Μέρος δεύτερο και τελευταίο.
Η καρδιά της Φωτεινής κτυπούσε σαν τρελή, γύρισε και κοίταξε τον Γιώργο με λαχτάρα στα μάτια για να ακούσει αυτό που περίμενε τόσο καιρό και μόλις τώρα διαπίστωνε πόσο!
Έλεγα ,άρχισε ο νέος ,να πάμε αύριο για ένα ποτό μόνο εμείς οι δυο,σχεδόν δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και το ναι βγήκε από το στόμα της Φωτεινής αβίαστο.
Στο Πέτρο το είπε μετά από λίγες μέρες ότι όλα τελείωσαν μεταξύ τους και ότι δεν είχαν και κάτι το ιδιαίτερο απλά έκαναν λίγη παρέα παραπάνω από ότι δυο φίλοι, η Φωτεινή ήταν άδικη απέναντι του ,προσπάθησε να παρουσιάσει τη σχέση τους σαν κάτι ουδέτερο που δεν είχε σχέση με τον έρωτα.
Έτσι από εκείνη τη μέρα που ξεκαθάρισε τη σχέση της με τον Πέτρο άρχισε να βγαίνει με τον Γιώργο χωρίς να έχει τύψεις ή ενοχές ,δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν έμπαινε στη καφετέρια με τον Γιώργο για να συναντήσουν τα άλλα παιδιά ο Πέτρος έβρισκε μια δικαιολογία και έφευγε .
Πέρασε ο Χειμώνας με τη Φωτεινή και τον Γιώργο να είναι τρελά ερωτευμένοι και το μόνο που την ενοχλούσε ήταν που ο Γιώργος απέφευγε να μιλήσει για τις άλλες σχέσεις του,ούτε μια φορά δεν ανέφερε κάποια κοπέλα όσο και να τον παρότρυνε η Φωτεινή,από την άλλη η θεία του Γιώργου φαινόταν ενθουσιασμένη από αυτή τη σχέση, γιατί ήξερε την οικογένεια του κοριτσιού μια και ήταν φίλες με τη μητέρα της Φωτεινής .
Ο Τάκης πάλι ο ξάδελφος του Γιώργου ήταν επιφυλακτικός ,παρόλο που αγαπούσε και τον ξάδελφο του μα και τη Φωτεινή κάτι τον έκανε να λέει συχνά της Φωτεινής να μη βιάζεται με τον Γιώργο και να προσέχει αν έχουν ολοκληρώσει τις σχέσεις τους ,μην μείνει έγκυος γιατί ακόμη είναι μικρή και θέλει δυο χρόνια μέχρι να τελειώσει τη σχολή και θα ήταν κρίμα να αναγκαστεί να τα παρατήσει.
Όταν του είπε η Φωτεινή να μην ανησυχεί γιατί οι σχέση τους δεν είχε προχωρήσει γιατί ο Γιώργος δεν ήθελε, τον είδε σκεφτικό αλλά δεν έδωσε σημασία, του έκανε μια αστεία κίνηση και του είπε, εντάξει μεγάλε μου αδελφέ ότι πεις και έσκασε στα γέλια τρέχοντας να προλάβει τις φίλες της που πήγαιναν για ψώνια.
Το Καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά και ο Γιώργος είχε γυρίσει στο πατρικό του και η Φωτεινή πήγε με τους γονείς της σε κάποιους γνωστούς της ,έτσι μόνο τηλεφωνικά μιλούσαν με τον Γιώργο που τις περισσότερες φορές αυτή έπαιρνε τηλέφωνο και του παραπονιόταν ότι αυτός δεν της τηλεφωνούσε .
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο τους Βρήκε όλους μαζεμένους στη γνωστή καφετέρια εκτός από το Γιώργο που είχε κάποιες δουλειές να τελειώσει ,ο Πέτρος συχνά συνοδευόταν από κάποια κοπέλα την οποία η Φωτεινή την είχε την είχε δει μια δυο φορές στη σχολή.
Ο Γιώργος έφτασε ένα απόγευμα για να πάρει τα πράγματα του από τη θεία του γιατί είχε βρει διαμέρισμα που θα το νοίκιαζε με κάποιον γνωστό του που ήλθε μαζί του ,έτσι τα έξοδα θα ήταν λιγότερα ,η Φωτεινή παραξενεύτηκε που δεν την ειδοποίησε και ήταν έτοιμη να του βάλει τις φωνές μόλις τον έβλεπε γιατί προς το παρών αυτά τα έμαθε από τη θεία του.
