Το παράθυρο ήταν πράσινο δίφυλλο με γρίλιες από την μέσα μεριά ήταν τα τζάμια δίφυλλα και αυτά ανοιγόμενα ,όχι όπως τα σημερινά που είναι συρόμενα ,ήταν ανοιγόμενα άνοιγαν διάπλατα και τα έξω και τα μέσα όπως οι καρδιές των ανθρώπων εκείνης της εποχής.Ανάμεσα στα δυο αυτά ήταν σίδερα κάθετα και οριζόντια όσο για να μην μπορεί να μπει κα΄ποιος κλέφτης,ποτέ δεν ακούσαμε στο χωριό μας να μπει κλέφτης ,όμως δεν νιώθαμε φυλακισμένοι επειδή υπήρχαν σίδερα ,δεν ήταν όπως της φυλακής τα σίδερα απλά ένιωθες μια ασφάλεια που κατά βάθος ήξερες πως και να μην υπήρχαν δεν θα διέτρεχες κανένα κίνδυνο.
Όταν ήταν ανοικτά ερχόντουσαν μέσα όλες οι μυρωδιές από τη φύση από τους ανθούς των πορτοκαλιών από τα λουλούδια,από τη μυρωδιά που έβγαζε το χώμα στις πρώτες σταγόνες βροχής,εκείνη την αποπνικτική μυρωδιά που όμως αγαπούσα.
Ακόμη και τώρα όταν πέφτει η πρώτη βροχή αν και με πνίγει εγώ την αγαπώ ,μου θυμίζει....
Κάθε φορά που γυρνούσα στο σπίτι μου είτε από παιχνίδι στη πέρα γειτονιά ,είτε από την δουλειά μου αργότερα που ήμουν πιο μεγάλη ,πάντα κοιτούσα από το παράθυρο να δω ,ήθελα πάντα να δω αν ήταν η μανα μου μέσα στο σπίτι ,σχεδόν πάντα ήταν σχεδόν έμπαινα τρέχοντας μόλις την έβλεπα!
Καλημέρα μπήκε από το παράθυρο καληνύκτα βγήκε από το παράθυρο.
Δεν θέλω να γραψω τίποτα άλλο ,πονάει!
Είναι ο Αύγουστος ο πικρός ,πικρός γιατί από το 1974 και μετά έγινε από μήνας καλοκαιριού ,μήνας πένθους!.
Η Κύπρος θρηνεί αυτό το μήνα σχεδόν όλοι έχουν μια μαύρη επέτειο αυτό το μήνα.Μα κάποιος έχασε το παιδί του στο πόλεμο ,κάποια τον σύζυγο κάποια παιδιά τον πατέρα και κάποιοι τα αδέλφια του.
Κάποιοι πάλι έχασαν τα σπίτια τους ,τις περιουσίες τους,ναι θα μου πείτε δεν μετράει όπως να χάσεις μια ψυχή έναν δικό σου άνθρωπο,συμφωνώ απόλυτα,αλλά τα πράγματα έτσι είναι άλλοι χάνουν ανθρώπους και άλλοι περιουσίες και ενίοτε και τα δυο άλλα είμαι σίγουρη ότι μπροστά στον ανθρώπινο χαμό να χαθούν οι περιουσίες.
Δυστυχώς δεν υπήρχε επιλογή σε αυτό το θέμα.
Πέρασαν 38 χρόνια προσφυγιάς και η ζωή συνεχίζετε ευτυχώς κάποιοι τα πήγαν καλύτερα απ' ότι ήταν στους τόπους τους κάποιοι ίσως όχι. Είναι θέμα περιουσιακό είχαν πολλά στον τόπο τους και τώρα έχουν για αποζημίωση ένα σπίτι όπως και ένας που είχε ένα σπίτι τώρα έχει πάλι ένα σπίτι.
Έχω ακούσει πολλές φορές να λένε για τις περιουσίες τους από κει ,σχεδόν όλοι είχαν περιουσία έτσι λένε ,έτσι ακούω .Ένα είναι το σίγουρο όλοι πονάνε το ίδιο και αυτοί με τα πολλά και αυτοί με τα λίγα , ο πόνος τους βέβαια δεν φτάνει τον πόνο αυτών που έχουν αγνοούμενους ή έχουν θάψει δικούς τους ανθρώπους που ήταν θύματα αυτού του πολέμου.
