα χωριανό της και δουλεύανε μαζί τα λιγοστά χωραφάκια τους , έκαναν και δυο παιδιά .
Καμιά φορά έλεγε πως θα ήθελε να δει τον πατέρα της και να τον ρωτήσει, με τι καρδιά την παράτησε, αν ζούσε βέβαια ακόμη , μέχρι τώρα δεν είχαν μάθει τίποτα δεν είχε και τη δυνατότητα να το ψάξει το όλο θέμα.
Το 74 η ζωή την έφερε στη Θεσσαλονίκη και τότε έβαλε γνωστό της δικηγόρο να ψάξει ,να μάθει ζει ο πατέρας της ? πέθανε?
Πράγματι ο δικηγόρος τον εντόπισε και τον ειδοποίησε να περάσει από το γραφείο του για υπόθεση που τον αφορούσε και αυτός την άλλη μέρα πήγε και στάθηκε μπροστά της ,ψυχρός και απόμακρος ,χωρίς μια συγνώμη χωρίς μια μετάνοια.
Και όταν τον ρώτησε ΓΙΑΤΙ αυτός το μόνο που είπε ήταν ότι έτσι το έφερε η ζωή και ότι τώρα είναι παντρεμένος με άλλη και ότι έχει δυο παιδιά παντρεμένα με εγγόνια.
Το αποκορύφωμα ήταν όταν την έβαλε να ορκιστεί πως δεν θα τον ενοχλούσε ποτέ ξανά αλλά ούτε και θα πήγαινε στα (αδέλφια ) της να τους πει την αλήθεια γιατί δεν ήξερε κανείς την ύπαρξη της και την προηγούμενο γάμο του.
Το (κανείς) βέβαια είναι σχετικό γιατί κάποιο χαρτί θα έδωσε για να κάνει δεύτερο γάμο ,όμως η μάνα της δεν έδωσε ποτέ τέτοιο χαρτί,κάποιος έπαιξε εις βάρος τους.
Γύρισε στο χωριό και τα χρόνια πέρασαν ώσπου μια μέρα την πήρε τηλέφωνο η κόρη της από την Αθήνα για να της πει πως είχε επαφή με την ετεροθαλή αδελφή της!!!
Τελικά τίποτα δεν μένει κρυφό και πως έγινε αυτό? Μια ξαδέλφη της είχε πάει διακοπές στη Σκόπελο εκεί έπιασε κουβέντα με μια άλλη παραθερίστρια ,η οποία είπε από που ήταν ο πατέρας της και πως τον έλεγαν και μάλιστα της εκμυστηρεύτηκε πως θα ήθελε να είχε και μια αδελφή .
Όταν γύρισε η ξαδέλφη της από τις διακοπές ρώτησε κάποιαν άλλη συγγενή σχετικά με αυτό το όνομα και αυτή της είπε ότι είναι ο πατέρας της Γιαννούλας που την είχε παρατήσει όταν ήταν μωρό ακόμα.
Έτσι το νήμα ξετυλίχτηκε και εκεί που δεν μπορούσε η Γιαννούλα να ψάξει για τα αδέλφια της λόγω του όρκου που είχε κάνει στον πατέρα της ,την βρήκε η αδελφή της.
Κανόνισαν όλοι μια συναντήσει και εκεί γνώρισε την αδελφή της και τον αδελφό της , ο πατέρας τους είχε πεθάνει και τώρα που μάθανε πως την έλεγαν καταλάβανε και πιο όνομα έλεγε πριν ξεψυχήσει.
Δυστυχώς η Γιαννούλα δεν μπόρεσε να χαρεί και πολύ αυτό το σμίξιμο γιατί μετά από πέντε χρόνια περίπου πέθανε στα 59 της χρόνια.
Αυτή η ιστορία είναι αληθινή και γραμμένη περιληπτικά και αφορούσε τη μητέρα του συζύγου μου και γιαγιά των παιδιών μου.