Φωτεινή να σου συστήσω το Λευτέρη είπε ο Γιώργος, η κοπέλα άπλωσε το χέρι και ένιωσε μια ανατριχίλα όταν την κοίταξε ο άγνωστος και της έδωσε το χέρι,σχεδόν το τράβηξε πίσω και της φάνηκε σαν να είδε μια ικανοποίηση στο βλέμμα του.
Οι μέρες περνούσαν και ο Χειμώνας έφτασε χωρίς να το καταλάβουν ,η Φωτεινή δεν είχε πάει ούτε μια φορά στο διαμέρισμα του Γιώργου όχι γιατί δεν ήθελε ,αλλά γιατί ο Γιώργος πάντα έβρισκε μια δικαιολογία για να μην τη πάει εκεί , ο δε Λευτέρης ήταν σαν κολλιτσίδα πάντα ήταν παρών και πάντα προσπαθούσε να τραβήξει τη προσοχή του Γιώργου,από την άλλη ο Τάκης έδειχνε την αντιπάθεια του προς τον Λευτέρη.
Οι δυο νέοι άρχισαν να απομακρύνονται και η Φωτεινή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τον Γιώργο να δυσανασχετεί κάθε φορά που έκανε αυτή μια τρυφερή κίνηση προς το μέρος του, ειδικά όταν ήταν όλοι μπροστά ,κάτι που πριν τις διακοπές έδειχνε να του αρέσει και ας μην ήταν ο ίδιος τόσο εκδηλωτικός.
Μια μέρα η φωτεινή αποφάσισε να πάει στο διαμέρισμα που έμενε ο Γιώργος χωρίς να του το πει ,θα του έκανε έκπληξη, πήρε ένα ταξί και όταν έφτασε καθώς ετοιμαζόταν να κτυπήσει το κουδούνι της πόρτας άκουσε από μέσα φωνές , ήταν ο Γιώργος που έλεγε σε κάποιον ότι θα της μιλήσω σου είχα πει να μείνεις εκεί και θα ξεκαθάριζα μόνος μου αυτή τη σχέση. Η Φωτεινή δεν μπορούσε να καταλάβει για μια στιγμή νόμισε ότι ο Γιώργος μιλούσε στο τηλέφωνο,τα πόδια της κόπηκαν, γι' αυτήν έλεγε ,ίσως βρήκε κάποιαν άλλη το Καλοκαίρι και τώρα του ζητούσε να ξεκαθαρίσει τη σχέση του με τη Φωτεινή.
Σκέφτηκε να κτυπήσει το κουδούνι για να ξεκαθαρίσει τη κατάσταση μια και τα πράγματα έφτασαν ως εδώ, όμως άκουσε αμέσως μια άλλη φωνή και αυτή η φωνή ήταν του Λευτέρη που θα έλεγε κανείς ότι έκλαιγε ,να λέει ,δεν μπορώ να σε βλέπω να την έχεις αγκαλιά δεν το καταλαβαίνεις; δεν έπρεπε να σε αφήσω να κάνεις αυτό το δεσμό ,αλλά ήθελες να δεις μήπως και καταβάθος ήσουν ετερόφυλος και τώρα που είδες ότι δεν μπορείς να είσαι με γυναίκα γιατί είσαι ομοφυλόφιλος δεν ξέρεις τι να κάνεις !!
Η Φωτεινή δεν άντεχε να ακούσει άλλα γύρισε να φύγει αλλά έκανε ένα βήμα και σωριάστηκε κάτω , όταν άνοιξε τα μάτια της είδε τον Γιώργο να της κρατά το χέρι και τον Λευτέρη να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα ο Τάκης έξαλλος.
Την πήρε αγκαλιά και αφού έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα στο ξάδελφο του την πήρε και φύγανε,την άλλη μέρα η Φωτεινή δεν πήγε στη σχολή και το απόγευμα που ήλθε ο Τάκης να τη δει της είπε ότι πριν λίγες μέρες είχε μάθει για τη σχέση του ξαδέρφου του με το Λευτέρη η οποία είχε ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια τα δάκρυα της Φωτεινής είχαν γίνει ένα με τη σιγανή βροχή που έπεφτε από το πρωί.
Η βροχή άρχισε να πέφτει δυνατά τώρα και η Φωτεινή πετάχτηκε όταν άκουσε το τηλέφωνο να κτυπά ,το σήκωσε και από την άλλη άκουσε μια φωνή να της λέει ,μανούλα πότε θα έρθεις; το πρόσωπο της φωτίστηκε ,αύριο μωρό μου, δώσε μου τον μπαμπά σου τώρα ,από τη άλλη άκρη του ακουστικού ακούστηκε η ζεστή φωνή του Τάκη, γλυκιά μου έχω νέα από του χρόνου θα έρθεις εδώ να διδάξεις έτσι δεν θα είμαστε άλλο μακρυά.