Εμένα μου λείπει ο ουρανός πάνω από το χωριό μου ,τα αστέρια ,πουθενά δεν έχω δει τόσο λαμπερά αστέρια όπως όταν καθόμουν το βράδυ στην αυλή μας.
Και το ηλιοβασίλεμα σου μάτωνε τη καρδιά.
Τώρα τι θέλω να πω εγώ; Τίποτα!!!!!
Μια φορά και ένα καιρό ... κάπως έτσι δεν αρχίζουν τα παραμύθια;; αυτά με τις βασιλοπούλες και τις νεράιδες;
Το δικό μου μπορεί να είναι παραμύθι αλλά και πάλι μπορεί να είναι μια ιστορία που έρχεται από μια χώρα ,μπορεί νάχει αλήθειες αλλά και του μυαλού παιχνίδια .Αν την διαβάσετε μπορεί να δείτε δικές σας αλήθειες αλλά και ψέματα μέσα.
Και η (παραμυθοϊστορία) αρχίζει.
Τι όμορφο πηγάδι! αναφώνησε το κορίτσι πρώτη φορά το βλέπω! Μάνα γιατί δεν με ξανάφερες εδώ; Γιατί ήσουν μικρή και φοβόμουν μην κοιτάξεις και ζαλιστείς και πέσεις μέσα!
Αχ μάνα θα είμαι προσεχτική θα γεμίζω τη στάμνα μου και θα φέρνω στο σπίτι μας το νερό να πλένεις τα άσπρα μας σεντόνια και να μοσχοβολάνε , να πίνει ο πατέρας σαν έρχεται από τα χωράφια , να πίνει ο αδελφός μου σαν φεύγει με τους φίλους του για να βρίσκει το δρόμο του γυρισμού ,να πλένω το πρόσωπο μου το πρωί για νάχω τη δροσιά του και για να δίνω στον αγαπημένο μου να μην με λησμονεί όταν θα είναι μακρυά μου ,είπε το κορίτσι και στα τελευταία του λόγια κοκκίνισε.Η μανα της χαμογέλασε κρυφά και της είπε σε τόνο αυστηρό,ει σαι μικρή γι' αγάπες.
Τώρα το νερό στο σπίτι το πήγαινε η κόρη που όσο μεγάλωνε όλο και πιο όμορφη γινόταν και οι νέοι όλοι την κοιτούσαν που άνθιζε και ομόρφενε και είχε καλοσύνη πάνω της περίσσια και είχε όλα τα κορίτσια φίλες της και κάθε πρωί κοιτούσαν τις αχτίδες του ήλιου να πέφτουν μέσα στο πηγάδι και να γίνετε καθρέφτης το νερό , το βράδυ όταν είχε φεγγάρι, όλοι οι ερωτευμένοι καθόντουσαν και το χάζευαν να αντανακλά εκεί μέσα στο πηγάδι και να ρίχνουν τον κουβά για να το πιάσουν.
Λένε πως όμοιο του δεν υπήρχε ,το νερό του ήταν κρύσταλλο και ποτέ δεν στέρευε ακόμη και όταν τα άλλα πηγάδια στέρεψαν αυτό πάντα είχε νερό.
Και μια μέρα θλιβερή και μια μέρα μαύρη ήλθε ο πόλεμος στον τόπο και το κορίτσι πήγε να πάρει νερό να πιει ο αδελφός πριν φύγει για τον πόλεμο, να βρει τον δρόμο να γυρίσει πίσω ,να πιει ο αγαπημένος για να μην τη λησμονήσει εκεί που θα πολεμά τον εχθρό ,να πιει ο πατέρας που στέγνωσε το στόμα του από τον καημό, για να βάλουν στο πρόσωπο της μάνας που λιγοθυμούσε βλέποντας το παιδί της να φεύγει μέσα στη φωτιά του πολέμου.
