Η Χάιδω κοίταξε στο μικρό θαμπό καθρέφτη και μ' έναν αναστεναγμό ίσιωσε το τριμμένο φόρεμα που της είχαν δώσει πριν τρία χρόνια στο ορφανοτροφείο ,ήταν ρούχα που έδιναν είτε γιατί δεν τους άρεσαν είτε γιατί πέρασε η μόδα.
Η μόδα ήταν κάτι που η Χάιδω δεν την είχε φορέσει ποτέ ,πάντα φορούσε ρούχα τα οποία κάποια άλλα κορίτσια τα είχαν βαρεθεί.
Από δίπλα άκουσε τη θεία της τη κυρά Μαρίκα που κάτι έλεγε στο γιο της τον Ανέστη, στη πραγματικότητα μακρινή συγγενής ήταν ,ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν τρίτος ξάδελφος του παππού της Χάιδω.
Στα εικοσιδύο της η Χάιδω γνώρισε τη γυναίκα αυτή και το γιο της που ήταν εικοσιπέντε χρονών και εντελώς ανεύθυνο άτομο,απορούσε που ο Βασίλης ήταν φίλος με αυτό τον νεαρό,εκείνος ήταν σοβαρός και δούλευε όταν έκλεινε η σχολή του στο καφενείο του πατέρα του,αντίθετα ο Ανέστης το μόνο που έκανε ήταν να κοιμάται σχεδόν όλη μέρα για να έχει όρεξη να βγει το βράδυ και να γυρίσει σπίτι τις πιο πολλές φορές μεθυσμένος.
Η κυρά Μαρίκα εδώ και ένα χρόνο που πήρε τη Χάιδω από το ορφανοτροφείο και την έφερε στο σπίτι, όταν ερχόταν ο γιος της από την Αθήνα δεν άφηνε τη Χάιδω να κοιμάται στο κουζινάκι αλλά την έπαιρνε στο δωμάτιο της και έβαζε ένα ράντζο για να κοιμάται εκεί,δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο κανακάρη της. Είχε άλλα σχέδια για το κορίτσι.
Η Χάιδω έπιασε τα όμορφα μαλλιά της με ένα κοκαλάκι και κοιτάχθηκε ξανά στο καθρέφτη, το πρόσωπο της ήταν κατάχλομο ,έβγαλε το κοκαλάκι και άφησε τα μαλλιά της να πέσουν πίσω στη πλάτη της ,καλύτερα έτσι σκέφτηκε ,έτσι δεν θα δούνε τη θλίψη μου ,τα μαλλιά θα σκεπάζουν κάπως το πρόσωπο μου, πήρε μια βαθιά ανάσα για να αποφύγει τα δάκρυα που ερχόντουσαν και βγήκε έξω.
Σχεδόν έπεσε πάνω στον Ανέστη, ε ε που πας Χάιδω, Χαϊδούλα Δούλα; Έτσι την έλεγε από τότε που την έφεραν στο σπίτι Δούλα ,τάχα μου χαϊδευτικά του Χαϊδούλα και αυτή στην αρχή έκλαιγε μετά όμως δεν του έδινε σημασία,ειδικά από τότε που τον κατσάδιασε ο φίλος του ο Βασίλης δεν το έλεγε συχνά ,σήμερα όμως το είπε και το είπε όλο κακία,η Χάιδω γύρισε αλλού το βλέμμα και τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη.
Η κυρά Μαρίκα βγήκε από τη κουζίνα και κοίταξε τη κοπέλα μετά κοίταξε το γιο της και του έβαλε τη φωνή,πρώτη φορά τον μάλωνε που είπε τη Χάιδω Δούλα. Πάμε τους είπε και απευθυνόμενη στο γιο της του είπε ,εσύ δεν θα μιλήσεις καθόλου άκουσες; Ο Ανέστης δεν αποκρίθηκε παρά μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ,μωρέ ας μη μου έταζε ο κυρ Θανάσης να μου πάρει αμάξι και θα σου έλεγα ,αλλά έχε χάρη, λες και δεν ξέρω γιατί κάνεις αυτό το προξενιό.
Στο δρόμο για το σπίτι της αδελφής της κυρά Μαρίκας ο καθένας είχε τις δικές του σκέψεις ο Ανέστης σκεφτόταν τα αμάξι που θα κέρδιζε αν γινόταν το προξενιό με τη Χαϊδούλα ,μέσα του πάντα έτσι τη έλεγε ,η κυρά Μαρίκα σκεφτόταν την ανακαίνιση που θα έκανε στο σπίτι της με έξοδα του κυρ Θανάση και η Χάιδω σκεφτόταν ότι ήταν αναγκασμένη να παντρευτεί έναν εξηντάρη για να φύγει από τη μιζέρια και να είναι δούλα της κυρά Μαρίκας ,γιατί η κυρά Μαρίκα δεν τη πήρε στο σπίτι γιατί ήταν πονόψυχη αλλά για να έχει κάποια να της κάνει τις δουλειές και να παίρνει και το επίδομα που έδινε για ένα χρόνο το ορφανοτροφείο σε αυτούς που φιλοξενούσαν τα ορφανά μέχρι να γίνουν οι κατασκευές που προξένησε ο σεισμός.