Η Φωτεινή κοίταξε την άδεια αίθουσα και σχεδόν λυπήθηκε που θα έφευγε, αλλά από την άλλη ήταν οι αγαπημένοι της ,η κορούλα της και ο σύντροφος της ζωής της που πάντα ήταν κοντά της, ο Τάκης. Τα τρία παιδιά που ήταν όλα κι' όλα τα παιδιά του δημοτικού σχολείου εδώ στο απομακρυσμένο χωριό σήμερα ήταν άρρωστα έτσι μόλις σταμάτησε η βροχή η Φωτεινή πήγε σπίτι της και πήρε τηλέφωνο τους αγαπημένους της ξεχνώντας τις άσχημες αναμνήσεις που τις ξύπνησε η βροχή.
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009
Η βροχή πάντα θα σ'ακολουθεί
Μέρος πρώτο
Η βροχή είχε σταματήσει και σιγά σιγά άρχισε να αχνοφαίνεται ο ήλιος
ρίχνοντας τις χρυσές του αχτίδες πάνω στο καταπράσινο χορτάρι που δεν ξεπερνούσε τα δέκα εκατοστά και οι σταγόνες από τη βροχή λαμπύριζαν σαν μικρά διαμαντάκια πάνω στα φυλλαράκια του.
Η Φωτεινή βγήκε από το μικρό σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού και χρησίμευε σαν στάση λεωφορείου σταυρώνοντανς την ελαφριά ζακέτα που φορούσε για να προφυλαχτεί από την υγρασία της βροχής.
Όταν ξεκίνησε για να πάει στο δημοτικό σχολείο του χωριού όπου δίδασκε εδώ και ένα χρόνο, δεν περίμενε να την πιάσει η βροχή στα μισά του δρόμου, η μέρα φαινόταν να είναι καλή και η απόσταση για το σχολείο από το σπίτι της δεν ήταν πάνω από είκοσι λεπτά ,έτσι κάθε μέρα πηγαινοερχόταν με τα πόδια για να απολαμβάνει και τη φύση μια και την είχε στερηθεί ζώντας όλη της τη ζωή στην Αθήνα.
Η άνοιξη ήταν προς το τέλος της ,σε λίγες μέρες ο Μάης θα τους αποχαιρετούσε και το καλοκαίρι θα έκανε την εμφάνιση του και επίσημα ,αυτά σκεφτόταν η Φωτεινή μπαίνοντας στη μικρή αυλή του σχολείου και προσέχοντας να μην μουσκέψει τα παπούτσια της από το νερό που είχε μαζευτεί στις λακουβίτσες από τη ξαφνική μπόρα.
Ξεκλείδωσε τη πόρτα του σχολείου και σκουπίζοντας τα πόδια της μπήκε μέσα στη τάξη ,κρέμασε τη τσάντα της αφού πρώτα έβγαλε τα βιβλία από μέσα, πήρε το σφουγγάρι και χαμογελώντας έσβησε τα γράμματα που είχε ο πίνακας,κάθισε και περίμενε να έλθουν τα παιδιά ,κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι είχαν περάσει και δέκα λεπτά από την ώρα που άρχιζε το μάθημα ,δεν ανησύχησε όμως γιατί τα παιδιά ίσως καθυστέρησαν λίγο με την ξαφνική μπόρα.
Όταν όμως πέρασε μισή ώρα και κανείς δε φαινόταν σηκώθηκε ανήσυχη και πήγε προς τη πόρτα ,σχεδόν έπεσε πάνω στον κύριο Νίκο τον πατέρα των παιδιών ,μα τι έγινε; τον ρώτησε, ήλθα να σας πω ότι τα παιδιά έχουν και τα δυο πυρετό και θα τα πάω στο διπλανό χωριό να τα δει ο αγροτικός γιατρός ,ήλθα να σας το πω για να πάτε και εσείς στο σπίτι σας. Εντάξει κύριε Νίκο περαστικά και ευχαριστώ που με ειδοποιήσατε ,θα περάσω το απόγευμα να τα δω.
Η Φωτεινή έμεινε μόνη και για λίγα λεπτά κοιτούσε τον άνδρα που απομακρυνόταν ,έκλεισε τη πόρτα και πήρε μια εσάρπα που είχε μόνιμα στη μικρή ντουλάπα που χρησίμευε για βιβλιοθήκη και την έριξε στους ώμους της ,κάθισε στη καρέκλα και ακουμπώντας τους αγκώνες πάνω στην έδρα έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια, η βροχή άρχισε να ξαναπέφτει απαλά.