Και ήλθε ο πόλεμος σιμά, δίπλα στο πηγάδι και κρύφτηκε ο ήλιος μαζί με το φεγγάρι, δεν ήθελαν να δουν ξανά το πρόσωπο τους εκεί, γιατί είδε πολλά το πηγάδι και το νερό του έγινε πικρό φαρμάκι και θόλωσε σαν έπεσαν μέσα τα δάκρυα του κοριτσιού και σιγά σιγά άρχισε να στερεύει , ώσπου μια μέρα άρχισαν να πέφτουν μέσα οι πέτρες και να κλείνει και σαν έκλεισε από πέτρες ήλθαν και οι εχθροί και έριξαν μέσα μικρά χαλίκια να γεμίσει να μην βρίσκει τόπο το νερό να βγει πάνω και κάκιωσε ο κόσμος γύρω και παρασύρθηκε και έριξε μέσα άμμο να κλείσει καλύτερα η όποια χαραμάδα υπήρχε, να μην ξαναβγεί το νερό .Τώρα πια ο αδελφός δεν βρήκε το δρόμο να γυρίσει και ο αγαπημένος της τη λησμόνησε κανείς δεν τον ξανάδε και ο ο πατέρας που στέγνωσε το στόμα του από τη δίψα του χαμένου γιου σταμάτησε να μιλά, κανείς ποτέ δεν άκουσε τη μιλιά του σαν έπαψαν τα όπλα και ο γιος του δεν γύρισε ούτε ζωντανός ούτε νεκρός και η μάνα ζωντανή νεκρή περιμένει πότε θα ξαναγεμίσει το πηγάδι με νερό της αγάπης ,νερό που σαν το πιεις βρίσκεις το δρόμο του γυρισμού.
Και μαράζωσε η κόρη και στέγνωσαν τα δάκρυά της πειμένοντας μιαν αυγή να δει τον ήλιο ,περιμένοντας να δει μια ολόγιομη νύκτα με φεγγάρι !
Και ο κόσμος διχάστηκε και όλο ρίχνουν μέσα στο πηγάδι άμμο να μην βγει στο φως του ήλιου και του φεγγαριού το νερό και περιμένουν οι μανάδες τα παιδιά τους και περιμένουν τους αγαπημένους τους οι κοπέλες και περιμένει τον πατέρα το παιδί που τώρα έγινε άντρας, πατέρας, παππούς.Και το πηγάδι μένει κλειστό !
Υ.Γ. Ασφαλώς και δεν έχει ωραίο τέλος το παραμύθι μου!.
Πάντα λαλώ εν θα ξαναγράψω για την κύπρο τσιαι για τους καημούς της.
Τσιαι πάντα ειδικά τούντες μέρες βρίσκουμε δαμέ σοβαρή τσιαι προβληματισμένη να θέλω να φκάλω τη ψυσιή μου να την απλώσω σαν σεντόνι μπροστά σας για να δείτε όσα θέλω να πω για την πατρίδα μου.
Μα ίντα να πει το πλάσμα; που εναν ολόκληρο μήναν πάνω στο κορμίν της Κύπρου άψασιν φωθκιές τσιαι τα παιθκιά της τσιαι ο βάρβαρος οχτρός;!
Ενα μήνας ! απού τις 15 Ιούλη ως τις 15 Αυγούστου ήταν λαμπρόν που οπου επέρναν έκρουζε!
Εμαύρισεν η πλάση τζιαι μέσα στις ψυσιές των πλασμάτων τζιαι πάνω στη ράσιη της γης.
Εβουρούσαν οι μανάες αλαφιασμένες να ποσιερετήσουν τα παιθκιά τους πούτουν να παν στο πόλεμο ,έτσι χωρίς όπλα !
Ανακαλιούνταν μες τες στράτες για το κακό που τους ήβρεν.