Η μόδα ήταν κάτι που η Χάιδω δεν την είχε φορέσει ποτέ ,πάντα φορούσε ρούχα τα οποία κάποια άλλα κορίτσια τα είχαν βαρεθεί.
Από δίπλα άκουσε τη θεία της τη κυρά Μαρίκα που κάτι έλεγε στο γιο της τον Ανέστη, στη πραγματικότητα μακρινή συγγενής ήταν ,ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν τρίτος ξάδελφος του παππού της Χάιδω.
Στα εικοσιδύο της η Χάιδω γνώρισε τη γυναίκα αυτή και το γιο της που ήταν εικοσιπέντε χρονών και εντελώς ανεύθυνο άτομο,απορούσε που ο Βασίλης ήταν φίλος με αυτό τον νεαρό,εκείνος ήταν σοβαρός και δούλευε όταν έκλεινε η σχολή του στο καφενείο του πατέρα του,αντίθετα ο Ανέστης το μόνο που έκανε ήταν να κοιμάται σχεδόν όλη μέρα για να έχει όρεξη να βγει το βράδυ και να γυρίσει σπίτι τις πιο πολλές φορές μεθυσμένος.
Η κυρά Μαρίκα εδώ και ένα χρόνο που πήρε τη Χάιδω από το ορφανοτροφείο και την έφερε στο σπίτι, όταν ερχόταν ο γιος της από την Αθήνα δεν άφηνε τη Χάιδω να κοιμάται στο κουζινάκι αλλά την έπαιρνε στο δωμάτιο της και έβαζε ένα ράντζο για να κοιμάται εκεί,δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο κανακάρη της. Είχε άλλα σχέδια για το κορίτσι.
Η Χάιδω έπιασε τα όμορφα μαλλιά της με ένα κοκαλάκι και κοιτάχθηκε ξανά στο καθρέφτη, το πρόσωπο της ήταν κατάχλομο ,έβγαλε το κοκαλάκι και άφησε τα μαλλιά της να πέσουν πίσω στη πλάτη της ,καλύτερα έτσι σκέφτηκε ,έτσι δεν θα δούνε τη θλίψη μου ,τα μαλλιά θα σκεπάζουν κάπως το πρόσωπο μου, πήρε μια βαθιά ανάσα για να αποφύγει τα δάκρυα που ερχόντουσαν και βγήκε έξω.
Σχεδόν έπεσε πάνω στον Ανέστη, ε ε που πας Χάιδω, Χαϊδούλα Δούλα; Έτσι την έλεγε από τότε που την έφεραν στο σπίτι Δούλα ,τάχα μου χαϊδευτικά του Χαϊδούλα και αυτή στην αρχή έκλαιγε μετά όμως δεν του έδινε σημασία,ειδικά από τότε που τον κατσάδιασε ο φίλος του ο Βασίλης δεν το έλεγε συχνά ,σήμερα όμως το είπε και το είπε όλο κακία,η Χάιδω γύρισε αλλού το βλέμμα και τον έσπρωξε με όλη της τη δύναμη.
Η κυρά Μαρίκα βγήκε από τη κουζίνα και κοίταξε τη κοπέλα μετά κοίταξε το γιο της και του έβαλε τη φωνή,πρώτη φορά τον μάλωνε που είπε τη Χάιδω Δούλα. Πάμε τους είπε και απευθυνόμενη στο γιο της του είπε ,εσύ δεν θα μιλήσεις καθόλου άκουσες; Ο Ανέστης δεν αποκρίθηκε παρά μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ,μωρέ ας μη μου έταζε ο κυρ Θανάσης να μου πάρει αμάξι και θα σου έλεγα ,αλλά έχε χάρη, λες και δεν ξέρω γιατί κάνεις αυτό το προξενιό.
Στο δρόμο για το σπίτι της αδελφής της κυρά Μαρίκας ο καθένας είχε τις δικές του σκέψεις ο Ανέστης σκεφτόταν τα αμάξι που θα κέρδιζε αν γινόταν το προξενιό με τη Χαϊδούλα ,μέσα του πάντα έτσι τη έλεγε ,η κυρά Μαρίκα σκεφτόταν την ανακαίνιση που θα έκανε στο σπίτι της με έξοδα του κυρ Θανάση και η Χάιδω σκεφτόταν ότι ήταν αναγκασμένη να παντρευτεί έναν εξηντάρη για να φύγει από τη μιζέρια και να είναι δούλα της κυρά Μαρίκας ,γιατί η κυρά Μαρίκα δεν τη πήρε στο σπίτι γιατί ήταν πονόψυχη αλλά για να έχει κάποια να της κάνει τις δουλειές και να παίρνει και το επίδομα που έδινε για ένα χρόνο το ορφανοτροφείο σε αυτούς που φιλοξενούσαν τα ορφανά μέχρι να γίνουν οι κατασκευές που προξένησε ο σεισμός.