Η βροχή δυνάμωσε και το νεαρό ζευγάρι έτρεχε να προστατευτεί κάτω από μια τέντα, δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά από την ώρα που βγήκαν από το πανεπιστήμιο και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς ,η Φωτεινή και ο Πέτρος κρατώντας χέρι χέρι τίναξαν τη βροχή από πάνω τους μπήκαν μέσα στη καφετέρια που βρισκόταν δέκα μέτρα πιο κάτω.
Μπαίνοντας μέσα άκουσαν μια φωνή να τους καλεί προς το μέρος του ,ήταν ο Τάκης δυο χρόνια μεγαλύτερος , που καθόταν με μια παρέα από αγόρια και κορίτσια ,πήγαν προς το μέρος του και χαιρέτησαν τους υπόλοιπους που γνώριζαν ήδη μια και πήγαιναν όλοι στο ίδιο πανεπιστήμιο εκτός από έναν νέο που πρώτη φορά έβλεπαν. Παιδιά να σας συστήσω τον Γιώργο είναι ξάδελφος μου και είναι στην ιατρική τους είπε ο Τάκης.
Η Φωτεινή έδωσε το χέρι της στον Γιώργο και του χαμογέλασε ,αφού έγιναν οι συστάσεις παρήγγειλαν τα ποτά τους και άρχισαν να κουβεντιάζουν και να γελάνε με τα ανέκδοτα του Τάκη ,ήταν ένα στέκι που στη πλειοψηφία του ήταν πάντα γεμάτο με νεαρά παιδιά μια και ήταν κοντά στο πανεπιστήμιο ,έτσι το μόνο που άκουγες ήταν φωνές και γέλια .
Μετά από καμιά ώρα ο Τάκης σηκώθηκε με τον ξάδελφο του να φύγουν ,η βροχή έξω έπεφτε πολύ δυνατά και ο Τάκης πρότεινε στη Φωτεινή αν ήθελε να την πάρουν με το αυτοκίνητο του μια και έμενα στην ίδια γειτονιά,αυτή κάτι είπε στον Πέτρο και αυτός τη συνόδεψε μέχρι τη πόρτα τη φίλησε απαλά χαϊδεύοντας τα μακριά της μαλλιά με μια κίνηση και ξαναμπήκε μέσα.
Ο Τάκης τους είπε να περιμένουν στην είσοδο της καφετέριας για να φέρει το αυτοκίνητο που ήταν λίγο πιο κάτω ούτως ώστε να μη βραχούν ,σε λίγο ήλθε και ο Γιώργος έτρεξε άνοιξε τη μπροστινή πόρτα του αυτοκινήτου και της είπε να περάσει ,αφού κάθισε η Φωτεινή αυτός έκλεισε τη πόρτα και κάθισε στο πίσω κάθισμα,η Φωτεινή ένιωσε άβολα με όλη αυτή την περιποίηση αλλά δεν είπε τίποτα ,εξάλλου έβρεχε τόσο δυνατά που το μόνο που ήθελε ήταν να προφυλαχτεί.
Τις επόμενες μέρες η Φωτεινή δεν ξανάδε ούτε τον Τάκη ούτε τον ξάδελφο του τον Γιώργο, εξάλλου είχε πολύ διάβασμα και δεν πολυπήγαινε στη καφετέρια ,ώσπου μια μέρα κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού και μπήκε μέσα η μητέρα του Τάκη που ήταν και φίλη με τη μητέρα της ,είχε έλθει για να τα πει λίγο με τη φίλη της. Τότε η Φωτεινή έμαθε ότι εδώ και λίγες μέρες έμενε κοντά τους και ο ανιψιός της ο Γιώργος παιδί τού αδελφού της ,στην αρχή έμενε σε σπίτι που είχε νοικιάσει ο πατέρας του αλλά τώρα τελευταία οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά και έτσι αποφάσισαν να μένει με τη θεία του για να γλυτώνουν τα νοίκια.