Εθωρούσαν τσιαι κόσμον ξένον που έρκετουν στα χωρκά τους
τσιαι ενεν μπορουσαν να καταλάβουν ίντα θέλουν δαμέ τούντα πλάσματα; εν πρόσφυγες; ίντα πα να πεί πρόσφυγας;
Εν να μάθεις σε λλίον τσιαι σου ! Δώκε ενα πιάτο φαϊ στα πλάσματα τσιαι στρώσε χαμέ να περασουν την νύκτα τσιαι αύριον εν μαζί που εν να βουράτε να πάτε πάρα τζιει
Μα που να πάμε; επελλάναν μας τσιαι τούτα τα αεροπλάνα
εψές ούλλη νύκτα ο Πενταδάκτυλος έκρουζεν ,σχεδόν ένιωθες την καυτή φλόγα στο πρόσωπο σου,θαρκούμε το πρωίν το πρόσωπο μου είσιε πάνω καπνιά! Μα εν τόσο μακρυά εν γίνετε ναν που τσιαμέ!
Θωρώ το πρόσωπο μου τσιαι θαρκούμε ότι ακόμα η καπνιά εν πάνω !Εβαλα το πρόσωπο μου κάτω που τη φουντάνα αλλά ένε καθάρισε!
Ενεν η καπνιά του πενταδάκτυλου τούτη που θωρείς εν η μαυρίλα που απλώνετε σιγά σιγά μες τη ψυσιή σου ,ποσιερετα το σπίτι σου τσιαι τράβα ψηλά στα βουνά, που την αντίθετη μερκάν του Πενταδάκτυλου .
Μα εν θέλω να φύω !αν δεν φύεις εν θα ξαναδείς τον ήλιο εν θα ξαναδείς τους φίλους σου εν να χαθείς για πάντα !
Θέλω να ξαναδώ τσιαι τον ήλιο τσιαι τους φίλους μου, μα τσιαι το σπίτι μου ,την αυλή μου το γαλάζιο του ουρανού που θαρκούμε την νύκτα εν εσιει πουθενά τόσα αστρα ο ουρανός όσα εσιει τούτος που εν πουπαναθκιό του σπιθκιού μου!
Φύε λαλώ σου τσιαι μεν δικλησεις πίσω έρκουντε !
Καλόν εν να φύω ! αλλά εν να ξανάρτω ! εν να ξανάρτω! μα γιατί εν μου απαντάς; που είσαι; απάντα μου ! Εν να ξανάρτω ! Απάντα μου!
Την προηγούμενη φορά τα έβαλα με τον ήλιο και τα καμώματα της Αφροδίτης.
Ο ήλιος ο όμορφος ο ολόλαμπρος που ξέρει να παίζει κρυφτό πίσω από τα σύννεφα και να γελά μαζί μας ,που ξέρει να κάνει τους ερωτευμένους να δακρύζουν όταν παει να δύσει και μας δίνει εκείνο το πορφυρό το χρώμα που όμοιο του δεν υπάρχει.
Ο ήλιος που κάθε μέρα φλερτάρει με τη ΓΗ , τη γη μας που είναι φτιαγμένη από πέτρα, χώμα ,νερό και άλλα συστατικά που αυτή τη στιγμή δεν έχουν θέση στην ιστορία μου.
Εγώ θέλω μόνο ήλιο , χώμα και μια χαραμάδα από μια γρίλια ή από μια μισάνοιχτη πόρτα .
Παλιά ,πολύ παλιά οι άνθρωποι έμενα σε μικρά χαμηλά σπίτια οι δρόμοι ήταν από χώμα και ο ήλιος ήταν πιο γλυκός δεν τον φοβόντουσαν οι άνθρωποι , κάνανε παρέα μαζί του ακόμα και όταν ήταν κουρασμένοι στα χωράφια ,ακόμα και οταν θέριζαν, τον ανέχονταν.