Ο σύζυγος μου δεν γνώρισε ποτέ αυτόν το (παππού) αλλά ούτε και τον αδελφό της μητέρας του ο οποίος δυσκολεύτηκε πολύ με όλη τη κατάσταση, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο δικός του (άψογος)πατέρας έκανε κάτι τέτοιο .Την άλλη θεία την γνωρίσαμε μαζί με τα παιδιά της.
Ότι και να κάνουν οι γονείς μεταξύ τους τα παιδιά τους δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ και για κανένα λόγο να τα παρατάνε έτσι.
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009
Ο καθένας σας έχει μια θέση στη καρδιά μου.
Είναι κάτι που θέλω εδώ και καιρό να το κάνω ,δηλαδή να γράψω αυτή την ανάρτηση .
Θέλω να ευχαριστήσω όλους εσάς που ήλθατε και βάλατε στα δεξιά του μπλογκ μου το δικό σας μπλογκ,που πάει να πει ότι κάποια στιγμή με βρήκατε από σχόλια που είχα σε άλλο μπλογκ.
Και εγώ έχω πάει σε αρκετά αν και δεν μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε όλα.
Επίσης θέλω να ευχαριστήσω όλους εσάς που με έχετε βάλει στο δικό σας μπλογκ που σημαίνει πολλά για μένα .
Και ένα ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ δημόσια , στον Λέξη Πένιτα που από την αρχή με έχει βοηθήσει πολύ με το μπλογκ μου.
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009
Και εγώ το ίδιο
Και για ποιο λόγο είπαμε πρέπει να σας ψηφίσω? Α δεν μιλάτε με αγνώστους? Εγώ είμαι , εκείνη η ηλίθια που για να τρώτε εσείς με χρυσά κουτάλια ,δουλεύω λιγότερες ώρες?!!
Δεν σας νοιάζει?
Τι ????Να ψηφίσω εσάς για ένα καλύτερο αύριο??
Ποιοι είστε εσείς?
Και αν με κοροϊδεύεται και θέλετε να βγείτε στη εξουσία μόνο και μόνο για να φάτε?
Εγώ τι θα γίνω τότε? Θα μου κόψουν και άλλες ώρες εργασίας?
Τι θα κάνετε όταν με απολύσουν?
Δεν άκουσα??!!
Και εγώ το ίδιο χεσμένους σας έχω ,έτσι που μας καταντήσατε.
Δεν σας νοιάζει?
Τι ????Να ψηφίσω εσάς για ένα καλύτερο αύριο??
Ποιοι είστε εσείς?
Και αν με κοροϊδεύεται και θέλετε να βγείτε στη εξουσία μόνο και μόνο για να φάτε?
Εγώ τι θα γίνω τότε? Θα μου κόψουν και άλλες ώρες εργασίας?
Τι θα κάνετε όταν με απολύσουν?
Δεν άκουσα??!!
Και εγώ το ίδιο χεσμένους σας έχω ,έτσι που μας καταντήσατε.
Κυριακή 31 Μαΐου 2009
Το κάστρο μου δεν το έκτισα στην άμμο
Πάντα ονειρευόταν να έχει ένα δικό της σπίτι ,δεν είχε και μεγάλη σημασία αν θα ήταν διαμέρισμα ή μια μονοκατοικία, φτάνει να έφευγε από το νοίκι.
Ήξερε ότι ονειρευόταν κάτι αδύνατον ,τα λεφτά τους έφταναν για να βγάζουν το μήνα ,για να πάρει σπίτι έπρεπε να έχει και κάποιο κομπόδεμα.
Αυτή και ο άνδρας της το μόνο που είχαν ήταν τα δυο τους χέρια, από το μηδέν ξεκίνησαν και σε αυτή την ευθεία προχωρούσαν.
Πολλές φορές έλεγε στον άνδρα της να πάρει κάποιο δάνειο από τη δουλειά του στο ταχυδρομείο για να αγοράσουν σπίτι, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό για το λόγο ότι το δάνειο ήταν μέχρι δέκα εκατομμύρια δραχμές και με αυτά δεν αγοράζεις σπίτι,μια και δεν υπήρχαν άλλα τόσα στην άκρη.