Οι μέρες περνούσαν και τα παιδιά καμιά φορά παίρνανε και τη Φωτεινή μαζί τους στις εξόδους τους ο Τάκης την πρόσεχε σαν αδελφή του μια και δεν είχε δικιά του αλλά και η Φωτεινή σαν τον μεγάλο της αδελφό τον έβλεπε που δεν είχε,τον Γιώργο τον έβλεπε αλλιώς ,ούτε αυτή δεν ήξερε πως ,όμως σιγά σιγά είχε αρχίσει να βρίσκει δικαιολογίες για να μη βγαίνει έξω μαζί με τον Πέτρο το αγόρι της, η δυσαρέσκεια από τη μεριά του Πέτρου ήταν εμφανής και ειδικά όταν την έβλεπε πως κοιτούσε τον Γιώργο όποτε βρισκόντουσαν όλοι μαζί. Η Φωτεινή περίμενε ένα βλέμμα ή έστω ένα σημάδι από τον Γιώργο ότι και αυτός ενδιαφερόταν αλλά μάταια ίσα ίσα που αυτός απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια ακόμα και να της απευθύνει το λόγο,ώσπου μια μέρα εκεί που κάθονταν ό ένας δίπλα στον άλλο και ήταν ο καθένας στις σκέψεις του και δεν έπαιρνα μέρος σε καμιά συζήτηση ,ο Γιώργος την ακούμπησε στο μπράτσο λέγοντας το όνομα της.
Υ.Γ.
Πρέπει να διαβάσω κιόλας μην ξεχνιόμαστε ,πάω και σχολείο.
Η βροχή είχε σταματήσει και σιγά σιγά άρχισε να αχνοφαίνεται ο ήλιος
ρίχνοντας τις χρυσές του αχτίδες πάνω στο καταπράσινο χορτάρι που δεν ξεπερνούσε τα δέκα εκατοστά και οι σταγόνες από τη βροχή λαμπύριζαν σαν μικρά διαμαντάκια πάνω στα φυλλαράκια του.
Η Φωτεινή βγήκε από το μικρό σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού και χρησίμευε σαν στάση λεωφορείου σταυρώνοντανς την ελαφριά ζακέτα που φορούσε για να προφυλαχτεί από την υγρασία της βροχής.
Όταν ξεκίνησε για να πάει στο δημοτικό σχολείο του χωριού όπου δίδασκε εδώ και ένα χρόνο, δεν περίμενε να την πιάσει η βροχή στα μισά του δρόμου, η μέρα φαινόταν να είναι καλή και η απόσταση για το σχολείο από το σπίτι της δεν ήταν πάνω από είκοσι λεπτά ,έτσι κάθε μέρα πηγαινοερχόταν με τα πόδια για να απολαμβάνει και τη φύση μια και την είχε στερηθεί ζώντας όλη της τη ζωή στην Αθήνα.
Η άνοιξη ήταν προς το τέλος της ,σε λίγες μέρες ο Μάης θα τους αποχαιρετούσε και το καλοκαίρι θα έκανε την εμφάνιση του και επίσημα ,αυτά σκεφτόταν η Φωτεινή μπαίνοντας στη μικρή αυλή του σχολείου και προσέχοντας να μην μουσκέψει τα παπούτσια της από το νερό που είχε μαζευτεί στις λακουβίτσες από τη ξαφνική μπόρα.
Ξεκλείδωσε τη πόρτα του σχολείου και σκουπίζοντας τα πόδια της μπήκε μέσα στη τάξη ,κρέμασε τη τσάντα της αφού πρώτα έβγαλε τα βιβλία από μέσα, πήρε το σφουγγάρι και χαμογελώντας έσβησε τα γράμματα που είχε ο πίνακας,κάθισε και περίμενε να έλθουν τα παιδιά ,κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι είχαν περάσει και δέκα λεπτά από την ώρα που άρχιζε το μάθημα ,δεν ανησύχησε όμως γιατί τα παιδιά ίσως καθυστέρησαν λίγο με την ξαφνική μπόρα.
Όταν όμως πέρασε μισή ώρα και κανείς δε φαινόταν σηκώθηκε ανήσυχη και πήγε προς τη πόρτα ,σχεδόν έπεσε πάνω στον κύριο Νίκο τον πατέρα των παιδιών ,μα τι έγινε; τον ρώτησε, ήλθα να σας πω ότι τα παιδιά έχουν και τα δυο πυρετό και θα τα πάω στο διπλανό χωριό να τα δει ο αγροτικός γιατρός ,ήλθα να σας το πω για να πάτε και εσείς στο σπίτι σας. Εντάξει κύριε Νίκο περαστικά και ευχαριστώ που με ειδοποιήσατε ,θα περάσω το απόγευμα να τα δω.
Η Φωτεινή έμεινε μόνη και για λίγα λεπτά κοιτούσε τον άνδρα που απομακρυνόταν ,έκλεισε τη πόρτα και πήρε μια εσάρπα που είχε μόνιμα στη μικρή ντουλάπα που χρησίμευε για βιβλιοθήκη και την έριξε στους ώμους της ,κάθισε στη καρέκλα και ακουμπώντας τους αγκώνες πάνω στην έδρα έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια, η βροχή άρχισε να ξαναπέφτει απαλά.