Σημασία έχει ότι αφήναμε τον ήλιο τον ολόλαμπρο που είναι κυρίαρχος να μπει στα σπίτια μας ,μα ,οχι, δεν του ανοίγαμε την πόρτα και του λέγαμε κόπιασε !!έμπαινε μόνος του, γιατί τα σπίτια ήταν ανοικτά όπως και οι καρδιές των ανθρώπων , έμπαινε και έδινε μια ζεστασιά μέσα στις κάμαρες τις μικρές, όμως έμπαινε και η σκόνη ,είπαμε οι πόρτες δεν κλείνανε ερμητικά και ούτε ήταν διπλοκλειδωμένες όπως τώρα ! ακόμη αυτοί οι δυο ,ο ήλιος και η σκόνη, έμπαιναν από τις χαραμάδες και τις γρίλιες, ναι από τις γρίλιες! κρυφά, κλεφτά ,για να αφουγκρασθούν και να δουν τους νοικοκυραίους να κάθονται γύρω από το φτωχικό τους τραπέζι με το λιγοστό φαγητό τους , να δουν τη γιαγιά να λέει παραμύθια στο παιδί το μικρο, να δουν τους ερωτευμένους να κάνουν όνειρα για το μέλλον.
Και αυτοί οι δυο μαζί ,ήλιος και σκόνη ήταν ένα , ο ήλιος περνούσε μέσα και το χώμα, που είχε σηκωθεί από τη Γη για να βρεθεί αγκαλιά του έφτιαχναν μαζί ένα φως θολό, για να μην τρομάξουν οι άνθρωποι που ήταν μέσα στη κάμαρη, ήταν ένα φως που μόνο τα παιδιά ασχολιόντουσαν μαζί του .
Τα παιδιά δεν τρομάζουν τόσο εύκολα βλέπανε αυτό το απαλό φως που δεν τους τύφλωνε γιατί πάνω είχε το χώμα που όταν πήγαινες λίγο κοντά το έβλεπες σε χιλιάδες κόκκους να πηγαινοέρχεται ούτε έξω ούτε μέσα απλά να ανακατεύετε ανάμεσα στις αχτίδες και να κάνει κόρτε με αυτές.
Και όταν εισαι παιδί εισαι και περίεργο, θέλεις να αγγίξεις να πιάσεις αυτό το μαγικό παιχνίδισμα, απλώνεις το μικρό σου χέρι με ανοιχτή τη παλάμη και όταν χωθεί στο φως τη κλείνεις γιατί πιστεύεις πως το εχεις αιχμαλωτίσει μέσα στο μικρούλικο σου χέρι και νιώθεις σπουδαίος ,το τραβάς και το ανοίγεις προσεχτικά για να δεις αυτό που έπιασες ξεγελώντας τον ήλιο ,μα όταν το ανοίγεις δεν υπάρχει τίποτα και ξαναδοκιμαζεις και απλώνεις και τα δυο χέρια και αρχίζεις να κάνεις κινήσεις σαν να χορεύεις γύρω γύρω απο το φως , αλλά ποτέ δεν το αιχμαλωτίζεις είναι σαν ενα όνειρο άπιαστο ,που όταν μεγαλώσεις και το θυμηθείς ξερεις ότι εχεις αφήσει μια χαραμάδα στη ζωή σου για να μπαινει που και που εκείνο το παιδί όπως έμπαινε το φως μέσα στη κάμαρη σου και πάντα θα εχεις μια ελπίδα πως κάποια στιγμή θα πιάσεις το φως ότι και να σημαίνει για σένα αυτό το φως.
Εύχομαι κάποτε ,κάποιοι από σας να είχατε απλώσει το μικρό σας χέρι για να πιασετε εκείνο το φως.
Σήμερα 6 Ιουνίου 2012 θα σας πω για την Αφροδίτη και τον Ήλιο ,μην τρομάζετε δεν θα μιλήσουμε επιστημονικά!Αυτά θα σας τα πουν άλλοι πιο ειδικοί! Εξάλλου ύστερα που 105 χρόνια που η Αφροδίτη η Γη Και ο Ήλιος θα ευθυγραμμιστούν και η Αφροδίτη θα κάνει κόρτε του Ήλιου ,δεν θα υπάρχει κανένας μας πάνω σε τούτη τη Γη ,εε υπολογίστε τα χρόνια!!