Κατά καιρούς αυτή έπαιζε Λόττο, πρότο, Τζόκερ αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Εκείνη τη χρονιά κάποιες συναδέλφισες της που τα οικονομικά τους ήταν σε καλύτερη μοίρα και οι οικογενειακές τους υποχρεώσεις λιγότερες αγόρασαν σπίτι στην ίδια πολυκατοικία , χάρηκε με όλη της τη ψυχή γι' αυτές και ονειρευόταν την στιγμή που θα ήταν και αυτή στη θέση να αγοράσει το δικό της σπίτι.
Πολλές φορές έλεγε πως θα κερδίσει λεφτά και τότε θα αγοράσει ένα ,στο σπίτι την κορόιδευαν για το τι θα έπιανε στα παιχνίδια που έπαιζε αλλά αυτή δεν έδινε σημασία.
Έκανε ξανά νίξει του συζύγου για δάνειο αλλά η απάντηση ήταν ίδια δεν μας φτάνει το δάνειο για σπίτι ,κάνε του λέει αίτηση και μέχρι να το εγκρίνουν μπορεί να κερδίσω 7 εκατομμύρια στο Λόττο και συν δέκα το δάνειο θα το πάρουμε το σπίτι.,αν όχι δεν παίρνουμε το δάνειο.(υπολόγιζε περίπου τόσο θα έκανε ένα τριάρι).
Κοίταξε τη γυναίκα του χαμογέλασε με την αφέλεια της και δεν είπε τίποτα.
Μετά από λίγες μέρες η γυναίκα πήρε τηλέφωνο το παιδί από το πρακτορείο για να μάθει τα αποτελέσματα του Λόττο και του πρότο, αφού τα σημείωσε σε ένα χαρτί πήρε το δελτίο και κοιτούσε στο Λόττο, τίποτα, αρχίζει να κοιτάει και το πρότο κοιτάει, ξανακοιτάει, αν είναι δυνατό ταίριαζαν στη σειρά 6 αριθμοί από τους 7, το δίνει στο σύζυγο, σου λέει με γελάνε τα μάτια μου, το κοιτάει αυτός και της λέει κάτι έπιασες.
Τρέχει στο τηλέφωνο και ξαναπαίρνει το πρακτορείο αυτό και αυτό και αυτό τι κερδίζω ? ( υπολόγισε η καημένη καμιά 500 χιλιάδες δραχμές είπαμε ήταν δραχμές τότε το 1997) Κέρδισες 7 εκατομμύρια δραχμές ,με κορϊδεύεις!!! όχι έλα με τον άνδρα σου να το ελέγξουμε .Κλείνει το τηλέφωνο και λέει στον άντρα της ΠΗΡΑΜΕ ΣΠΙΤΙ!!!
Τι λες παιδάκι μου??? τι σου είπε?? Πάμε ,πάμε να το κοιτάξουμε κέρδισα 7 εκατομμύρια δραχμές, πήραμε σπίτι πήραμε σπίτι.
Την άλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο ο σύζυγος και ρωτάει για το δάνειο ,εκείνες τις μέρες το δάνειο είχε αυξηθεί μπορούσες να πάρεις περισσότερο.(πολύ τύχη)
Στη συνέχεια πήγανε στην τράπεζα πήραν τα λεφτά από τα κέρδη 6,200 ήταν καθαρά ,κρατήσανε ι εκατομμύριο για το φόρο, πήγαν κατευθείαν και τα έδωσαν καπάρο για το σπίτι, έτσι ζεστά ,ζεστά, Πήρανε άλλα 16 εκατομμύρια δάνειο και πήρανε το σπίτι τους 100 τετραγωνικά στην ίδια τριώροφη πολυκατοικία με τις συναδέλφισες της στον ίδιο όροφο.
- Ναι αγαπητοί μου έτσι αγοράσαμε το σπίτι μας με πολύ πίστη και ελπίδα και εκατομμύρια , μην ξεχνιόμαστε ναι και πολύ τύχη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)