Η βροχή δυνάμωσε και το νεαρό ζευγάρι έτρεχε να προστατευτεί κάτω από μια τέντα, δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά από την ώρα που βγήκαν από το πανεπιστήμιο και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς ,η Φωτεινή και ο Πέτρος κρατώντας χέρι χέρι τίναξαν τη βροχή από πάνω τους μπήκαν μέσα στη καφετέρια που βρισκόταν δέκα μέτρα πιο κάτω.
Μπαίνοντας μέσα άκουσαν μια φωνή να τους καλεί προς το μέρος του ,ήταν ο Τάκης δυο χρόνια μεγαλύτερος , που καθόταν με μια παρέα από αγόρια και κορίτσια ,πήγαν προς το μέρος του και χαιρέτησαν τους υπόλοιπους που γνώριζαν ήδη μια και πήγαιναν όλοι στο ίδιο πανεπιστήμιο εκτός από έναν νέο που πρώτη φορά έβλεπαν. Παιδιά να σας συστήσω τον Γιώργο είναι ξάδελφος μου και είναι στην ιατρική τους είπε ο Τάκης.
Η Φωτεινή έδωσε το χέρι της στον Γιώργο και του χαμογέλασε ,αφού έγιναν οι συστάσεις παρήγγειλαν τα ποτά τους και άρχισαν να κουβεντιάζουν και να γελάνε με τα ανέκδοτα του Τάκη ,ήταν ένα στέκι που στη πλειοψηφία του ήταν πάντα γεμάτο με νεαρά παιδιά μια και ήταν κοντά στο πανεπιστήμιο ,έτσι το μόνο που άκουγες ήταν φωνές και γέλια .
Μετά από καμιά ώρα ο Τάκης σηκώθηκε με τον ξάδελφο του να φύγουν ,η βροχή έξω έπεφτε πολύ δυνατά και ο Τάκης πρότεινε στη Φωτεινή αν ήθελε να την πάρουν με το αυτοκίνητο του μια και έμενα στην ίδια γειτονιά,αυτή κάτι είπε στον Πέτρο και αυτός τη συνόδεψε μέχρι τη πόρτα τη φίλησε απαλά χαϊδεύοντας τα μακριά της μαλλιά με μια κίνηση και ξαναμπήκε μέσα.
Ο Τάκης τους είπε να περιμένουν στην είσοδο της καφετέριας για να φέρει το αυτοκίνητο που ήταν λίγο πιο κάτω ούτως ώστε να μη βραχούν ,σε λίγο ήλθε και ο Γιώργος έτρεξε άνοιξε τη μπροστινή πόρτα του αυτοκινήτου και της είπε να περάσει ,αφού κάθισε η Φωτεινή αυτός έκλεισε τη πόρτα και κάθισε στο πίσω κάθισμα,η Φωτεινή ένιωσε άβολα με όλη αυτή την περιποίηση αλλά δεν είπε τίποτα ,εξάλλου έβρεχε τόσο δυνατά που το μόνο που ήθελε ήταν να προφυλαχτεί.
Τις επόμενες μέρες η Φωτεινή δεν ξανάδε ούτε τον Τάκη ούτε τον ξάδελφο του τον Γιώργο, εξάλλου είχε πολύ διάβασμα και δεν πολυπήγαινε στη καφετέρια ,ώσπου μια μέρα κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού και μπήκε μέσα η μητέρα του Τάκη που ήταν και φίλη με τη μητέρα της ,είχε έλθει για να τα πει λίγο με τη φίλη της. Τότε η Φωτεινή έμαθε ότι εδώ και λίγες μέρες έμενε κοντά τους και ο ανιψιός της ο Γιώργος παιδί τού αδελφού της ,στην αρχή έμενε σε σπίτι που είχε νοικιάσει ο πατέρας του αλλά τώρα τελευταία οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά και έτσι αποφάσισαν να μένει με τη θεία του για να γλυτώνουν τα νοίκια.