Το πρωί που βγήκα στο δρόμο να πάω στη δουλειά ( όπως λέει και το άσμα κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά....) θυμήθηκα ότι σήμερα δεν κάνει από τις 6 έως τις 8 να κοιτούμε τον Ήλιο κατάφατσα
Δεν άντεξα εφτά και είκοσι το πρωί γύρισα να δω και αμέσως χαμήλωσα τα μάτια ,ήταν σαν να μου έλεγε ,ποια είσαι εσύ που αψηφάς εμένα την ώρα που κάνω έρωτα με την Αφροδίτη;;
Έκλεισα τα μάτια μου θες από ντροπή; θες γιατί ο Ήλιος είχε τόση ευτυχία πάνω του που είχε αγκαλιά την Αφροδίτη και έβγαλε όλο του το φως για να μην βλέπουμε εμείς οι θνητοί τον έρωτα του;
Δεν ξέρω έβαλα τα γυαλιά ηλίου φόρεσα ακόμα ένα ζευγάρι που δανείστηκα από άλλο άτομο και τον κοίταξα αυτός όμως είχε αγκαλιάσει την Αφροδιτούλα για να την προφυλάξει από τα αδιάκριτα μάτια !Δυο ώρες κράτησε αυτή η συνεύρεση και μεις μάτι δεν πήραμε ,θα πάμε με αυτόν το καημό!!
Για σας μπλογκόφιλοι καιρό έχουμε να τα πούμε και σας πεθύμησα ,έτσι αποφάσισα να είμαι πιο συνεπής!
Σκούριασα αρκετά και δεν ήξερα τι να σας γράψω ,έτσι αποφάσισα να σας γράψω για κάτι πολύ απλό και καθημερινό ,κυριολεκτικά καθημερινό για μας τις γυναίκες, αλλά και για τους μαγείρους που δουλεύουν σε εστιατόρια
Φίλοι μου θα σας πω για την ποδιά ,ναι ναι για την ποδιά που βάζουμε όταν πλένουμε τα πιάτα για να μην βραχούμε .Προσωπικά δεν μπορώ να πλύνω πιάτα χωρίς να φορέσω ποδιά ,άσχετα αν εγω θα βραχώ ακόμα και με την ποδιά!Ναι ναι το ξέρω ότι σήμερα υπαρχει και άλλη λύση, το πλυντήριο πιάτων!
Αφήστε τώρα την περιέργεια αν έχω ή όχι τέτοιο μηχάνημα!Τα πιο παλιά χρόνια όλες σχεδόν οι γυναίκες με το που σηκωνόντουσαν από το κρεβάτι η πρώτη τους δουλειά ήταν να δέσουν μια ποδιά γύρω από τη μέση τους και να την βγάλουν λίγο πριν πάνε για ύπνο!
Την εποχή που ήμουν μικρή οι γυναίκες έπλεναν στο χέρι όλα τα ρούχα ,όπως καταλαβαίνετε η ποδιά ήταν απαραίτητη !άσχετα αν γινόντουσαν παπί μέχρι να ξεβγαλουν και την τελευταία κάλτσα!
Θυμάμαι που η μακαρίτισσα η μάνα μου όταν έπλενε πάντα φορούσε μια ποδιά και εγώ σαν σκανταλιάρικο που ήμουν είχα μια μανία να πηγαίνω καλπά καλπά από πίσω της και με προσοχή να τραβάω το κορδόνι της ποδιάς και να τη λύνω και αυτή να γυρνά τάχα μου θυμωμένη και να λέει αν σε πιάσω στα χέρια μου αλίμονο σου και εγώ να σκάω στα γέλια στη μέση της αυλής ,γιατί μόλις λυνόταν το κορδόνι το έβαζα στα πόδια.
Αργότερα αν και μεγάλη γυναίκα πια ,πάντα μα πάντα όταν την έβλεπα με τη ποδιά πήγαινα και κάνοντάς την αδιάφορη τραβούσα τα λουριά της ποδιάς της γελώντας, αλλά δεν έτρεχα να φύγω ή θα της την έδενα πάλι με πολύ αγάπη ή θα τη φορούσα εγώ για να συνεχίσω τη δουλειά της.
Τώρα καμιά φορά αυτό που έκανα εγώ στη μανα μου το κάνουν τα παιδιά μου σε μένα!