Οι μέρες περνούσαν και τα παιδιά καμιά φορά παίρνανε και τη Φωτεινή μαζί τους στις εξόδους τους ο Τάκης την πρόσεχε σαν αδελφή του μια και δεν είχε δικιά του αλλά και η Φωτεινή σαν τον μεγάλο της αδελφό τον έβλεπε που δεν είχε,τον Γιώργο τον έβλεπε αλλιώς ,ούτε αυτή δεν ήξερε πως ,όμως σιγά σιγά είχε αρχίσει να βρίσκει δικαιολογίες για να μη βγαίνει έξω μαζί με τον Πέτρο το αγόρι της, η δυσαρέσκεια από τη μεριά του Πέτρου ήταν εμφανής και ειδικά όταν την έβλεπε πως κοιτούσε τον Γιώργο όποτε βρισκόντουσαν όλοι μαζί. Η Φωτεινή περίμενε ένα βλέμμα ή έστω ένα σημάδι από τον Γιώργο ότι και αυτός ενδιαφερόταν αλλά μάταια ίσα ίσα που αυτός απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια ακόμα και να της απευθύνει το λόγο,ώσπου μια μέρα εκεί που κάθονταν ό ένας δίπλα στον άλλο και ήταν ο καθένας στις σκέψεις του και δεν έπαιρνα μέρος σε καμιά συζήτηση ,ο Γιώργος την ακούμπησε στο μπράτσο λέγοντας το όνομα της.
Υ.Γ.
Πρέπει να διαβάσω κιόλας μην ξεχνιόμαστε ,πάω και σχολείο.
Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009
Σαλάγα τα
Το απόγευμα του Σαββάτου μετά τη δουλειά πήγα στο χωριό για να ψηφίσω σαν καλός πολίτης.
Έτσι τη Κυριακή το πρωί ενώ οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν εγώ έφτιαξα το καφεδάκι μου και κάθισα στο μπαλκόνι να το απολαύσω ρίχνοντας στους ώμους μου και το τζιν μπουφάν μου γιατί καθότι βουνά μια ψυχρούλα την έχει.
Εκεί που ατένιζα τα βουνά άκουσα τα κουδούνια (όχι αυτά που έχω στο κεφάλι τσ τσ τσ μα τι είσαστε τέλος πάντων) αλλά τα κουδούνια από το κοπάδι που ανέβαινε τη πλαγιά.
Πήρα τη φωτομηχανή μου για να τραβήξω βίντεο να ακούσετε και εσείς αυτή τη όμορφη ορχήστρα αλλά κάτι δεν λειτουργούσε και έτσι αρκέστηκε στις φωτό
Στην αρχή ήταν λίγο θαμπές γιατί ακόμα είχε καταχνιά (στην αρχή νόμισα ότι έχανα το φως μου , το λίγο που έχω) ,αλλά σιγά σιγά άρχισε ο ήλιος να βγαίνει ( ο κανονικός ο ήλιος, μα που πάει το μυαλό σας; δεν θα συνεννοηθούμε σήμερα) και το (τοπίο στην ομίχλη ) έγινε λαμπερό .
Τα πρόβατα (στη φωτογραφία!!!!) άρχισαν να φαίνονται και ο τσοπάνης λεπτός με το μουστάκι του τα κοιτούσε και τα καμάρωνε( τον ξέρω τον τσοπάνης είναι μπάρμπας του άντρα μου και είναι όπως τον περιγράφω, (τι νομίσατε έτσι θα το έλεγα; ψέματα εγώ δεν λέω).
Με το φως του ήλιου τα βουνά φάνηκαν καταπράσινα (έχει έλατα και πουρνάρια ,τι θα ήταν μπλε με βούλες; εξάλλου φαίνονται) .
Και αν δεν με πιστεύετε ότι μιλώ για τα βουνά δέστε τις φωτογραφίες.
Πρασίνισε ο τόπος ,και όλη η γύρω περιοχή .Όλος ο νομός μονοεδρικός πρασίνισε ,τα φύλλα φέτος θα αργήσουν να σαπίσουν ,ακόμη δεν πήραν εκείνο τα κιτρινοκαφέ χρώμα.
Όταν θα ξαναπάω στο χωριό θα βγάλω φωτό με τα πιο Φθινοπωρινά χρώματα για να μη λέτε .ότι μιλώ για άλλα πράγματα και όχι για τη φύση.
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009
Βράσε όρυζαν
Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009
Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009
Σχολικές τσάντες ! Καλή σχολική χρονιά και ιδιαίτερα στα πρωτάκια!!
Εσείς θυμάστε την ΠΡΩΤΗ σας σχολική τσάντα;
Εγώ θυμάμαι μια μαύρη με ένα φερμουάρ από πάνω για να μπαίνουν τα βιβλία και ένα φερμουάρ στο πλάι με πιο μικρή θήκη για να βάζουμε τη κασετίνα με τα μολύβια.
Η κασετίνα θυμάμαι ήταν κόκκινη με την Κύπρο πάνω ,νομίζω κυκλοφορούν και τώρα .Τα Χριστούγεννα που θα έλθω Κύπρο θα αγοράσω μια.
Η τσάντα δεν είχε χερούλια ,την κρατούσα παραμάσχαλα ή πίσω στη μέση με τα δυο χέρια .
Καλύτερη δεν γινόταν γιατί εγώ τα λεφτά για τη σχολική τσάντα τα έτρωγα στις κούκλες.
Καλή σχολική χρονιά στα παιδιά και στους εκπαιδευτικούς
Είδατε τι τσαντομάνι κυκλοφορεί τώρα έτσι;Όλα ασορτί.
Και τα καινούρια τα μολύβια με εκείνη τη μυρωδιά του ξύλου! πάντα μου αρέσει αυτή η μυρωδιά. Φορούσαμε και καρώ ποδίτσα με ασπρο κάτασπρο γιακαδάκι.
Ωραίες εποχές όπως τις βλέπω με την ματιά την σημερινή,ζόρικα με την τότε ματιά, χα χα χα η υπόθεση ήθελε διάβασμα!!!
Αντε καλή χρονιά να έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές!!
Τρίτη 25 Αυγούστου 2009
Ταξιδάκι
Για σας και χαρά σας και στα δικά σας οι ελεύθεροι και στα παιδιά σας όσοι έχετε παιδιά..
Την Κυριακή πήγα στον Πύργο Ηλείας,ευτυχώς φέτος δεν είχε φωτιές (μα δέστε χαρά που κάνει η μπέμπα).
Πήγα που λέτε σε ένα γάμο δυο πολύ καλών παιδιών, Ο πατέρας της νύφης Κυπραίος η μαμά καλαμαρού εμείς ήμασταν από τη μεριά του γαμπρού .Η μάνα του γαμπρού Κύπρια και ο μπαμπάς καλαμαράς και από το ίδιο χωριό του δικού μου καλαμαρά και τους έχω βαφτίσει και τον δεύτερο γιο τους.(πήγαμε και για καλαμαράκια στο Κατάκολο) χα χα χα .Εγώ έφαγα μπριζόλα.
Περάσαμε πολύ ωραία όλα ήταν όμορφα.
Αλλά εγώ πρώτη φορά περνούσα από τη γέφυρα Ρίου Αντιρίου (Αλλη χαρά η μπέμπα)Εγκαινίασα τη γέφυρα (και δεν είμαι γκαντέμο)χι χι χι. τσ τσ τσ ,τόσες χαρές μαζεμένες πως να τις αντέξει ο οργανισμό του ανθρώπου!!!(κάνουμε και χούμορ)
Επειδή εγώ πήρα τη χαρά μου όταν φεύγαμε είπα να βγάλω και καμιά φωτογραφία τη γέφυρα (όχι των στεναγμών),μετά μετάνιωσα και πάτησα το κουμπί για το βίντεο για να ταξιδέψετε και εσείς μαζί μου(πως είπατε; έχετε πάει εσείς; πάλι τελευταία πήγα;
Την Κυριακή πήγα στον Πύργο Ηλείας,ευτυχώς φέτος δεν είχε φωτιές (μα δέστε χαρά που κάνει η μπέμπα).
Πήγα που λέτε σε ένα γάμο δυο πολύ καλών παιδιών, Ο πατέρας της νύφης Κυπραίος η μαμά καλαμαρού εμείς ήμασταν από τη μεριά του γαμπρού .Η μάνα του γαμπρού Κύπρια και ο μπαμπάς καλαμαράς και από το ίδιο χωριό του δικού μου καλαμαρά και τους έχω βαφτίσει και τον δεύτερο γιο τους.(πήγαμε και για καλαμαράκια στο Κατάκολο) χα χα χα .Εγώ έφαγα μπριζόλα.
Περάσαμε πολύ ωραία όλα ήταν όμορφα.
Αλλά εγώ πρώτη φορά περνούσα από τη γέφυρα Ρίου Αντιρίου (Αλλη χαρά η μπέμπα)Εγκαινίασα τη γέφυρα (και δεν είμαι γκαντέμο)χι χι χι. τσ τσ τσ ,τόσες χαρές μαζεμένες πως να τις αντέξει ο οργανισμό του ανθρώπου!!!(κάνουμε και χούμορ)
Επειδή εγώ πήρα τη χαρά μου όταν φεύγαμε είπα να βγάλω και καμιά φωτογραφία τη γέφυρα (όχι των στεναγμών),μετά μετάνιωσα και πάτησα το κουμπί για το βίντεο για να ταξιδέψετε και εσείς μαζί μου(πως είπατε; έχετε πάει εσείς; πάλι τελευταία πήγα;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)